Ποια είναι η τύχη του Ιωάννη Γρυπάρη εβδομήντα στρογγυλά χρόνια μετά τον θάνατό του; Στις 11 Μαρτίου 1942, στις 4 το πρωί, σύμφωνα με την εκ των υστέρων ιατρική βεβαίωση, άφησε, κατά το κοινώς λεγόμενο, την τελευταία του πνοή στο σπίτι του, στην Καλλιθέα. Δεν μνημονεύτηκε το 1992, κατά την πεντηκονταετηρίδα του, ούτε δέκα χρόνια αργότερα, στη συμπλήρωση εξήντα χρόνων. Το τελευταίο αφιέρωμα έγινε το 1952. Ποιος, λοιπόν, ο λόγος να τον θυμηθούμε εφέτος;
Διατηρητέο αλλά καταρρέον
Κατά μια άποψη, η τύχη του προσομοιάζει με εκείνη της οικίας του, που έχει μεν χαρακτηριστεί διατηρητέα, αλλά καταρρέει. Μόνο που η δική της κακοδαιμονία δεν οφείλεται στην ανυπαρξία ενδιαφέροντος, αλλά στην ύπαρξη δυο ενδιαφερόμενων φορέων, που αδυνατούν να συμφωνήσουν. Ο ένας είναι ο Δήμος Καλλιθέας, που έχει μεγαλεπήβολα σχέδια. Προτείνει να την διαμορφώσει σε Κέντρο Αρχαίας Ελληνικής Γραμματολογίας. Δεν θα είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά, που θα χρησιμοποιήσει την οικία Γρυπάρη. Σε αυτήν, το 1955, είχε στεγαστεί η νεότευκτη τότε Δημοτική Βιβλιοθήκη Καλλιθέας, με μαγιά την Βιβλιοθήκη του Γρυπάρη, εξ ου και Γρυπάρειος Βιβλιοθήκη. Η οικία, ωστόσο, εγκαταλείφθηκε, όταν η Βιβλιοθήκη μεταστεγάστηκε σε ιδιόκτητο κτίριο. Αργότερα, δεκαετία του ’80, είχε καταβληθεί μια δεύτερη προσπάθεια, μέχρι και εγκαίνια Μουσείου Γρυπάρη είχαν γίνει, χωρίς συνέχεια. Όλα αυτά με τη σύμφωνη γνώμη του άλλου φορέα, που είναι η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, στην οποία και ανήκει κληρονομικά η οικία Γρυπάρη. Τα τελευταία χρόνια, ο Δήμος επανήλθε. Μόνο που αυτή τη φορά, για να αντιμετωπίσει το οικονομικό βάρος της αναστήλωσης και της διαμόρφωσης Κέντρου, ζητά να του παραχωρηθεί η χρήση της για σαράντα χρόνια. Αίτημα, που η Εταιρεία βρίσκει υπερβολικό. Από την πλευρά της, ωστόσο, δεν μπορεί να εξασφαλίσει πόρους για την αναστήλωση της οικίας. Το ΥΠ.ΠΟ. δεν βοηθάει, παρόλο που το αίτημα έγινε σε εποχή παχιών αγελάδων. Γενικώς, η αναστήλωση κτιρίων δεν είναι στις προτεραιότητές του, πλην όσων προορίζονται για εμπορικά κέντρα. Προσώρας, ό,τι σώζεται από την Βιβλιοθήκη Γρυπάρη, μαζί με χειρόγραφα του ποιητή, φαίνεται ότι βρίσκεται αποθηκευμένο σε κούτες και μοιρασμένο στον Δήμο και την Εταιρεία.
Το 1942, ο πρόεδρος της Εταιρείας Μιχάλης Αργυρόπουλος δήλωνε συγκινημένος από την δωρεά Γρυπάρη, θυμίζοντας ότι “το πρώτο αγκωνάρι”, για το Αρχείο της το είχε βάλλει ο Αλέξανδρος Πάλλης. Τότε, η Εταιρεία διαβεβαίωνε, ότι θα διατρανώσει την ευγνωμοσύνη της. Όπως άλλωστε και ο Δήμος, του οποίου δημότες και μόνιμοι κάτοικοι ήταν ο Γρυπάρης και η σύζυγός του Ειρήνη Ιγγλέση-Γρυπάρη από τον Σεπτέμβριο του 1929, όταν αγόρασαν το σπίτι στην τότε οδό Αμαζόνων. Βεβαίως, αυτός είναι ο κανόνας για κληρονομιές και κληροδοτήματα γενικώς αλλά και ειδικώς των λογοτεχνών. Όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, όταν υπάρχουν σύζυγοι, τα πλήρη ιδιοκτησιακά δικαιώματα πέρασαν στον ευεργετούμενο φορέα μετά το θάνατο και της συζύγου, η οποία με τη διαθήκη της υπάκουσε στη βούληση του αποθανόντος. Η σύζυγος Γρυπάρη πέθανε δέκα χρόνια αργότερα, στις 29 Απριλίου 1952. Πάντως, σε όλες γενικώς τις περιπτώσεις, επιδεικνύεται ο πρέπων σεβασμός στους αποθανόντες, ανέξοδα, δια της μετονομασίας της οδού, στην οποία κατοικούσαν. Σήμερα, η οικία Γρυπάρη βρίσκεται επί της οδού Ιωάννη Γρυπάρη, όπως, λ.χ., η οικία Σινόπουλου επί της οδού Τάκη Σινόπουλου. Ειδικά, στη μετονομασία σε Γρυπάρη θα πρέπει να επιδείχθηκε ιδιαίτερη προθυμία, καθώς η παλαιότερη Αμαζόνων είχε ενδιαμέσως μετονομαστεί σε Ιωάννου Μεταξά.
Δυο σιφνιοί ποιητές, ο εξής ένας
Παραπλήσια στάθηκε η τύχη του Γρυπάρη και στον γενέθλιο τόπο του, την Σίφνο. Το νησί των ποιητών, του Αριστομένη Προβελέγγιου και του Ιωάννη Γρυπάρη, όπως γλαφυρά έγραφε ο Ηλίας Βενέζης, το 1960, που συμπληρώνονταν 90 χρόνια από την γέννηση του Γρυπάρη. Είδε το φως στις 17 του Γιαλινού 1870, στο πατρογονικό σπίτι των Γρυπάριδων, στον Αρτεμώνα της Σίφνου. Αν και κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, θα γεννιόταν στην Πόλη, όπου ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν ο σιφνιός δάσκαλος Νικόλαος Γρυπάρης και η επίσης Σιφνιά, Ελένη Κολοράκη, το γένος Φραγκουλιάδη. Ας όψεται, όμως, η πυρκαγιά, που κατέστρεψε το σπίτι τους και απείλησε τη ζωή της εγκύου, η οποία και τους έφερε άρον άρον στην γενέτειρα. Παρά την ατυχία, τρία χρόνια αργότερα η οικογένεια επέστρεψε στην Πόλη. Εκεί μεγάλωσε και έμαθε γράμματα ο Γρυπάρης, μέχρι τα δέκα οκτώ, που γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Ο Γιάννης Αρτεμωνιάτης έμεινε ψευδώνυμο της ποιητικής συλλογής, που έστειλε στον Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό του 1892.
Το άρθρο του Βενέζη αναδημοσιεύεται σε πρόσφατο λεύκωμα για την Σίφνο, όπου την πρώτη θέση διατηρεί ο πρεσβύτερος ποιητής, ο συνομήλικος του Παλαμά, Προβελέγγιος. Αλλά και στο γενέθλιο νησί τους, η δική του παρουσία είναι η κυρίαρχη. Σε περίοπτη θέση, στα Εξάμπελα, βρίσκεται το σπίτι του Προβελέγγιου. Λειτουργεί ως μουσείο, από κοινού με τον εγγονό του, τον ποιητή Γιώργο Λίκο. Παραδίπλα, στην αυλή του Λυκείου Σίφνου, είναι η προτομή του, έργο του φίλου του Γιαννούλη Χαλεπά. Στην ΝΑ πλευρά του νησιού, στην περιώνυμη Μονή της Χρυσοπηγής, υπάρχει ως μουσειακός χώρος ένα δικό του κελί, όπου σε απομόνωση επιδιδόταν στη συγγραφή. Επίσης, σκόρπια στο νησί συναντά κανείς τα παρεκκλήσια της οικογένειας Προβελέγγιου, με εντοιχισμένες πλάκες να θυμίζουν ιδιοκτήτες και δωρητές. Ως αντιστάθμισμα, στις παρυφές της κατοικημένης περιοχής του Αρτεμώνα, μια εντοιχισμένη πλάκα σε ένα ανώγι θυμίζει ότι εκεί γεννήθηκε ο Γρυπάρης. Καταδικασμένος σε μεγαλύτερη αφάνεια βρίσκεται ένας τρίτος Σιφνιός, ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος, γνωστός ως Ραμπαγάς. Όπως και στου Γρυπάρη, μια εντοιχισμένη πλάκα σε σπίτι της Απολλωνίας θυμίζει την ύπαρξή του, αλλά ως πρόσωπο έχει περιπέσει σε πλήρη λήθη.
Εντίμως ανθολογημένος,
αλλά ελάσσων
Αυτά, όσο αφορά τη μνήμη που κρατούν οι τόποι. Από μια διαφορετική άποψη, η τύχη του Γρυπάρη προσομοιάζει και με εκείνη της παρουσίας του στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σύμφωνα με την αποδελτίωση κοντά 120 ετών (1884-2001) από τον Λάμπρο Βαρελά, ο Γρυπάρης πρωτοεμφανίζεται το 1916, με ένα ποίημα, το «Ύπνος», στην Νεοελληνική Ανθολογία για την τρίτη και την τέταρτη τάξη του γυμνασίου των εκδόσεων Σιδέρη. Στη δεκαετία του ’30, η παρουσία του φθάνει στην κορύφωσή της, με δέκα ποιήματα, για να καταλήξει το 2001 και πάλι με ένα ποίημα. Αυτή τη φορά, στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της πρώτης Λυκείου, ανθολογείται το ποίημα «Εστιάδες». Αναμφιβόλως, αυτή η τελευταία επιλογή, σε σχέση με εκείνη του 1916, δείχνει τις μεγαλύτερες απαιτήσεις της σημερινής εκπαίδευσης, τουλάχιστον όσο αφορά την κατάρτιση των σχολικών εγχειριδίων. Το ποίημα «Εστιάδες» έχει αλληγορικό φορτίο και όπως δείχνουν οι διορθώσεις του χειρογράφου, δουλεύτηκε πολύ. Κατά τα άλλα, στα σχολικά βιβλία αλλά και γενικότερα, ο Γρυπάρης έχει την ίδια τύχη με τους λοιπούς χαρακτηριζόμενους ως ελάσσονες της Αθηναϊκής Σχολής. Αν και κατά τον Τέλλο Άγρα, ομότεχνό τους αλλά και κριτικό τους, “Nihil minor in litteris”.
Το ερώτημα, όμως, είναι η τύχη που του επιφύλαξαν οι ομότεχνοί του στα μεταγενέστερα χρόνια. Κατά ένα νεότερο ποιητή, τον Διονύση Καψάλη, η νεοτερική ευαισθησία τον καταδίκασε, μαζί με τον Μαλακάση και άλλους παλαιότερους τεχνουργούς του έμμετρου λόγου, “να απολαμβάνουν τη διακριτική αιωνιότητα των εντίμως ανθολογημένων”. Καίτοι είναι αναγνωρισμένοι ως “κλασικοί του σύγχρονου λυρισμού”. Τον Γρυπάρη, ο Καψάλης τον αποκαλεί “μείζονα ποιητή”. Ωστόσο, αυτό το “εντίμως ανθολογημένοι”, περισσότερο ο χαρακτηρισμός του “μείζονος”, σηκώνει συζήτηση. Στην δίγλωσση ανθολογία των Peter Bien, Peter Constantine, Edmund Keeley και Karen Van Dyck «Greek Poetry 1900-2000», που εκδόθηκε το 2004, δεν ανθολογείται κανείς της γενιάς του Παλαμά, ούτε ο ίδιος ο Παλαμάς. Μόνο ο Καβάφης, μετά πλείστων όσων μεταγενέστερων, που θα εντάσσονταν, κατά παράβαση του θέσφατου του Άγρα, στους ελάσσονες. Στην εξάτομη Ανθολογία-Γραμματολογία των εκδόσεων Σοκόλη, η γενιά του 1880 ανθολογείται στον δεύτερο τόμο, που επιμελήθηκε ο Μ. Γ. Μερακλής. Μόνο που ο μελετητής έχει τις προτιμήσεις του και ο Γρυπάρης μάλλον δεν βρίσκεται ανάμεσά τους. Θεωρεί ότι το νέο, που κομίζει η ποίησή του, είναι “το φυλάκισμα του φλογερού, σεξουαλικού πάθους μέσα στα δεσμά του σχολαστικά φροντισμένου στίχου του, μαζί με τις σαφείς ενδείξεις μιας πικρής, ορφανεμένης από μεγάλες εκπλήξεις και εμπειρίες ζωής”.
Σε δυο νεότερες ανθολογίες της ελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα, των Κ. Γ. Παπαγεωργίου - Β. Χατζηβασιλείου (2007) και του Ε. Γαραντούδη (2008), όλη η γενιά είναι μεν “εντίμως ανθολογημένη”, αλλά, και πάλι, διαφέρουν οι ιεραρχήσεις και οι προτιμήσεις. Πάντως, ο Γρυπάρης, στη δεύτερη ανθολογία, καταχωρείται με τον ελάχιστο αριθμό των δυο ποιημάτων. Σε μια διαφορετικής διάθεσης ανθολογία, με τίτλο, «Η χαμηλή φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς», ο Μανόλης Αναγνωστάκης προτείνει την δική του ιεράρχηση, προτάσσοντας, με δέκα ποιήματα, τον Απόστολο Μελαχρινό και τοποθετώντας, αμέσως μετά, με εννέα ποιήματα, Γρυπάρη και Κωνσταντίνο Χατζόπουλο.
Του ενός και μοναδικού βιβλίου
Ένας ποιητής της νεότερης γενιάς, αυτής του Καψάλη, ο Ηλίας Λάγιος, αποκαλεί τον Γρυπάρη ελάσσονα και βάζει τα δυνατά του για να το αποδείξει. Γι’ αυτό ετοιμάζει, το 2002, μια τυποτεχνικά προσεγμένη έκδοση της μοναδικής του συλλογής «Σκαραβαίοι και Τερρακόττες», με εισαγωγή και επίμετρο. Η οπτική του Λάγιου συνοψίζεται στον εναρκτήριο παραλληλισμό Γρυπάρη-Γκάτσου, ως σημαντικών ποιητών του ενός και μοναδικού βιβλίου, και τη συμπληρωματική απόφανση ότι η «Αμοργός» είναι το μόνο βιβλίο που “θέλησε” ο Γκάτσος, έναντι του ενός που “μπόρεσε” ο Γρυπάρης. Καταιγιστικές είναι οι απορριπτικές παρατηρήσεις του, καθώς σχολιάζει εν προόδω τα ποιήματα. Όσο για την φροϋδικής εμπνεύσεως ανάλυση της συμπλεγματικής σχέσης του Γρυπάρη με την ποίηση του Παλαμά, δείχνει άκρως παρακινδυνευμένη, όπως, άλλωστε, όλες οι ερμηνείες αυτού του τύπου.
Ο Λάγιος δεν προχώρησε στις συνομιλίες της γενιάς του ’30, Γκάτσου, Εμπειρίκου ή ακόμη και Σεφέρη, με τον τεχνουργό πρόγονό τους. Ούτε “τη Μαντελένια τη γιόμορφη” σχολίασε, που είκοσι τόσα χρόνια αργότερα έδωσε την εμπειρίκια «Μανταλένια», παρότι, κατ’ εξαίρεση χαρακτηρίζει αριστούργημα το ποίημα της Μαντελένιας, «Στον ήσκιο της καρυδιάς». Όπως και να έχει, σύμφωνα και με τον σχολιασμό στις Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, η τύχη του ποιητή Γρυπάρη ακόμη στον Μεσοπόλεμο ήταν καλή. Όπως καλή είναι ακόμη μέχρι σήμερα η τύχη του ως μεταφραστή των αρχαίων τραγικών. Επ’ ευκαιρία, υπενθυμίζουμε ότι οι αποδόσεις του στα νεοελληνικά, ιδίως στις τραγωδίες του Αισχύλου, λειτούργησαν στους μεταγενέστερους ως μεταφραστικά πρότυπα. Παρομοίως, ευτύχησε, τουλάχιστον τυποτεχνικά, στις εκδόσεις και επανεκδόσεις αυτού του ενός βιβλίου. Από τις πρώτες, του 1919 και του 1928, που φρόντισε ο ίδιος, μέχρι την έκδοση του 2002, των εκδόσεων Ίνδικτος. Μάλιστα, την πολυτελή έκδοση του 1928, με σχέδια της Πολυξένης Δημαρά, νοστιμεύτηκε ο Σεφέρης για τη δική του «Στέρνα», όπως δείχνουν οι επιστολικές οδηγίες, που δίνει το 1932, από το Λονδίνο, στον Κατσίμπαλη.
Παραδόξως, η απήχηση του Γρυπάρη δεν σταματά εδώ. Οι αμέσως κατοπινοί του νοστιμεύτηκαν και τις μορφικές του καινοτομίες. Εκτός από το ποίημα της Μαντελένιας, που έβαλε σε πειρασμό τον Εμπειρίκο, υπάρχει η μαρτυρία του Γιώργου Κοτζιούλα, πως ένας από τους πολύ γνωστούς ποιητές μας (γράφει το 1941) εκμεταλλεύθηκε υστερώτερα, συστηματικά και απαρατήρητα, τη μορφή ενός από τα καλύτερα ποιήματα του Γρυπάρη, το «Συναποθανούμενοι» Οπότε, το ερώτημα του τίτλου μας σηκώνει παραλλαγή. Ακόμη κι αν κανείς δεν τον θυμάται, μήπως θα άξιζε να διαβάσουμε το μόνο της ζωής του βιβλίο;
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 4/3/2012.
1 σχόλιο:
feΚυρία Θεοδοσοπούλου, ένας συνάδελφος το πουλά 30 Ευρώ. Δεν κράτησα το τηλέφωνό σας, γι' αυτό σας γράφω.
Ονομάζεται Γιώργος Ζούκας και το τηλέφωνό του είναι: 6939613081.
Εύη - Βιβλιοθήρας
Δημοσίευση σχολίου