Τεύκρος Μιχαηλίδης
«Τα τέσσερα χρώματα
του καλοκαιριού»
Εκδόσεις Πόλις
Οκτώβριος 2011
Ο γερμανός μαθηματικός Ντέϊβιντ Χίλμπερτ.
Αυτή τη φορά, ο Τεύκρος Μιχαηλίδης δεν γράφει ένα αστυνομικό μαθηματικό μυθιστόρημα, αλλά ένα ερωτικό μαθηματικό μυθιστόρημα. Αντίστοιχα, τα θεματικά υλικά που χρησιμοποιεί δεν είναι ένα ή περισσότερα εγκλήματα αλλά περισσότερες της μιας, συγκεκριμένα τρεις, ερωτικές ιστορίες, ενώ παραμένει σταθερός, κάτι σαν ακρογωνιαίος λίθος, ο μαθηματικός γρίφος. Όπως σταθερό παραμένει και το επάγγελμα του ήρωα. Είναι και πάλι ένας μαθηματικός. Μόνο που εδώ δεν πρόκειται για έναν παθιασμένο, που έχει αναγάγει την επιστήμη του σε κέντρο του κόσμου. Ο καινούριος ήρωας, στο μόνο που ήλπιζε, όταν τελείωσε το Πανεπιστήμιο, ήταν μια σταθερή δουλειά. Αν βρέθηκε να ασχολείται μετά μανίας με ένα από τα άλυτα προβλήματα των Μαθηματικών, ας όψεται ο έρωτας και δη, κεραυνοβόλος. Κατά τα άλλα, ένας παρόμοιος έρωτας θα μπορούσε να φουντώσει οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Όμως ο συγγραφέας έχει δείξει ότι συνδυάζει το ενδιαφέρον του για τα Μαθηματικά με εκείνο για την Ιστορία, γενικώς και ειδικότερα, για την Ιστορία της επιστήμης του, των Μαθηματικών. Γι’ αυτό και επιλέγει αντίστοιχα τον τόπο και τον χρόνο ή, ακριβέστερα, τους τόπους και τους χρόνους, αφού, και πάλι, δεν αρκείται σε ένα επίπεδο, αλλά μοιράζει την ιστορία του σε τρεις γενιές. Αυτή του μαθηματικού και της αγαπημένης του και εκείνες, της μητέρας και της γιαγιάς της, που η καθεμιά τους ζει έναν μεγάλο έρωτα.
Εύστοχος είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος, καθώς κατορθώνει να δώσει ποιητική χροιά στην ονομασία του μαθηματικού προβλήματος. Για όσους, βεβαίως, γνωρίζουν ότι υπάρχει πρόβλημα μαθηματικών με μια ονομασία όπως “τα τέσσερα χρώματα”, που, κατ’ εξαίρεση, δεν ανακατώνει ονόματα μαθηματικών και επιστημονικούς όρους. Με τον τίτλο, όμως, καθορίζεται η εποχή του έτους, στην οποία τοποθετείται το παρόν της αφήγησης. Είναι η περίοδος του καλοκαιριού, που θεωρείται ως η πλέον κατάλληλη για να φουντώσει ένας έρωτας. Γι’ αυτό, όμως, χρειάζεται και ένας προσφυής τόπος. Οπότε, οι επιλογές αποκλίνουν προς τη νησιωτική Ελλάδα, άντε το πολύ, και προς κάποια παραθαλάσσια περιοχή της ηπειρωτικής. Από αυτό το ενδεικνυόμενο για το ερωτικό του μυθιστόρημα γεωγραφικό σύνολο, ο Μιχαηλίδης επιλέγει τη Σέριφο. Σε αυτήν την προτίμηση, δεν φαίνεται να συντείνουν λόγοι προσωπικοί και συναισθηματικοί, όπως συμβαίνει με άλλους νεότερους μυθιστοριογράφους, χωρίς, βεβαίως, και να αποκλείονται παρόμοια κίνητρα. Λ.χ., ουδόλως υστερεί ο τρόπος που περιγράφει τη Σέριφο από εκείνον της Αμάντας Μιχαλοπούλου, όταν αναφέρεται στην Αστυπάλαια, που έχει εξομολογηθεί ότι είναι ο αγαπημένος της τόπος διακοπών. Μόνο που το καθοριστικό στοιχείο για την προτίμηση του Μιχαηλίδη είναι η ιστορία του νησιού, την οποία και εκμεταλλεύεται κατά το στήσιμο του μύθου. Τον ενδιαφέρει η άλλοτε ποτέ Σέριφος, που ζούσε από τα μεταλλεία. Την παρουσιάζει και ως αντίποδα στη Σέριφο μετά το 1964, όταν κλείνουν οριστικά τα μεταλλεία και επικρατεί εγκατάλειψη. Τότε, μεσούσης της Δικτατορίας, τοποθετείται το παρόν της αφήγησης, ενώ, το τελευταίο κεφάλαιο, σε αντίστιξη, περιγράφει τη Σερίφο στα μέσα της δεκαετίας του ’80, που αρχίζει να ζει την τουριστική άνοιξη.
Για την παλαιά Σέριφο, ο συγγραφέας δεν ανατρέχει στο νησί των μυθολογικών και αρχαίων χρόνων, ούτε στην πρώτη Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία επί Ανδρέα Συγγρού ή στην εποχή της γαλλικής μεταλλευτικής εταιρείας του Λαυρίου, αλλά όταν την διοίκηση της αρχικά ελληνογαλλικών συμφερόντων «Σέριφο-Σπηλιαλέζα» είχε αναλάβει η γερμανική οικογένεια των Γκρόμαν. Και συγκεκριμένα, ο γιός του πρώτου διευθυντή, του Αιμίλιου, ο Γεώργιος Γκρόμαν, που είχε εφαρμόσει πρόγραμμα μέγιστης εκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού, το οποίο και οδήγησε, τον Ιούνιο του 1916, στην ίδρυση του Σωματείου Μεταλλευτών Σερίφου. Αυτό ήταν που οργάνωσε τις εργατικές διεκδικήσεις και την απεργία της 7ης Αυγούστου, που εξελίχθηκε σε εξέγερση και κατάληψη της εξουσίας στο νησί από τους μεταλλωρύχους για ένα δεκαπενθήμερο, με αποτέλεσμα, στις 21 Αυγούστου, να σταλθεί επί τόπου απόσπασμα Χωροφυλακής. Τα της απεργίας της Σερίφου, ήτοι “την αφήγηση των αιματηρών σκηνών της 21ης Αυγούστου 1916 εις τα μεταλλωρυχεία του Μεγάλου Λειβαδίου της Σερίφου”, έγραψε στη φυλακή της Σύρου ο πρωτεργάτης του ξεσηκωμού των εργατών, Κωνσταντίνος Σπέρας. Το βιβλίο του πρωτοεκδόθηκε το 1919 και επανεκδόθηκε προ δεκαετίας.
Βίος και πολιτεία ήταν αυτός ο Σπέρας. Τον συναντούμε, δυο χρόνια νωρίτερα, στις απεργίες των καπνεργατών της Καβάλας, και τέσσερα χρόνια αργότερα, στο δεύτερο συνέδριο της ΓΣΕΕ στην Αθήνα, να ηγείται της αντίπαλης προς το ΚΚΕ και μειοψηφούσας τάσης. Σεριφιώτης, αναρχοσυνδικαλιστής, από τα ιδρυτικά μέλη του ΕΚΑ και της ΓΣΕΕ, είχε ένα άδοξο και ακόμη μέχρι σήμερα θολό, όσον αφορά τους υπαιτίους, τέλος. Οποιοσδήποτε άλλος μυθιστοριογράφος θα εκμεταλλευόταν έναν παρόμοιο χαρακτήρα, τόσο πρόσφορο ακόμη και για διακειμενικές παρεκβάσεις. Μπορεί να έστηνε, λ.χ., μια μυθοπλαστική συνομιλία με τα πεζά του Π. Χ. Μάρκογλου, όπου πρωταγωνιστούν οι καπνεργάτες της Καβάλας και γίνονται αναδρομές στα χρόνια που πέρασε από εκεί ο Σπέρας. Ή, ακόμη, με ένα πραγματικό πρόσωπο, όπως ο Κωστής Μπαστιάς, που, τον Αύγουστο του 1918, στη Σύρο ίδρυσε με τον Σπέρα τον Μορφωτικό Εργατικό Όμιλο. Τότε, ο Μπαστιάς ήταν μόλις 17 και ο Σπέρας, αν δεν σφάλλουμε, 25, γεννημένος το 1893 και όχι το 1883. Του Μιχαηλίδη, όμως, δεν του αρέσουν, τουλάχιστον προς το παρόν, παρόμοια αφηγηματικά παιχνίδια. Προτάσσει την συνεκτική δομή της ιστορίας του, χωρίς να στρεβλώνει για τις ανάγκες της τα ιστορικά δεδομένα, ούτε να κάνει κατάχρηση στην εκμετάλλευσή τους.
Πλάθει έναν ήρωα, συνομήλικο του Σπέρα, γάλλο μηχανικό ορυχείων, ο οποίος θα ζήσει από κοντά τα αιματηρά γεγονότα και θα γράψει γι’ αυτά στο ημερολόγιό του. Όπως θα γράψει και για τον έρωτά του με μια νησιώτισσα, αλλά και τις μάχες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις οποίες θα εμπλακεί, επιστρέφοντας στην πατρίδα του. Αυτό είναι το ιστορικό βάθος πεδίου, που εξασφαλίζει η επιλογή του τόπου, και το οποίο δένεται με την ιστορία της γιαγιάς. Μετά έρχεται το δεύτερο χρονικό επίπεδο, ο έρωτας της μητέρας για έναν γερμανό μαθηματικό, που συνεχίζει την περιδιάβαση στην ευρωπαϊκή Ιστορία, αλλά ταυτόχρονα εξασφαλίζει και το μαθηματικό σκέλος του μυθιστορήματος. Αυτό το τελευταίο περιορίζεται από το αίτημα να υπάρχει σασπένς, άρα γρίφος, που σημαίνει ότι η υπόθεση θα πρέπει να επικεντρωθεί και πάλι σε ένα από τα άλυτα προβλήματα των Μαθηματικών. Μόνο που στο καινούριό του βιβλίο, ο Μιχαηλίδης, όπως ο κάθε ιστορημένος επιστήμονας που βρίσκεται αντιμέτωπος με τις τεχνολογικές εξελίξεις, δείχνει επιπροσθέτως ότι έχει και φιλοσοφικές ανησυχίες. Γι’ αυτό και δεν διαλέγει ένα από τα 23 προβλήματα, που διατύπωσε ο διαπρεπής γερμανός μαθηματικός Ντέϊβιντ Χίλμπερτ στο δεύτερο Διεθνές Μαθηματικό Συνέδριο, Αύγουστο 1900. Άλλωστε, αυτά αποτέλεσαν προ εξαετίας τον πυρήνα του πρώτου μυθιστορήματός του, «Πυθαγόρεια εγκλήματα». Πάντως, για τον Χίλμπερτ προβλέπει ρόλο και στη δράση του νέου μυθιστορήματος. Αυτή τη φορά, εκμεταλλεύεται την ιδιότητά του ως διευθυντή του Μαθηματικού Ινστιτούτου του Γκέτινγκεν, όπου δίδαξε κοντά μισό αιώνα, από το 1895 μέχρι το θάνατό του, στις 14 Φεβρουαρίου 1943, υπό ναζιστικό πλέον καθεστώς σε ένα αποκαθαρμένο από τους Εβραίους και αντιστοίχως αποδυναμωμένο Γκέτινγκεν. Εκεί, τοποθετεί τον γερμανό ήρωά του, τον μαθηματικό. Ξεκινάει το μεταπτυχιακό του, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και είναι ο Χίλμπερτ εκείνος που τον ενθαρρύνει να επιλέξει ως θέμα της διατριβής του το πρόβλημα των τεσσάρων χρωμάτων, παρόλο που δεν καταχωρείται στα άλυτα προβλήματα του κυρίως κορμού των Μαθηματικών. Σήμερα θεωρείται πρόβλημα της τοπολογίας, την οποία αποκαλούν και “λαστιχένια γεωμετρία”, καθώς στηρίζεται στην γεωμετρική παραμόρφωση της υπό μελέτη οντότητας, μέχρι αυτή να συμπέσει με άλλη, ισοδύναμη όσο αφορά τις ιδιότητες που εξετάζονται. Αυτή, ακριβώς, είναι η μέθοδος, με την οποία έχουν προσπαθήσει να λύσουν και το συγκεκριμένο πρόβλημα. Μάλλον ακριβέστερα, λέγεται ότι αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα, που αντιμετώπισε η θεωρία των γραφημάτων. Θεωρία που αναδείχθηκε κατά το μεσοπόλεμο και πολύ βοήθησε την τοπολογία.
Μακράν, όμως, του Μιχαηλίδη οι επιστημονικοί όροι. Χωρίς να απλοποιεί στρεβλωτικά το μαθηματικό πρόβλημα, κατορθώνει να το περιγράψει κατά εύληπτο τρόπο και μάλιστα, χωρίς να δημιουργεί την εντύπωση πως διδάσκει αδύνατους στα μαθηματικά αναγνώστες. Ακόμη και τα γραφήματα, που είναι αναγκαία ώστε να δοθεί μια εικόνα του τρόπου, με τον οποίο οι μαθηματικοί προσπάθησαν να επιλύσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα και τα οποία παραθέτει, κατορθώνει να τα χωνέψει στην αφήγηση με διαφωτιστικούς διαλόγους. Το μυθιστόρημά του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τερπνό και ωφέλιμο, τόσο από ιστορική όσο και από μαθηματική σκοπιά. Ρίχνει μια ματιά στον 20ό αιώνα, εστιάζοντας στους δυο Πολέμους, σε δυο χώρες, τη ναζιστική Γερμανία και την κατεχόμενη Γαλλία. Ενώ σχολιάζει ένα φαινομενικά απλό πρόβλημα, του οποίου η πρώτη μαθηματική διατύπωση εντοπίζεται προ 160 ετών, σε επιστολή ενός μαθηματικού, καθηγητή στο Ιμπέριαλ Κόλλετζ του Λονδίνου, προς συνάδελφό του: Ποιος είναι ο ελάχιστος αριθμός διαφορετικών χρωμάτων, που απαιτούνται για να χωματίσουμε ένα χάρτη, με τον αυτονόητο περιορισμό διαφορετικές περιοχές να έχουν διαφορετικά χρώματα; Η εμπειρία των παλαιών χαρτογράφων έδινε την απάντηση. Τέσσερα χρώματα αρκούν. Άλλο όμως ο αντικειμενικός κόσμος και άλλο μια μαθηματική απόδειξη. Τον πρώτο που προσπάθησε να αποδείξει ότι αρκούν τέσσερα χρώματα, έναν φοιτητή του εν λόγω καθηγητή, τον ακολούθησαν πλείστοι όσοι επιφανείς μαθηματικοί, χωρίς να κατορθώσουν να προσκομίσουν μια απόδειξη. Ένας πρότεινε μια απόδειξη, η οποία έγινε αποδεκτή από την πανεπιστημιακή κοινότητα. Δέκα χρόνια, όμως, αργότερα ένας άλλος έδειξε ότι η απόδειξη ίσχυε για πέντε χρώματα, αλλά έμενε να αποδειχθεί για τέσσερα. Το κρίσιμο πέρασμα, για την επάρκεια τεσσάρων χρωμάτων, έγινε το 1976, αλλά με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή. Τότε, οι μεν ιδεαλιστές μαθηματικοί αρνήθηκαν μια παρόμοια απόδειξη ως μη αμιγώς μαθηματική, υπήρξαν, όμως, και ορισμένοι, που άρχισαν να προβληματίζονται για την φύση και την ουσία των Μαθηματικών.
Στο επίμετρο του μυθιστορήματος, σαν συνέχεια στον προβληματισμό του ήρωα, ο συγγραφέας σχολιάζει τις αλλαγές στις φιλοσοφικές βάσεις των Μαθηματικών, που έφερε αυτή η πρώτη πρόταση, η οποία αποδείχθηκε με την χρήση μηχανικών μέσων και όχι με το χαρτί, το μολύβι και τη μαθηματική φαντασία. Παραθέτει, μάλιστα, τις απόψεις του Τόμας Τιμόζκο περί ενός ευρύτερου ορισμού αυτού που αποκαλείται μαθηματική απόδειξη. Αυτά όσο αφορά το περιεχόμενο του μυθιστορήματος, που θα μπορούσε να απλωθεί στο διπλάσιο ή και το τριπλάσιο των σελίδων. Οι μυθιστοριογράφοι, όμως, που έρχονται από το χώρο των Μαθηματικών, δεν καταπιάνονται με μεγάλες συνθέσεις. Όσο αφορά τη μορφή, ο Μιχαηλίδης συμμερίζεται την τρέχουσα τάση προς κάποια εκζήτηση. Ποικίλλει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με τις ημερολογιακές σημειώσεις του Γάλλου και τις επιστολές του Γερμανού. Κατά τα άλλα, θα θλίψει ένα γυναικείο αναγνωστικό κοινό με το τραγικό φινάλε, που δίνει στις δύο ερωτικές ιστορίες. Το αποζημιώνει, πάντως, με το ειδυλλιακό χάπι εντ του μυθιστορήματος. Έστω κι αν οι μυθιστορηματικοί ήρωες δεν γνώρισαν τη δόξα του λύτη ενός άλυτου προβλήματος. Εσαεί άλυτο για τους σκεπτόμενους ιδεαλιστικά παραμένει το πρόβλημα των τεσσάρων χρωμάτων. Οι αναγνώστες μπορούν να πάρουν μολύβι και χαρτί. Ποτέ δεν ξέρεις.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 10/6/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου