Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Γύρω από έναν παραμελημένο



Ου­ρα­νία Πο­λυ­καν­δριώ­τη
«Η διά­πλα­ση των Ελλή­νων
Αρι­στο­τέ­λης Π. Κουρ­τί­δης
(1858-1928)»
Ινστι­τού­το Νε­ο­ελ­λη­νι­κών
Σπου­δών Ε.Ι.Ε.
Δε­κέμ­βριος 2011

«Κά­ρο­λος Δί­κε­νς»
Υστε­ρό­γρα­φο Διο­νύ­σης Κα­ψά­λης
Μ.Ι.Ε.Τ.
Δε­κέμ­βριος 2012

Για τα Χρι­στού­γεν­να, το ΜΙΕ­Τ, α­ντί ευ­χη­τή­ριας κάρ­τας, έ­χει κα­θιε­ρώ­σει την α­πο­στο­λή ε­νός βι­βλια­ρίου με πα­λαιά, συ­νή­θως, ά­γνω­στα κεί­με­να, που σχε­τί­ζο­νται με κά­ποια πτυ­χή της πνευ­μα­τι­κής ε­πι­και­ρό­τη­τας. Ήδη, αυ­τά τα βι­βλιά­ρια συ­γκρο­τούν αυ­τό­νο­μη εκ­δο­τι­κή σει­ρά, με τον τίτ­λο, «Αντί ευ­χών». Κα­θώς οι ε­πι­λο­γές κει­μέ­νων και προ­σώ­πων δεν α­κο­λου­θούν τις τρέ­χου­σες μό­δες, α­πο­τε­λούν, κα­τά κα­νό­να, ευ­χά­ρι­στη έκ­πλη­ξη. Ιδιαί­τε­ρα ε­κεί­να, στα ο­ποία α­να­σύ­ρο­νται λό­γιοι, σή­με­ρα πα­ρα­με­ρι­σμέ­νοι, πα­ρό­τι στά­θη­καν θε­με­λιω­τές δια­φο­ρε­τι­κών πλευ­ρών της νε­ο­ελ­λη­νι­κής υ­πό­στα­σης. Πα­ρά­δειγ­μα, ο “Χρο­νο­γρά­φος της Με­γά­λης Εκκλη­σίας, Μα­νουήλ Γε­δεώ­ν”, στον ο­ποίο εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­να δυο ευ­χη­τή­ρια βι­βλιά­ρια, του 2002 και του 2010. Ένα δεύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι ο με­ρι­κά χρό­νια μι­κρό­τε­ρός του, “λό­γιος και παι­δα­γω­γός”, Αρι­στο­τέ­λης Π. Κουρ­τί­δης, τον ο­ποίο πλα­γίως α­να­κα­λεί το βι­βλιά­ριο του 2012. Και αυ­τός Κων­στα­ντι­νου­πο­λί­της και α­πό­φοι­τος της Με­γά­λης του Γέ­νους Σχο­λής ό­πως ο Γε­δεών. Αμφό­τε­ροι χα­ρα­κτη­ρί­στη­καν άν­θρω­ποι συ­ντη­ρη­τι­κών ι­δεών και συ­να­κό­λου­θα, το έρ­γο τους κρί­θη­κε α­διά­φο­ρο για τους με­τα­γε­νέ­στε­ρους. 

Στον ειρ­μό του Δια­φω­τι­σμού

Για το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο βι­βλιά­ριο του 2012, ο Διο­νύ­σης Κα­ψά­λης ε­πέ­λε­ξε τον Κά­ρο­λο Ντί­κε­νς ε­πί τη λή­ξει του ε­πε­τεια­κού έ­τους για τα 200 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του. Τον συ­γκι­νεί και ως “ο­μο­τρά­πε­ζος”, του­λά­χι­στον στη δι­κή του καρ­διά, του Σαίξ­πη­ρ, κα­θώς οι ι­στο­ρίες του Ντί­κε­νς, α­γα­πη­μέ­να α­να­γνώ­σμα­τα της ε­φη­βείας του, δέ­νο­νται με τα σο­νέ­τα του Σαίξ­πη­ρ, προ­σφι­λές με­τα­φρα­στι­κό έρ­γο αλ­λο­τι­νών η­με­ρών, ό­ταν εί­χε την πο­λυ­τέ­λεια να α­σχο­λεί­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο με την ποίη­ση. Αντί χρι­στου­γεν­νιά­τι­κου διη­γή­μα­τος, προ­τι­μή­θη­κε έ­να κεί­με­νο, ό­που α­νι­στο­ρού­νται τα παι­δι­κά και νε­α­νι­κά χρό­νια του Ντί­κε­νς. Κυ­ρίως, η σκλη­ρή δο­κι­μα­σία που πέ­ρα­σε στα δώ­δε­κα, ό­ταν φυ­λα­κί­στη­κε για χρέη ο πα­τέ­ρας του και ε­κεί­νος α­να­γκά­στη­κε να δου­λέ­ψει σε ερ­γο­στά­σιο. “Αυ­τή η ε­μπει­ρία με έ­κα­νε τον συγ­γρα­φέα που εί­μαι σή­με­ρα”, έ­γρα­φε σε έ­να αυ­το­βιο­γρα­φι­κό του ση­μείω­μα, που α­πο­τέ­λε­σε το έ­ναυ­σμα για το μυ­θι­στό­ρη­μα «Δα­βίδ Κόπ­περ­φηλ­ντ» αλ­λά και για την πρώ­τη βιο­γρα­φία του. Τρί­το­μη αυ­τή, την συ­νέ­τα­ξε ο συ­νο­μή­λι­κος φί­λος του, Τζων Φόρ­στερ. Την ξε­κί­νη­σε δυο χρό­νια με­τά το θά­να­τό του, το 1872, ό­ταν ο Ντί­κε­νς θα έ­κλει­νε τα ε­ξή­ντα, και μό­λις που πρό­λα­βε να την ο­λο­κλη­ρώ­σει, το 1874, δυο χρό­νια πριν το δι­κό του θά­να­το. Το κεί­με­νο του βι­βλια­ρίου συρ­ρά­πτει α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τα δυο πρώ­τα κε­φά­λαια της βιο­γρα­φίας, α­να­πλά­θο­ντάς τα και με τις α­να­γκαίες προ­σθή­κες, ώ­στε να πά­ρει τη μορ­φή σύ­ντο­μου βιο­γρα­φι­κού. Δη­μο­σιεύ­τη­κε σε δυο συ­νέ­χειες, 7 και 14 Ιουν. 1881, στο ε­βδο­μα­διαίο πε­ριο­δι­κό «Εστία». Ο συ­ντά­κτης του υ­πο­γρά­φει με τα αρ­χι­κά Α. Κ..
Στο υ­στε­ρό­γρα­φο του βι­βλια­ρίου, με τίτ­λο, «Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κος Ντί­κε­νς», ο Κα­ψά­λης ε­ξο­μο­λο­γεί­ται, πως τον εί­χε γο­η­τεύ­σει η υ­πό­θε­ση το αρ­κτι­κό­λε­ξο της υ­πο­γρα­φής να α­νή­κει στον Κουρ­τί­δη, που, στο ξε­κί­νη­μά του, εί­χε δη­μο­σιεύ­σει ποιή­μα­τα με το ψευ­δώ­νυ­μο Βολ­ταί­ρος. Έτσι, θα υ­πήρ­χε υ­πό­γεια σύν­δε­ση α­νά­με­σα στον Ντί­κε­νς και τον συγ­γρα­φέα του κει­μέ­νου, κα­θώς και οι δυο “θα ε­ναρ­μο­νί­ζο­νταν με τον βα­θύ­τε­ρο ειρ­μό του Δια­φω­τι­σμού”. Τον α­πο­γοή­τευ­σε, ό­μως, η αρ­νη­τι­κή ε­τυ­μη­γο­ρία των με­λε­τη­τών. Η Ου­ρα­νία Πο­λυ­καν­δριώ­τη, στην ερ­γο­γρα­φία του Κουρ­τί­δη, που α­πο­τε­λεί το τέ­ταρ­το και τε­λευ­ταίο μέ­ρος της με­λέ­της της, πα­ρό­λο που α­πο­δελ­τιώ­νει το πε­ριο­δι­κό «Εστία», δεν πε­ρι­λαμ­βά­νει το εν λό­γω δη­μο­σίευ­μα. Ως πρώ­το δη­μο­σίευ­μά του κα­τα­γρά­φει έ­να λί­γο με­τα­γε­νέ­στε­ρο με­τά­φρα­σμα, στο τεύ­χος της 26 Ιουλ. 1881, με την υ­πο­γρα­φή Α. Π. Κ.. Να θυ­μί­σου­με, ω­στό­σο, ό­τι, σε ε­κεί­νο το τεύ­χος, δη­μο­σιεύε­ται και το πρώ­το ποίη­μα στο πε­ριο­δι­κό του Δρο­σί­νη, ο ο­ποίος, στην αυ­το­βιο­γρα­φία του, τα «Σκόρ­πια φύλ­λα της ζωής μου», γρά­φει: “Τον Αρι­στο­τέ­λη Κουρ­τί­δη τον βρή­κα πριν α­πό μέ­να στην Εστία, με­τα­φρα­στή διη­γη­μά­των...” Άρα, υ­πήρ­χε προ­η­γού­με­νο δη­μο­σίευ­μα του Κουρ­τί­δη. Έρχε­ται, ό­μως, ο φι­λο­λο­γι­κός ε­πι­με­λη­τής της έκ­δο­σης, Γιάν­νης Πα­πα­κώ­στας, και ση­μειώ­νει ό­τι δεν μπό­ρε­σε να ε­ντο­πί­σει προ­γε­νέ­στε­ρη ε­πώ­νυ­μη συ­νερ­γα­σία του Κουρ­τί­δη, που ση­μαί­νει ό­τι ού­τε αυ­τός του α­πο­δί­δει τα αρ­χι­κά Α. Κ., τα ο­ποία εμ­φα­νί­ζο­νται για πρώ­τη φο­ρά στο δη­μο­σίευ­μα για τον Ντί­κε­νς, αλ­λά ε­πα­νέρ­χο­νται και σε κα­το­πι­νά τεύ­χη. Σύμ­φω­να, πά­ντως, με τον κα­τά­λο­γο συ­ντα­κτών του πε­ριο­δι­κού ε­κεί­νης της πε­ριό­δου, τα αρ­χι­κά δεν συμ­φω­νούν με το ό­νο­μα κα­νε­νός άλ­λου συ­νερ­γά­τη. Οπό­τε, εί­τε α­νή­κουν στον Κουρ­τί­δη εί­τε υ­πάρ­χει συ­ντά­κτης που δεν  χρη­σι­μο­ποίη­σε ο­λό­κλη­ρο το ό­νο­μά του σε κα­νέ­να δη­μο­σίευ­μα. 
Κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, ο λό­γος, που οι με­λε­τη­τές δεν α­πο­δί­δουν τα αρ­χι­κά στον Κουρ­τί­δη, εί­ναι η γλώσ­σα του πρω­τό­τυ­που. Σε ε­κεί­νη την πρώ­τη πε­ρίο­δο, αυ­τός με­τέ­φρα­ζε α­πο­κλει­στι­κά α­πό τα γαλ­λι­κά και το πρω­τό­τυ­πο ε­δώ φαί­νε­ται να εί­ναι αγ­γλι­κό. Ωστό­σο, η γαλ­λι­κή με­τά­φρα­ση της βιο­γρα­φίας του Ντί­κε­νς, αν δεν σφάλ­λου­με, α­κο­λού­θη­σε ε­ντός της ί­διας δε­κα­ε­τίας. Ύστε­ρα, στο ελ­λη­νι­κό κεί­με­νο υ­πάρ­χουν ί­χνη του πα­ρα­κα­μπτή­ριου, μέ­σω της γαλ­λι­κής, γλωσ­σι­κού διά­πλου. Θα α­πο­γο­η­τεύ­σου­με, ω­στό­σο, εν μέ­ρει τον Κα­ψά­λη ως προς το έ­τε­ρο ψευ­δώ­νυ­μο του Κουρ­τί­δη, το Βολ­ταί­ρος. Τα ποιή­μα­τα με την υ­πο­γρα­φή Βολ­ταί­ρος στην σα­τι­ρι­κή ε­φη­με­ρί­δα «Ρα­μπα­γάς» μπο­ρεί να εί­ναι δι­κά του, α­φού το δια­βε­βαιώ­νει ο Δρο­σί­νης, το ψευ­δώ­νυ­μο, ό­μως, θα πρέ­πει να ο­φεί­λε­ται στο δί­δυ­μο των εκ­δο­τών, τους ο­μή­λι­κους, εκ Κων­στα­ντι­νου­πό­λεως ερ­χό­με­νους, Κλεάν­θη Τρια­ντά­φυλ­λο και Βλά­ση Γα­βριη­λί­δη. Το πι­θα­νό­τε­ρο, στον πρώ­το, κα­θώς ο δεύ­τε­ρος, ό­ταν πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται στην ε­φη­με­ρί­δα το ψευ­δώ­νυ­μο, στις 27 Νο­εμ­βρίου 1879, ή­δη ε­τοί­μα­ζε την δι­κή του ε­φη­με­ρί­δα, το «Μη χά­νε­σαι», που κυ­κλο­φό­ρη­σε στις 14 Ιαν. 1880. Το ψευ­δώ­νυ­μο δεν το ε­μπνέει ο Βολ­ταί­ρος, αλ­λά το υ­πο­βάλ­λει η γαλ­λι­κή ε­φη­με­ρί­δα «Le Voltaire». Στην εν λό­γω γαλ­λι­κή ε­φη­με­ρί­δα και τον «Ρα­μπα­γά» δη­μο­σιευό­ταν ταυ­τό­χρο­να, με δια­φο­ρά ε­νός μη­νός στην εκ­κί­νη­ση, το μυ­θι­στό­ρη­μα του Ζο­λά «Να­νά». Με α­φορ­μή αυ­τό, δη­μο­σιεύ­τη­κε στην πρώ­τη άρ­θρο σχε­τι­κό με την τόλ­μη που χρεια­ζό­ταν μια πα­ρό­μοια δη­μο­σίευ­ση, το ο­ποίο με τις α­να­γκαίες τρο­πο­ποιή­σεις δη­μο­σιεύ­τη­κε και στον «Ρα­μπα­γά» με την υ­πο­γρα­φή Βολ­ταί­ρος. Πά­ντως, και τα 17 σα­τι­ρι­κά-ε­ρω­τι­κά ποιή­μα­τα με την υ­πο­γρα­φή Βολ­ταί­ρος, που δη­μο­σιεύ­τη­καν το πρώ­το ε­ξά­μη­νο του 1880, πε­ρισ­σό­τε­ρο στον Τρια­ντά­φυλ­λο ται­ριά­ζουν. Πι­θα­νό­τε­ρο δεί­χνει ο Κουρ­τί­δης να δα­νεί­στη­κε το ψευ­δώ­νυ­μο μό­νο για το πρω­το­χρο­νιά­τι­κο αρ­θρί­διο του 1882, στο ο­ποίο διεκ­τρα­γω­δού­σε τη φτώ­χεια του, που τον εί­χε φέ­ρει στο ση­μείο να που­λά­ει α­γα­πη­μέ­να του βι­βλία. 
Επι­μέ­νου­με στην πα­τρό­τη­τα του ψευ­δώ­νυ­μου και για έ­ναν ε­πι­πλέ­ον λό­γο. Όπως ει­σα­γω­γι­κά σχο­λιά­ζει η Πο­λυ­καν­δριώ­τη, ο Κουρ­τί­δης, πά­ντα με­τρη­μέ­νος και μάλ­λον κλει­στός ως χα­ρα­κτή­ρας, δεν ά­φη­σε κεί­με­να αυ­το­βιο­γρα­φι­κά. Ού­τε συ­νε­ντεύ­ξεις του υ­πάρ­χουν. Ακό­μη και στη μια, που του ζη­τή­θη­κε με­τά ε­πι­μο­νής α­πό τον Μή­τσο Χατ­ζό­που­λο, τον ε­πο­νο­μα­ζό­με­νο Μποέ­μ, που εί­χε πά­ρει στη σει­ρά ό­λη ε­κεί­νη τη γε­νιά και με­ρι­κούς α­κό­μη, αρ­νή­θη­κε να α­πα­ντή­σει. “Ό,τι ι­δέ­ας έ­χω, θα τας γρά­ψω προ­σε­χώς ο ί­διος. Ό,τι έ­χω να εί­πω θα τα εί­πω ε­κεί τό­τε.” Ήταν η α­πά­ντη­ση που α­πέ­σπα­σε ο δη­μο­σιο­γρά­φος. Υπάρ­χουν, βε­βαίως, οι α­φη­γή­σεις φί­λων και συ­γκαι­ρι­νών, αλ­λά σε αυ­τές α­να­μι­γνύο­νται κά­πο­τε προ­σω­πι­κές δια­μά­χες, οι ο­ποίες δεν εί­ναι πά­ντο­τε γνω­στές στους με­λε­τη­τές, ώ­στε αυ­τοί να σταθ­μί­σουν α­ντι­στοί­χως κα­τά πό­σο οι εν λό­γω α­νι­στο­ρή­σεις α­πο­τε­λούν α­ξιό­πι­στη μαρ­τυ­ρία. Έτσι, τε­λι­κά, για να χρο­νο­λο­γη­θούν οι με­τα­κι­νή­σεις και άλ­λα συμ­βά­ντα του βίου του μέ­νουν τα δη­μο­σιεύ­μα­τά του, τα ε­νυ­πό­γρα­φα και ε­κεί­να με τα α­σφα­λώς ταυ­τι­σμέ­να ψευ­δώ­νυ­μα.

Μια μο­να­δι­κή με­λέ­τη

Όταν α­να­φε­ρό­μα­στε στους με­λε­τη­τές του Κουρ­τί­δη, ι­σχύει το γνω­στό, οι τέσ­σε­ρις Ευαγ­γε­λι­στές ή­ταν τρεις, οι ε­ξής δυο, ο Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ως συ­στη­μα­τι­κή με­λε­τή­τριά του προ­βάλ­λει η Πο­λυ­καν­δριώ­τη, η ο­ποία, με­τά δε­κα­πε­ντα­ε­τή ε­να­σχό­λη­ση, ε­ξέ­δω­σε μο­νο­γρα­φία, α­φιε­ρω­μέ­νη σε αυ­τόν και το έρ­γο του. Το έ­ναυ­σμα τής το έ­δω­σε η α­νά­θε­ση α­πό τον Κ. Στερ­γιό­που­λο της συγ­γρα­φής του α­ντί­στοι­χου λήμ­μα­τος για την εν­δε­κά­το­μη σει­ρά «Η πα­λαιό­τε­ρη πε­ζο­γρα­φία μας α­πό τις αρ­χές της ως τον πρώ­το πα­γκό­σμιο πό­λε­μο». Εκ πα­ρα­δρο­μής α­να­φέ­ρει στις “ει­σα­γω­γι­κές ση­μειώ­σεις”, ό­τι η σει­ρά εκ­δό­θη­κε με ε­πι­μέ­λεια του Στερ­γιό­που­λου. Ακρι­βέ­στε­ρα, στη σει­ρά δεν υ­πάρ­χει έ­νας ε­πι­με­λη­τής αλ­λά τέσ­σε­ρις, κα­θώς το με­γά­λο χρο­νι­κό ά­νοιγ­μα των πέ­ντε αιώ­νων κα­τα­νε­μή­θη­κε σε τέσ­σε­ρις ε­νό­τη­τες. Ο Στερ­γιό­που­λος α­νέ­λα­βε τους τρεις τό­μους της ει­κο­σα­ε­τίας 1880-1900, ό­που συ­γκρά­τη­σε 28 συγ­γρα­φείς έ­να­ντι των 26 που ε­πέ­λε­ξε ο Ν. Βα­γε­νάς για την πε­ντη­κο­ντα­ε­τία 1830-1880 και των 24 του Γ. Δάλ­λα για την χρο­νι­κή “ου­ρά” 1900-1914. Εί­ναι α­να­με­νό­με­νο, σε κά­θε πε­ρίο­δο, να υ­πάρ­χει ο α­διαμ­φι­σβή­τη­τος κορ­μός συγ­γρα­φέων, αλ­λά και κά­ποιοι πρό­σθε­τοι, κά­τι σαν πα­ρα­κλά­δια, που α­πο­τε­λούν προ­σω­πι­κό στοί­χη­μα ε­κά­στου ε­πι­με­λη­τή. Στις συ­ζη­τή­σι­μες ε­πι­λο­γές του Στερ­γιό­που­λου, θα το­πο­θε­τού­νταν ο Κ. Με­τα­ξάς-Βο­σπο­ρί­της λό­γω ι­σχνό­τη­τας του γνω­στού έρ­γου του, ο Σ. Πα­γα­νέ­λης χά­ρις στη γλώσ­σα και τον ρο­μα­ντι­σμό του, αλ­λά και ο Κουρ­τί­δης ως μο­να­χι­κός εκ­πρό­σω­πος της παι­δι­κής λο­γο­τε­χνίας στην εν λό­γω Γραμ­μα­το­λο­γία. 
Η μο­νο­γρα­φία χω­ρί­ζε­ται σε τέσ­σε­ρις ε­νό­τη­τες, ό­που, στην πρώ­τη «Η ζωή και το έρ­γο» και την τέ­ταρ­τη «Εργο­γρα­φία», συ­γκε­ντρώ­νο­νται τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα της έ­ρευ­νας. Καί­τοι μα­κρο­χρό­νια, πα­ρα­μέ­νουν κά­ποια κε­νά, τα ο­ποία κα­λύ­πτουν κα­τά προ­σέγ­γι­ση οι σκόρ­πιες α­να­φο­ρές των συ­γκαι­ρι­νών του. Εργα­τι­κός και λι­γο­μί­λη­τος ο Κουρ­τί­δης, φαί­νε­ται ό­τι συ­γκέ­ντρω­νε τη συ­μπά­θεια συ­νο­μή­λι­κων και με­γα­λύ­τε­ρων. Κρί­νο­ντας α­πό μια ση­με­ρι­νή ο­πτι­κή, η μό­νη κα­κο­τυ­χία του ή­ταν η συ­νά­ντη­σή του στην Αθή­να με τον Ξε­νό­που­λο, τό­σο στον ε­παγ­γελ­μα­τι­κό χώ­ρο ως δια­δο­χι­κοί διευ­θυ­ντές της «Διά­πλα­σης των παί­δων» ό­σο και στον οι­κο­γε­νεια­κό, κα­θώς βρέ­θη­καν να εί­ναι εξ αγ­χι­στείας θείος και α­νι­ψιός. Εννιά χρό­νια νεό­τε­ρός του ο Ξε­νό­που­λος, έ­ζη­σε 23 χρό­νια με­τά το δι­κό του θά­να­το, ο­πό­τε εί­χε την ευ­και­ρία και ό­λο το χρό­νο για πολ­λα­πλές α­φη­γή­σεις και εκ­δο­χές. Στις δια­δο­χι­κές ε­πε­ξερ­γα­σίες της αυ­το­βιο­γρα­φίας του, τον α­πο­κα­λεί ζη­λό­φθο­νο και κα­κοή­θη, ε­νώ, στα ε­πε­τεια­κά και άλ­λα δη­μο­σιεύ­μα­τα, ε­ξαν­τλεί την αυ­στη­ρό­τη­τά του, θέ­λο­ντας να πα­ρου­σια­στεί ως α­ντι­κει­με­νι­κός κρι­τής. Όσο α­φο­ρά γε­γο­νό­τα και χρο­νο­λο­γίες, πα­ρέ­χει κα­τά προ­σέγ­γι­ση πλη­ρο­φό­ρη­ση. Σαν μια δεύ­τε­ρη κα­κο­τυ­χία του Κουρ­τί­δη, προ­βάλ­λει η προ­νο­μιού­χος θέ­ση, που δί­νουν οι ση­με­ρι­νοί με­λε­τη­τές στη μαρ­τυ­ρία του Ξε­νό­που­λου.        
Ού­τε καν το έ­τος γέν­νη­σης του Κουρ­τί­δη φαί­νε­ται να εί­ναι σί­γου­ρο. Το ε­πι­κρα­τέ­στε­ρο εί­ναι το 1858, αλ­λά εν­δέ­χε­ται να εί­ναι και το 1856. Πά­ντως, στην α­ναγ­γε­λία του θα­νά­του του, το βρά­δυ της 11ης προς τη 12η Αυγ. 1928, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι ή­ταν 70 ε­τών. Κα­τά τα άλ­λα, πα­ρό­τι συ­μπλή­ρω­σε την ε­γκύ­κλια παι­δεία του στη Με­γά­λη του Γέ­νους Σχο­λή, εγ­γε­γραμ­μέ­νος α­πό το 1867 μέ­χρι το 1875, δεν τεκ­μαί­ρε­ται η η­λι­κία που ξε­κί­νη­σε, κα­θώς δεν υ­πάρ­χουν πλη­ρο­φο­ρίες για το πώς βρέ­θη­κε α­πό το χω­ριό του, το Μυ­ριό­φυ­το της Προ­πο­ντί­δας, στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Χά­σμα πλη­ρο­φό­ρη­σης υ­πάρ­χει και για τα χρό­νια με­τά την α­πο­φοί­τη­σή του, που ε­πέ­στρε­ψε στη Θρά­κη. Αγνο­εί­ται το πού υ­πη­ρέ­τη­σε ως δά­σκα­λος και για πό­σο χρό­νο. Τι έ­κα­νε το δε­κά­μη­νο ε­κεί­νου του ρω­σο­τουρ­κι­κού πο­λέ­μου (Απρ. 1877-Μάρ. 1878), που τό­σο δει­νο­πά­θη­σαν οι Έλλη­νες της Ανα­το­λι­κής Θρά­κης. Στη Νο­μι­κή Σχο­λή της Αθή­νας, πά­ντως, γρά­φτη­κε το 1879, αλ­λά στα Μη­τρώα δεν ε­ντο­πί­στη­κε χρό­νος α­πο­φοί­τη­σης α­πό τη Νο­μι­κή ή άλ­λη Σχο­λή.
Πα­ρό­μοια κε­νά υ­πάρ­χουν και για τα τέσ­σε­ρα χρό­νια των σπου­δών του στη Γερ­μα­νία, ό­που α­να­φέ­ρο­νται πε­ρισ­σό­τε­ροι τό­ποι, με μό­νο σί­γου­ρο το Πα­νε­πι­στή­μιο α­πο­φοί­τη­σης, ε­νώ, ως α­ντι­κεί­με­νο των σπου­δών, προσ­διο­ρί­ζε­ται το κά­πως γε­νι­κό­λο­γο, “παι­δα­γω­γι­κή και φι­λο­σο­φία”. Επί­σης, δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται, αν κά­ποια υ­πο­τρο­φία ή άλ­λη οι­κο­νο­μι­κή στή­ρι­ξη του ε­πέ­τρε­ψε αυ­τές τις σπου­δές. Το μό­νο βέ­βαιο εί­ναι ό­τι ξε­κί­νη­σε το α­κα­δη­μαϊκό έ­τος 1888-89, κα­θώς, ό­ταν πέ­θα­νε ο πα­τέ­ρας του, ή­ταν στη Γερ­μα­νία μα­ζί με τη σύ­ζυ­γό του, που εί­ναι γνω­στό ό­τι πα­ρέ­μει­νε ε­κεί μό­νο τον πρώ­το χρό­νο. Ωστό­σο, η Πο­λυ­καν­δριώ­τη, με βά­ση τα δη­μο­σιεύ­μα­τά του στο πε­ριο­δι­κό «Κλειώ» της Λει­ψίας, υ­πο­θέ­τει ό­τι μπο­ρεί να έ­φυ­γε έ­να χρό­νο νω­ρί­τε­ρα. Μάλ­λον πα­ρα­βλέ­πει ό­τι το εν λό­γω πε­ριο­δι­κό στη­ρι­ζό­ταν και σε σταλ­μέ­νες α­πό την Ελλά­δα συ­νερ­γα­σίες, ό­πως, α­κρι­βώς, ε­κεί­νες του Κουρ­τί­δη σε ό­λη τη διάρ­κεια του 1887, που φέ­ρουν τον γε­νι­κό τίτ­λο «Αθη­ναϊκά χρο­νι­κά».

Έλλει­ψη παι­δείας

    Ευ­κρι­νέ­στε­ρη δια­γρά­φε­ται η ε­παγ­γελ­μα­τι­κή του στα­διο­δρο­μία με­τά την ε­πι­στρο­φή του, ως κα­θη­γη­τή στα νεό­τευ­κτα Δι­δα­σκα­λεία, ως τα­κτι­κού συ­νερ­γά­τη σε λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, κα­θώς και ως κα­θη­γη­τή δρα­μα­το­λο­γίας στις πρώ­τες Δρα­μα­τι­κές Σχο­λές του Φι­λο­λο­γι­κού Συλ­λό­γου «Παρ­νασ­σός», του Ωδείου και της Βα­σι­λι­κής Δρα­μα­τι­κής Σχο­λής, στων ο­ποίων την ί­δρυ­ση και για ό­σο κρά­τη­σε η βρα­χύ­βια λει­τουρ­γία τους εί­χε ε­νερ­γό συμ­με­το­χή. “Αυ­το­δί­δα­κτο ει­δι­κό του θεά­τρου”, τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει η Πο­λυ­καν­δριώ­τη. Να ση­μειώ­σου­με, ό­τι, ε­κτός α­πό δά­σκα­λος νέων η­θο­ποιών και πέ­ρα α­πό τους παι­δι­κούς δια­λό­γους που έ­γρα­ψε, συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στους πρώ­τους θε­α­τρι­κούς κρι­τι­κούς. Αμε­τά­θε­τος στό­χος του στά­θη­κε “η διά­πλα­ση των Ελλή­νω­ν”. Όπως εύ­στο­χα πα­ρα­τη­ρεί η με­λε­τή­τρια, για τον Κουρ­τί­δη, η έλ­λει­ψη παι­δείας συ­νι­στά την κύ­ρια αι­τία για έ­ναν πο­λι­τι­σμό χα­μη­λής ποιό­τη­τας. Γι αυ­τό και α­σχο­λή­θη­κε με τα παι­δι­κά α­να­γνώ­σμα­τα, κα­θώς και με την εκ­παί­δευ­ση των θη­λέων, που εί­ναι οι αυ­ρια­νές μη­τέ­ρες. 
Και στους δυο αυ­τούς το­μείς, η με­λε­τή­τρια δεν πα­ρα­λεί­πει να το­νί­σει “τις α­γκυ­λώ­σεις του Κουρ­τί­δη σε πα­ρω­χη­μέ­νες πια α­ντι­λή­ψεις”, σε α­ντί­θε­ση με τις ι­δέες του Ξε­νό­που­λου, που δεν πε­ριο­ρι­ζό­ταν στη βελ­τίω­ση αλ­λά προ­χω­ρού­σε στην αμ­φι­σβή­τη­ση των πα­τρο­πα­ρά­δο­των α­ξιών. Συ­ντη­ρη­τι­κή ή, κα­τά άλ­λους, με­τριο­πα­θή στά­ση κρά­τη­σε ο Κουρ­τί­δης και στο γλωσ­σι­κό. Ού­τε δη­μο­τι­κι­στής ού­τε α­κραιφ­νής κα­θα­ρευου­σιά­νος, δια­τή­ρη­σε μια λό­για και προ­σι­τή γλώσ­σα. Έμει­νε σε α­πό­στα­ση α­πό τον Εκπαι­δευ­τι­κό Όμι­λο, αλ­λά συμ­με­τεί­χε στην εκ­παι­δευ­τι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση του 1917. Ωστό­σο, πο­λύ νω­ρί­τε­ρα, κα­τά το Α΄ Εκπαι­δευ­τι­κό Συ­νέ­δριο του 1904, στην Αθή­να, ήρ­θε σε α­ντί­θε­ση με τους ορ­γα­νω­τές του, Δρο­σί­νη και Βι­κέ­λα, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας στις ο­μι­λίες και τα άρ­θρα του τους χα­μη­λούς τό­νους. Εξέ­φρα­σε τις α­πό­ψεις του Ελλη­νι­κού Δι­δα­σκα­λι­κού Συλ­λό­γου έ­να­ντι ε­κεί­νων των τριών φι­λεκ­παι­δευ­τι­κών συλ­λό­γων, που το διορ­γά­νω­ναν. Κυ­ρίως υ­πε­ρα­σπί­στη­κε τα αι­τή­μα­τα του έ­ξω Ελλη­νι­σμού, που α­πο­σιω­πή­θη­καν, πα­ρά την τι­μη­τι­κή υ­πο­δο­χή των εκ­προ­σώ­πων του. Η Πο­λυ­καν­δριώ­τη χα­ρα­κτη­ρί­ζει ε­μπα­θή την κρι­τι­κή του Κουρ­τί­δη. Ακρι­βή ει­κό­να πα­ρέ­χει η α­πο­κλει­στι­κά α­φιε­ρω­μέ­νη στο Συ­νέ­δριο, πρό­σφα­τη μο­νο­γρα­φία του Γιάν­νη Πα­πα­κώ­στα.
Πα­ρα­δό­ξως, ε­μπά­θεια του α­πο­δί­δει και στην α­ντι­πα­ρά­θε­σή του με τον Κα­μπού­ρο­γλου, που πα­ρου­σιά­ζει ι­διαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον, κα­θώς ο Κα­μπού­ρο­γλους στά­θη­κε ο προ­στά­της του ό­ταν πρω­τοήρ­θε στην Αθή­να. Στη με­λέ­τη α­να­φέ­ρε­ται ως ο μο­να­δι­κός που του συ­μπα­ρα­στά­θη­κε. Σαν να λη­σμο­νεί­ται η βοή­θεια του λί­γο με­γα­λύ­τε­ρού του Γα­βριη­λί­δη. Κι αυ­τός Θρα­κιώ­της, α­πό χω­ριό της Προ­πο­ντί­δας, α­πό­φοι­τος της ί­διας Σχο­λής. Να ση­μειώ­σου­με ό­τι ο Κουρ­τί­δης ξε­κι­νά­ει σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να να συ­νερ­γά­ζε­ται με τα πε­ριο­δι­κά «Ρα­μπα­γάς» και «Η Διά­πλα­σις των παί­δων». Κα­τά την Πο­λυ­καν­δριώ­τη, ο Κα­μπού­ρο­γλους τον σύ­στη­σε το 1880 στον εκ­δό­τη του δεύ­τε­ρου, Νι­κό­λαο Πα­πα­δό­που­λο. Σαν πά­λι να πα­ρα­βλέ­πει ό­τι ο Κουρ­τί­δης ή­ταν συ­νο­μή­λι­κος και συμ­φοι­τη­τής με τον Υδραίο Πα­πα­δό­που­λο, που εί­χε ξε­κι­νή­σει το πε­ριο­δι­κό του τον προ­η­γού­με­νο Φε­βρουά­ριο. Πά­ντως, το 1880, πα­ντρεύ­τη­κε την α­δελ­φή του και α­νέ­λα­βε την αρ­χι­συ­ντα­ξία του πε­ριο­δι­κού. Πα­ρό­τι τα θη­λυ­κά της οι­κο­γέ­νειας Πα­πα­δό­που­λου συ­νέ­δε­σαν δύο με­γά­λους της παι­δι­κής λο­γο­τε­χνίας, τον Κουρ­τί­δη και τον Ξε­νό­που­λο, που ε­ρω­τεύ­τη­κε την δε­κα­ε­ξά­χρο­νη α­νι­ψιά του Πα­πα­δό­που­λου, έ­να πλή­ρες λήμ­μα γι’ αυ­τόν λεί­πει.  
Όπως και να έ­χει, η σύ­γκρου­ση Κουρ­τί­δη-Κα­μπού­ρο­γλου πα­ρα­μέ­νει ε­πί­και­ρη, κα­θώς α­φο­ρά τη σχέ­ση κρι­τι­κού και συγ­γρα­φέα. Ο Κουρ­τί­δης εί­χε την ά­πο­ψη πως έ­να κεί­με­νο, α­φού έ­χει πα­ρα­δο­θεί πια στο κοι­νό, α­κο­λου­θεί το δι­κό του δρό­μο, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τον συγ­γρα­φέα του. Έτσι, ά­σκη­σε αυ­στη­ρή κρι­τι­κή σε θε­α­τρι­κό έρ­γο του φί­λου του. Επει­δή, ό­μως, οι συγ­γρα­φείς, τό­τε ό­πως και σή­με­ρα, αρ­νού­νται, σαν τους φι­λό­στορ­γους γο­νιούς, να α­φή­σουν το πό­νη­μά τους να τα βγά­λει πέ­ρα μό­νο του, ο Κα­μπού­ρο­γλους δεν χει­ρο­δί­κη­σε μεν, αλ­λά υ­πε­ρα­σπί­στη­κε με μα­χη­τι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα το έρ­γο του. Ας συ­γκρα­τή­σου­με α­πό “τον α­μεί­λι­κτο και συ­χνά ι­διαί­τε­ρα καυ­στι­κό κρι­τι­κό” Κουρ­τί­δη, την ε­πω­δό ό­τι “ο συγ­γρα­φέ­ας πρέ­πει να εί­ναι πράγ­μα­τι καλ­λι­τέ­χνης και ό­χι εισ­πρά­κτωρ πο­σο­στώ­ν”.
Τε­λι­κά, ο Κουρ­τί­δης α­πέ­κτη­σε μο­νο­γρα­φία, που θα την ζή­λευε α­κό­μη και ο πο­λυ­μνη­μο­νευό­με­νος Ξε­νό­που­λος. Κα­τά τα άλ­λα, εί­ναι μια α­πό τις λι­γο­στές μο­νο­γρα­φίες που προέ­κυ­ψαν με έ­ναυ­σμα λήμ­μα ε­κεί­νης της προ δε­κα­πε­ντα­ε­τίας ο­λο­κλη­ρω­θεί­σης Γραμ­μα­το­λο­γίας Σοκ­κό­λη.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/2/2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια: