Βίκτωρ Θ. Μελάς
«Κάρολος Κουν
Σκόρπιες αναμνήσεις
Από τη ζωή του»
Μ.Ι.Ε.Τ., Ιούνιος 2011
Μετά τους δυο τόμους-λευκώματα για τον Κάρολο Κουν, που εξέδωσαν μέσα στην τελευταία τριετία τα δυο πολιτιστικά ιδρύματα, το Μ.Ι.Ε.Τ. και το Μπενάκειο, ένα ακόμη βιβλίο για τον Κουν, ακόμη και ολιγοσέλιδο, δείχνει σαν υπερβολή. Κι όμως, το καινούριο βιβλίο, όχι μόνο δεν πλεονάζει, αλλά, αντιθέτως, συμπληρώνει την εικόνα του θεατράνθρωπου κατά τον μοναδικό τρόπο που μόνο μια μαρτυρία μπορεί να επιτελέσει. Οι ενθυμήσεις φίλων και στενών συνεργατών αποτελούν πάντοτε μοναδική και αναντικατάστατη πηγή πληροφοριών. Το μόνο μειονέκτημα παρόμοιων καταθέσεων μνήμης είναι ότι οι γράφοντες συχνά παρασύρονται από τα συναισθήματά τους και μεγεθύνουν συμβάντα, μεγαλύνοντας το πρόσωπο. Ο συγγραφέας του πρόσφατου βιβλίου φαίνεται να έχει κατά νου αυτήν την παγίδα και λαμβάνει τα μέτρα του. Όπως γράφει στον πρόλογο, φροντίζει για τα περιστατικά που αφηγείται να υπάρχει η μαρτυρία και άλλων παρευρισκόμενων σε αυτά. Με άλλα λόγια, φαίνεται να σηκώνει το παραπέτασμα του ιδιωτικού χώρου μετά μεγάλης προσοχής. Ίσως, τόσο μόνο, όσο πιστεύει ότι θα άρεσε στον αποθανόντα.
Ο Βίκτωρ Μελάς δεν είναι άνθρωπος του θεάτρου. Είναι γνωστός ως συλλέκτης παλαιών ελληνικών χαρτών και κυρίως ως μελετητής τους, χάρις και στα βιβλία του, την συνοπτική ιστορία της χαρτογραφίας, «Γης περίοδος πάσης», που είχε εκδώσει προ δεκαπενταετίας, και τους «Άτλαντες των Μερκατόρ-Χόντιους», το 2003. Όπως εξομολογείται, τον Κουν τον γνώρισε τριαντάχρονος, στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Δηλαδή, όταν ξεκινούσε το Υπόγειο. Ήταν το υπόγειο του κινηματογράφου Ορφέα, με το ταμείο εντός της ομώνυμης Στοάς, που δεν είχε ακόμη αποκτήσει το παρακλάδι της Στοάς του Βιβλίου προς την οδό Πεσματζόγλου. Επισήμως, το Υπόγειο ονομαζόταν τότε Θέατρο Ορφεύς.
Ορισμένες ειδικής φύσης λεπτομέρειες που αφηγείται ο Μελάς, προδίδουν την ιδιότητα του νομικού συμβούλου, με την οποία θα πρέπει να συμμετείχε στην θεατρική ομάδα. Άλλωστε, σύμφωνα με το βιογραφικό του, δικηγορούσε από το 1948, με ειδίκευση στο δίκαιο των εταιρειών και της πνευματικής ιδιοκτησίας. Όπως και να έχει, μαθαίνουμε πως μια από τις πρώτες στη χώρα μας αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία που ιδρύθηκε, ήταν η Ελληνική Εταιρεία Θεάτρου-Θέατρο Τέχνης. Το δικό της καταστατικό υιοθέτησαν ως πρότυπο πολλές από εκείνες που ακολούθησαν. Ο Μελάς θυμάται ότι η μετατροπή του Θεάτρου από εταιρεία φυσικού προσώπου σε μη κερδοσκοπικού νομικού προσώπου έγινε, κατά κάποιο τρόπο, αναγκαστικά, το 1968. Εκείνη τη χρονιά, λόγω και της λογοκρισίας, που είχε επιβάλλει η Δικτατορία, τα οικονομικά του Κουν είχαν χειροτερέψει. Σε αυτό συνέβαλε και το πείσμα του να μην θέλει να ακούσει για περικοπές στο ρεπερτόριο και το θίασο. Τότε, χάρις σε ενέργειες της νύφης του Στράτη Μυριβήλη, Καίτης Κασιμάτη-Μυριβήλη, που ήταν εκπρόσωπος του Ιδρύματος Φορντ στην Ελλάδα, θα μπορούσε να του δοθεί κάποια οικονομική στήριξη. Μόνο που, σύμφωνα με το καταστατικό του Ιδρύματος, θα έπρεπε να αλλάξει την νομική υπόσταση του Θεάτρου του. Βεβαίως, το πρόβλημα για τον Κουν δεν ήταν η αλλαγή του καταστατικού, αλλά η αποδοχή αμερικάνικης βοήθειας εν καιρώ Δικτατορίας. Τελικά, θέλοντας και μη, συμβιβάστηκε με την ιδέα, αφού του δόθηκε η υπόσχεση ότι δεν θα υπάρξει ανάμειξη στα έργα που θα ανέβαζε.
Γενικότερα, το γεγονός ότι ο Κουν διεκδικούσε, ευθύς εξ αρχής, για το Θέατρό του το στάτους κρατικού θεάτρου, είχε το κόστος του. Όπως φαίνεται, περνούσε αρκετό χρόνο, στο γραφειάκι του, στο Υπόγειο, πριν και μετά την πρόβα, προσπαθώντας να ισοσκελίσει τα οικονομικά του. Έκανε τις προσθαφαιρέσεις του σε ένα μπλοκάκι διαστάσεων 10 επί 5 εκατοστών. Όμως, δεν ήταν τα μικροσκοπικά του γράμματα, που έφεραν, ένα χρόνο αργότερα, το λογιστικό λάθος. Ο φταίχτης ήταν μια πρώην, δηλαδή προδικτατορική, Υπουργός, αρμόδια για τα εργασιακά, που αθέτησε την υπόσχεσή της. Μένει η απορία, σε ποια πρώην Υπουργό μπορεί να απευθύνθηκε ο Κουν το 1969, δεδομένου ότι στην τελευταία προδικτατορική κυβέρνηση δεν συμμετείχε καμιά γυναίκα. Όπως και να έχει, στο σκαμνί βρέθηκε ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Θεάτρου Τέχνης, με την κατηγορία ότι διατηρούσε “διπλά βιβλία”.
Δεκαεπτά συν μια ιστορίες έχει συγκεντρώσει ο Μελάς, τις οποίες και παρατάσσει, εκτός αυτής της μιας, κατά χρονολογική σειρά. Η μοναδική άχρονη ιστορία τιτλοφορείται «Η διαδικασία της δημιουργίας» και περιγράφει, από την οπτική γωνία ενός παρατηρητή, τι σήμαινε μια πρόβα, όταν την μπαγκέτα την κρατούσε ο Κουν. Με διευθυντή ορχήστρας τον είχε παρομοιάσει ο συνθέτης Γιάννης Χρήστου. Και εκείνος κάτι ήξερε, αφού τον είχε παρακολουθήσει σε τρεις από τις σημαντικότερες παραστάσεις του. Μέσα στην δεκαετία του ’60, ο Χρήστου είχε γράψει τη μουσική για τους «Πέρσες», τους «Βάτραχους» και το κύκνειο άσμα του, τον ηλεκτρονικό «Οιδίποδα», που ανέβηκε τον Μάϊο του 1969. Στις 8 Ιανουαρίου 1970, τη νύχτα των γενεθλίων του, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα. Στο κείμενό του, ο Μελάς δεν αναφέρεται σε μια πρόβα σε ανοικτό χώρο ή σε ένα οποιοδήποτε θέατρο, αλλά στο Υπόγειο. Σε εκείνο τον περιορισμένο υπόγειο χώρο, στον οποίο απαγορεύονταν οι θεατές, πλην των πολύ οικείων του Κουν, όπως ήταν ο ίδιος ο Μελάς. Γιατί η πρόβα για τον Κουν ήταν μέρος της δημιουργικής διαδικασίας. Εκνευριζόταν, φώναζε, ξεσπούσε, με ένα λόγο, “φλεγόταν”.
Ο Μελάς παραθέτει μια ιστορία κατ’ έτος, ξεκινώντας από το 1959. Κάποια χρόνια τα προσπερνάει, ενώ το 1969 καταχωρεί δυο ιστορίες και τον τελευταίο χρόνο, το 1987, τρεις. Ο Κουν πέθανε στις 14 Φεβρουαρίου 1987. Είναι μια ωραία σύμπτωση, ο εραστής του θεάτρου να πεθαίνει την ημέρα, που έχουμε υιοθετήσει ως ημέρα των ερωτευμένων. Ο Κουν είχε ορίσει εκτελεστή της διαθήκης, που είχε συντάξει στις 27 Οκτωβρίου 1986, τον Μελά. Ήταν το 1977, στη διάρκεια περιοδείας, συγκεκριμένα στην Στοκχόλμη, στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, όπου είχε βρεθεί κλινήρης, την παραμονή της παράστασης, που του έκανε για πρώτη φορά λόγο για την σύνταξη διαθήκης. Σαν διαδόχους του έβλεπε τον Δημήτρη Χατζημάρκο και τον Γιώργο Λαζάνη. Μόνο που ο πρώτος απεβίωσε τον επόμενο χρόνο, στα 59 του, και η διαθήκη χρειάστηκε πολλές συζητήσεις και σχέδια επί σχεδίων για να πάρει την τελική ολιγόλογη μορφή της. Το ιστορικό της δημοσίευσης της διαθήκης είναι μια από τις τρεις ιστορίες του 1987. Παρατάσσεται μετά εκείνη του θανάτου του και πριν από την καταληκτική ιστορία για το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε, «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη, και του οποίου η πρεμιέρα συνέπεσε με την ημέρα του θανάτου του. Το ιστορικό εικονογραφείται με το τεκμήριο της ιδιόγραφης διαθήκης. Όπως εξηγεί ο Μελάς, η δημοσίευση μιας ιδιόγραφης διαθήκης γίνεται στο Πρωτοδικείο με ένα ή δυο μάρτυρες και συνιστά μια ολιγόλεπτη διαδικασία. Του Κουν, ωστόσο, έγινε στις 20 Φεβρουαρίου, απρογραμμάτιστα και αυθόρμητα προ ενός πυκνού ακροατηρίου, το οποίο, κατά απαίτηση του νεαρού τότε δικαστή και σήμερα αρεοπαγίτη Ελευθέριου Νικολόπουλου, στάθηκε όρθιο και τήρησε απόλυτη σιγή. Έτυχε να είναι και ο δικαστής ένας από τους θαυμαστές του. Γιατί ο Κουν ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα μυθικό πρόσωπο.
Η Ελλάδα μπορεί να υπερηφανεύεται για το θέατρο της. Ευτύχησε σε μεγάλους σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Ωστόσο, η πορεία του Κουν στάθηκε θρυλική και ως εξαιρετέα του κανόνα που συνδέει τους μεγάλους σκηνοθέτες με τα κρατικά θέατρα. Γενικώς, εξαιρετέα πολλών κανόνων, δεδομένου ότι πρόκειται για έναν αυτοδίδακτο, με επίσημη φοίτηση, ένα εξάμηνο αισθητικής στη Σορβόννη. Στάθηκε ένας μοναδικός καθηγητής αγγλικών του Κολλεγίου Αθηνών, που έφτιαξε μαθητικό θίασο και ανέβασε τα πρώτα έργα στο πλαίσιο της διδασκαλίας. Αυτό, πριν 82 χρόνια, Ιανουάριο 1930. Το 1942, δημιούργησε το Θέατρο Τέχνης και τη Σχολή του, με έδρα για την προετοιμασία των παραστάσεων ένα δωμάτιο στην αυλή ενός διώροφου, σήμερα σωζόμενου, επί της οδού Ζωοδόχου Πηγής 9. Μέχρι το 1954, τις παραστάσεις τις έδινε σε διάφορα θέατρα που του παραχωρούσαν. Με το Υπόγειο, το 1954, η πορεία του ομαλοποιείται και σαν να πλησιάζει τον θεατρικό κανόνα. Εδώ, ας σημειωθεί, ότι πρόκειται για το πρώτο κλειστό θέατρο στην Ελλάδα που υιοθετεί κυκλική σκηνή.
Το πρώτο ελληνικό έργο, που ανέβασε ο Κουν το τρίτο έτος του Κολλεγίου, Μάϊο 1932, ήταν οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα και ηθοποιούς μαθητές της τρίτης τάξης. Αν ήθελε κανείς να συγκρατήσει ένα μόνο έργο από όσα ανέβασε, αυτό θα ήταν οι «Όρνιθες». Για πολλούς λόγους, το πόσο τον απασχόλησαν, την μεγάλη επιτυχία ορισμένων παραστάσεων αλλά και το θόρυβο που προκάλεσαν κάποιες άλλες. Γι’ αυτό και ο Μελάς αφιερώνει στο έργο πέντε ιστορίες, που ξεκινούν με το τρίτο του ανέβασμα, στις 29 Αυγούστου 1959, που είναι και το πρώτο επίσημο, στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Είκοσι χρόνια νωρίτερα, Ιανουάριο 1939, με τις «Όρνιθες», ο Κουν αποχαιρέτησε το Κολλέγιο.
Η πρώτη ιστορία του Μελά περιγράφει «Εκείνη την ατελείωτη νύχτα στη Φωκίωνος Νέγρη...», μετά την παράσταση στο Ηρώδειο. Πέντε χιλιάδες θεατές είχαν παρακολουθήσει την παράσταση, χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα, εκείνους που επευφημούσαν και τους άλλους που σφύριζαν. Ο πρώτος που είχε φωνάξει «Αίσχος», ήταν ο ζωγράφος Γιώργος Μαυροΐδης. Τόσο θόρυβο είχε προκαλέσει εκείνο το «Αίσχος», που, 44 χρόνια αργότερα, όταν πέθανε στα 91 του, μνημονεύθηκε στις νεκρολογίες του. Η δεύτερη ιστορία εκκινεί με την απαγόρευση της παράστασης για προσβολή του θρησκευτικού αισθήματος των Ελλήνων αλλά και του αρχαίου πνεύματος και αφηγείται την «Εκκόλαψη των νέων Ορνίθων». Το πείσμα του Κουν, τις σημαντικές βελτιώσεις που επέφερε, αλλά και την ευφυή ιδέα του να εκμεταλλευθεί το σύμπλεγμα των συμπατριωτών του απέναντι στους Γάλλους, ανεβάζοντας τις νέες «Όρνιθες» πρώτα στο Παρίσι και μετά στην Αθήνα. Η τρίτη ιστορία είναι, ακριβώς, για την παράσταση στο Θέατρο Σάρα Μπερνάρ, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ του Θεάτρου των Εθνών, 2-4 Ιουλίου 1962. Ο Μελάς κατορθώνει να μεταγγίσει όλη τη συγκίνηση εκείνης της σημαντικής παράστασης του Ελληνικού Θεάτρου. Μια ακόμη ιστορία γράφεται για τις «Όρνιθες» το καλοκαίρι του 1964, με αφορμή την ξαφνική ιδέα του Μάνου Χατζιδάκι να αποσύρει τη μουσική του και μάλιστα, τις παραμονές ενός νέου ανεβάσματος. Η τελευταία σχετική ιστορία, το 1976, εμπλέκει τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, που, το 1959, ως Υπουργός Προεδρίας είχε μεν απαγορεύσει τις «Όρνιθες», αλλά, χάρις στο πενάκι του Φωκίωνα Δημητριάδη, το πλήρωσε ακριβά.
Ο Μελάς αφηγείται με χιούμορ τις αναμνήσεις του. Χωρίς να μακρηγορεί, μεταφέρει την ατμόσφαιρα και σκιαγραφεί τον άνθρωπο Κουν. Έτσι αναδύεται ένας τελειομανής, που αισθανόταν καθαρόαιμος κληρονόμος του αρχαίου ελληνικού δράματος, γιατί ζούσε στην ίδια χώρα με τους Αρχαίους και από το ίδιο αυτό φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον αντλούσε την έμπνευσή του. Σε σχέση με άλλους ανθρώπους του ελληνικού θεάτρου, η πιο ουσιαστική διαφορά του Κουν, πέραν των επιμέρους διαφορών, εντοπίζεται στο ότι εκείνος μοίραζε εξίσου το ενδιαφέρον του ανάμεσα στο κλασικό και το σύγχρονο δραματολόγιο.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 26/2/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου