Θανάσης Χειμωνάς
«Ζούμε τις τελευταίες μας μέρες»
Εκδόσεις Πατάκη
Φεβρουάριος 2013
«Ζούμε τις τελευταίες μας μέρες»
Εκδόσεις Πατάκη
Φεβρουάριος 2013
Τα τελευταία δυο χρόνια γράφονται διηγήματα για την κρίση, αρχικά από επιλογή του συγγραφέα, στη συνέχεια προστέθηκαν τα κατά παραγγελία. Συχνά η κρίση μνημονεύεται και σε διηγήματα με διαφορετική θεματολογία, καθώς φαίνεται ότι έχει ήδη καταλήξει κάτι σαν χρονικός προσδιορισμός. Μέχρι πρότινος, πάντως, μυθιστόρημα δεν είχε εμφανιστεί. Πρόσφατα, ωστόσο, εκδόθηκαν και μυθιστορήματα με φόντο την κρίση. Που σημαίνει ότι λαμβάνουν χώρα εδώ και τώρα, ή, έστω, μέσα στην τελευταία τριετία. Εξακολουθούν, όμως, να επικεντρώνονται σε κάποιο διαφορετικό θέμα, το οποίο παραμένει στο φάσμα των θεματικών προτιμήσεων της τελευταίας δεκαετίας. Συχνή επιλογή είναι οι παρελθοντικές περιπέτειες της χώρας, με προτίμηση στις δεκαετίες ’40 και ’50 και λιγότερο, την επταετία της Δικτατορίας. Φαίνεται να έχει επικρατήσει η άποψη ότι δια της αντιπαραθέσεως του τότε με το τώρα φωτίζεται διαφορετικά το τότε. Γιατί οι συγγραφείς, παρόλο που εκείνο το τότε δεν το έζησαν, κόπτονται για την αλήθειά του. Οι νέες γενιές συγγραφέων θέτουν μετ’ επιτάσεως το ερώτημα, κατά πόσο, σήμερα, μας αφορά αυτό το τραυματικό για τη χώρα παρελθόν. Ενώ, όσοι σώζουν εμπειρίες από πρώτο χέρι ή ως γονική κληρονομιά, έχουν καταπιαστεί με την αναμόρφωσή του, ώστε να συμφωνεί με το θεωρούμενο σήμερα ως ορθό.
Το πώς βλέπουν το τώρα μένει προσώρας ζητούμενο. Σύμφωνα με δηλώσεις τους στον Τύπο, συμπάσχουν με τους πειναλέους, τους οποίους συναντούν κατά τις βραδινές εξόδους τους χωμένους στους κάδους απορριμμάτων. Ωστόσο, τονίζουν ότι, γενικότερα, αντιλαμβάνονται την κρίση ως ευκαιρία καλλιτεχνικής δημιουργίας. Όσο για τις εκδηλώσεις του πλήθους, αυτές φαίνεται να τις παρακολουθούν σαν θέαμα, όπως, άλλωστε, και ένα κομμάτι, όχι ευκαταφρόνητης έκτασης, των πολιτών. Από μια άποψη, αυτό, ακριβώς, το τελευταίο σημείο, θίγει το καινούριο μυθιστόρημα του Θανάση Χειμωνά.
Το πώς βλέπουν το τώρα μένει προσώρας ζητούμενο. Σύμφωνα με δηλώσεις τους στον Τύπο, συμπάσχουν με τους πειναλέους, τους οποίους συναντούν κατά τις βραδινές εξόδους τους χωμένους στους κάδους απορριμμάτων. Ωστόσο, τονίζουν ότι, γενικότερα, αντιλαμβάνονται την κρίση ως ευκαιρία καλλιτεχνικής δημιουργίας. Όσο για τις εκδηλώσεις του πλήθους, αυτές φαίνεται να τις παρακολουθούν σαν θέαμα, όπως, άλλωστε, και ένα κομμάτι, όχι ευκαταφρόνητης έκτασης, των πολιτών. Από μια άποψη, αυτό, ακριβώς, το τελευταίο σημείο, θίγει το καινούριο μυθιστόρημα του Θανάση Χειμωνά.
Ιστορία έρωτος
Κατ’ εξαίρεση σε σχέση με τα πρόσφατα μυθιστορήματα που έχουν φόντο την κρίση, σε αυτό του Χειμωνά, το κυρίως θέμα, αντί για τον Εμφύλιο, τους οικονομικούς μετανάστες και τα παρεπόμενά τους, είναι μια ιστορία τρελού έρωτα και με τις δυο σημασίες της λέξης τρελός, τόσο αυτή της παραφοράς όσο και της απερισκεψίας. Ένας έρωτας μονόπλευρος και τελικά, ανεκπλήρωτος, όπως όλοι οι μεγάλοι έρωτες, γενικώς και όχι μόνο στη λογοτεχνία, καταπώς το ειδικεύει ο συγγραφέας στις συνεντεύξεις του. Πρόκειται για το έβδομο βιβλίο του Χειμωνά, που συμπληρώνει δεκαπενταετία συγγραφικής παρουσίας, παραμένοντας αμιγής μυθιστοριογράφος και πιστός στη θεματική του περιοχή. Με τη δημοσίευση μιας ερωτικής ιστορίας σε εφημερίδα έκανε το ντεμπούτο του και με το πλέξιμο ερωτικών ιστοριών συνεχίζει. Το ενδιαφέρον στοιχείο των ιστοριών του είναι οι εκάστοτε ερωτευμένοι, αφού οι εμπλεκόμενοι σε αυτήν είναι εκείνοι που ρυθμίζουν τις διακυμάνσεις της, τις καταστάσεις ταραχής και παθών από τις οποίες περνάει, καθώς και τον χαρακτήρα της κατάληξής της.
Οι ήρωες του Χειμωνά καλύπτουν όλη τη γκάμα αυτού που συνήθως αποκαλούμε άνθρωπο ασταθούς, κάποτε και ταραγμένου, ψυχισμού. Είναι ανασφαλείς, συμπλεγματικοί, καταθλιπτικοί, πάσχουν από φοβίες, έχουν κρίσεις πανικού. Γι’ αυτούς ο έρωτας έχει χαρακτηριστικά μιας σχεδόν παθολογικής κατάστασης. Σε αντίθεση με ό,τι αποκαλούμε υγιή έρωτα, αν υποθέσουμε πως κάτι τέτοιο υπάρχει, οι εκφάνσεις του δικού τους έρωτα βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με τον περίγυρο, τον στενό αλλά και τον ευρύτερο. Σε αυτό το σημείο, υπεισέρχεται και παίζει υπογείως καθοριστικό ρόλο η σημερινή κρίση. Στο καινούριο μυθιστόρημα δεν αποτελεί μόνο το σκηνικό κάποιων συμβάντων και θέμα των παρεπόμενων περιστασιακών στιχομυθιών, αλλά φαίνεται να λειτουργεί σαν απορρυθμιστικός παράγων. Εδώ, δεν πρόκειται για την οικονομική ή την πολιτική κρίση. Αυτές οι πλευρές της ουδόλως αφορούν τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Αναφέρονται μόνο σε ορισμένες σκηνές και εκεί, από τρίτα πρόσωπα, ακριβώς, για να φανεί πόσο τους αφήνουν αδιάφορους.
Εκείνο που τους αποδιοργανώνει, ωθώντας τους σε σπασμωδικές αντιδράσεις, είναι η ατμόσφαιρα της έντασης, που επικρατούσε το 2011, στο οποίο τοποθετείται η υπόθεση. Τότε που υπήρχαν ακόμη Αγανακτισμένοι, οι οποίοι εξέφραζαν την οργή τους δημοσίως, διαδηλώνοντας. Πολλοί είναι αυτοί που δηλώνουν ότι δεν τους ενδιαφέρει η πολιτική. Κυρίως, γυναίκες, όπως η Κατερίνα του μυθιστορήματος. Εκείνα τα γεγονότα, όμως, στο κέντρο της Αθήνας, παρέσυραν στη δίνη τους αρκετούς και από αυτούς. Όπως, άλλωστε, και τα παλαιότερα του 2008, αλλά και οι επετειακές πορείες του Πολυτεχνείου. Σε όλες αυτές τις εκδηλώσεις υπάρχει το στοιχείο του θεάματος, που αποδεικνύεται ακαταμάχητο. Κυρίως τα τελευταία χρόνια, χάρις στα ΜΜΕ, που τις παρουσιάζουν σαν να διαφημίζουν ταινία σασπένς, η οποία ενδέχεται να εξελιχθεί σε θρίλερ, με διάσημους πλέον πρωταγωνιστές τους γνωστούς-άγνωστους. Οπότε και ο αδιάφορος, που δεν χάνει ούτε ένα επεισόδιο από το αμερικανικό «LOST», αφήνει την πολυθρόνα του και πετάγεται να δει, εκ του σύνεγγυς, το ελληνικό σίριαλ στην Πλατεία Συντάγματος. Αν, μάλιστα, κατοικεί στο Κολωνάκι, όπως οι δυο φίλες και συγκάτοικοι στο μυθιστόρημα, η Κατερίνα και η Κλέλια, πάει με τα πόδια. Κι αυτές για το χαβαλέ πάνε και όχι γιατί τις πείθει το λογίδριο ενός πρώην εραστή της Κατερίνας, που εμφανίζεται αιφνιδίως, υποστηρίζοντας με πάθος ότι κανείς δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος. Ως “λυρικό ξέσπασμα” εκλαμβάνουν τη δραματική του επίκληση: “Το χρωστάμε στα παιδιά μας, ρε γαμώτο!”
Οι ήρωες του Χειμωνά καλύπτουν όλη τη γκάμα αυτού που συνήθως αποκαλούμε άνθρωπο ασταθούς, κάποτε και ταραγμένου, ψυχισμού. Είναι ανασφαλείς, συμπλεγματικοί, καταθλιπτικοί, πάσχουν από φοβίες, έχουν κρίσεις πανικού. Γι’ αυτούς ο έρωτας έχει χαρακτηριστικά μιας σχεδόν παθολογικής κατάστασης. Σε αντίθεση με ό,τι αποκαλούμε υγιή έρωτα, αν υποθέσουμε πως κάτι τέτοιο υπάρχει, οι εκφάνσεις του δικού τους έρωτα βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με τον περίγυρο, τον στενό αλλά και τον ευρύτερο. Σε αυτό το σημείο, υπεισέρχεται και παίζει υπογείως καθοριστικό ρόλο η σημερινή κρίση. Στο καινούριο μυθιστόρημα δεν αποτελεί μόνο το σκηνικό κάποιων συμβάντων και θέμα των παρεπόμενων περιστασιακών στιχομυθιών, αλλά φαίνεται να λειτουργεί σαν απορρυθμιστικός παράγων. Εδώ, δεν πρόκειται για την οικονομική ή την πολιτική κρίση. Αυτές οι πλευρές της ουδόλως αφορούν τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Αναφέρονται μόνο σε ορισμένες σκηνές και εκεί, από τρίτα πρόσωπα, ακριβώς, για να φανεί πόσο τους αφήνουν αδιάφορους.
Εκείνο που τους αποδιοργανώνει, ωθώντας τους σε σπασμωδικές αντιδράσεις, είναι η ατμόσφαιρα της έντασης, που επικρατούσε το 2011, στο οποίο τοποθετείται η υπόθεση. Τότε που υπήρχαν ακόμη Αγανακτισμένοι, οι οποίοι εξέφραζαν την οργή τους δημοσίως, διαδηλώνοντας. Πολλοί είναι αυτοί που δηλώνουν ότι δεν τους ενδιαφέρει η πολιτική. Κυρίως, γυναίκες, όπως η Κατερίνα του μυθιστορήματος. Εκείνα τα γεγονότα, όμως, στο κέντρο της Αθήνας, παρέσυραν στη δίνη τους αρκετούς και από αυτούς. Όπως, άλλωστε, και τα παλαιότερα του 2008, αλλά και οι επετειακές πορείες του Πολυτεχνείου. Σε όλες αυτές τις εκδηλώσεις υπάρχει το στοιχείο του θεάματος, που αποδεικνύεται ακαταμάχητο. Κυρίως τα τελευταία χρόνια, χάρις στα ΜΜΕ, που τις παρουσιάζουν σαν να διαφημίζουν ταινία σασπένς, η οποία ενδέχεται να εξελιχθεί σε θρίλερ, με διάσημους πλέον πρωταγωνιστές τους γνωστούς-άγνωστους. Οπότε και ο αδιάφορος, που δεν χάνει ούτε ένα επεισόδιο από το αμερικανικό «LOST», αφήνει την πολυθρόνα του και πετάγεται να δει, εκ του σύνεγγυς, το ελληνικό σίριαλ στην Πλατεία Συντάγματος. Αν, μάλιστα, κατοικεί στο Κολωνάκι, όπως οι δυο φίλες και συγκάτοικοι στο μυθιστόρημα, η Κατερίνα και η Κλέλια, πάει με τα πόδια. Κι αυτές για το χαβαλέ πάνε και όχι γιατί τις πείθει το λογίδριο ενός πρώην εραστή της Κατερίνας, που εμφανίζεται αιφνιδίως, υποστηρίζοντας με πάθος ότι κανείς δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος. Ως “λυρικό ξέσπασμα” εκλαμβάνουν τη δραματική του επίκληση: “Το χρωστάμε στα παιδιά μας, ρε γαμώτο!”
Απ’ την πλευρά της γυναίκας
Η Κατερίνα πλησιάζει τα τριάντα. Δούλευε ως δασκάλα γαλλικών, αλλά, στο παρόν της αφήγησης, είναι άνεργη, χωρίς αυτό να την στενοχωρεί. Γενικώς, “προβληματίζεται για το τι θα κάνει στη ζωή της”. Συγγενείς πρώτου βαθμού δεν έχει εκτός από τη μητέρα της που διατηρεί μαγαζί στην Ελασσόνα και δεν της “πολυμιλά”. Ένας, μάλλον ο τελευταίος, δεσμός της έχει διαλυθεί πριν τρία χρόνια. Η αφήγηση αφήνει να εννοηθεί κοινή συναινέσει. Στις παραινέσεις της φίλης της να μην δεσμευτεί με κάποιον, που δεν τον έχει δοκιμάσει στο κρεβάτι, απαντά ότι “σεξ έχει κάνει αρκετό στη ζωή της”. Αυτό που νιώθει για τον Παύλο, τον άντρα που ήρθε ουρανοκατέβατος και έγινε το κέντρο του κόσμου, “είναι σε ένα ανώτερο επίπεδο”.
Να σημειώσουμε ότι η φίλη της Κλέλια παρουσιάζεται σαν μια προσγειωμένη κοπέλα. Ο ρόλος της στο μυθιστόρημα είναι βοηθητικός, προς ανάδειξη της ευαίσθητης ψυχοσύνθεσης της συγκατοίκου της, που είναι το κεντρικό πρόσωπο. Εδώ, πρόκειται για μια κλασική περίπτωση του έρωτα ως εμμονή. Όσο ο άλλος αδιαφορεί, τόσο η ερωτευμένη επιμένει. Ούτε η απόρριψη την κάμπτει. Ο Παύλος του μυθιστορήματος μοιάζει με κινούμενη άμμο, δεν αποκαλύπτει κανένα στοιχείο ταυτότητας, συνεχώς εξαφανίζεται, παρουσιάζει απότομες αλλαγές διάθεσης. Ακριβώς, όλα εκείνα, που μεγαλώνουν την επιθυμία μιας ερωτευμένης γυναίκας. Από την πλευρά της, συμβάλλει η παντελής έλλειψη ενδιαφερόντων, απασχόλησης, φίλων, που κάνει τη σκέψη της να στρέφεται συνεχώς γύρω από εκείνον. Κατά τον παππού Φρόυντ, πρόκειται για μαζοχιστικό πειθαναγκασμό, που δημιουργεί στους άλλους την εντύπωση της παράνοιας.
Ο Χειμωνάς περιγράφει αυτήν τη σχέση από την πλευρά της γυναίκας, δημιουργώντας ατμόσφαιρα μυστηρίου γύρω από τα αίτια της συμπεριφοράς του Παύλου. Η λύση, που δίνει στα τελευταία κεφάλαια, είναι ικανοποιητική για ένα μυθιστόρημα που δεν φιλοδοξεί πλοκή αστυνομικού τύπου. Το βασικό είναι η αποκάλυψη, ότι ο Παύλος “κατάγεται από ένα από τα πιο αριστοκρατικά σόγια της Αθήνας”, με επιχειρήσεις στο Λονδίνο. Δηλαδή, πρόκειται για έναν τύπο, που ανήκει σε εκείνο το μικρό μέρος του πληθυσμού, που δεν το αγγίζει η κρίση. Ίσως, μόνο, να το βυθίζει βαθύτερα στις “σκοτεινές” δοσοληψίες του. Η μυθοπλασία φροντίζει να δικαιολογήσει την αμφίθυμη διάθεσή του με το σοκ ενός θανατηφόρου τραυματισμού.
Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος αποβαίνουν αντιπροσωπευτικά, ακριβώς γιατί είναι εγκλωβισμένα στον μικρόκοσμό τους. Την Κατερίνα δεν την ενδιαφέρουν οι πορείες, οι φασαρίες, τα ΜΑΤ, τα χημικά, ούτε ο πιθανός νεκρός διαδηλωτής. Μόνο ο Παύλος. Πριν χάσει τελείως τον συναισθηματικό έλεγχο, αποπειράται να διαφύγει. Ακολουθεί τον πρώην της για μόνιμη εγκατάσταση στο Παρίσι. Αλλά η ανία και η έλλειψη κάποιου αισθηματικού αντιπερισπασμού την φέρνουν πίσω. Το ερώτημα που θέτει πλαγίως το μυθιστόρημα του Χειμωνά είναι μήπως χαρακτήρες, όπως αυτοί που σκιαγραφεί, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της σημερινής κοινωνίας και της εποχής μας, το ίδιο επιτυχημένοι με τους παλαιότερους ήρωές του.
Επισημάνθηκε ως αδυναμία του μυθιστορήματος το ό,τι παρουσιάζει την Ελλάδα της κρίσης να μην αγγίζει κανέναν από τους πρωταγωνιστές. Μήπως, όμως, αυτό ακριβώς είναι το σύμπτωμα μιας μερίδας του συλλογικού σώματος; Στα γεγονότα, όταν γίνεται “σκοτωμός, μπάτσοι, κουκουλοφόροι, δακρυγόνα”, οι πρωταγωνιστές δεν τρέχουν αλλόφρονες, όπως θα αναμενόταν. Σύμφωνα με το μυθιστόρημα, πάνε για να χαζέψουν και μετά την “κάνουν”. Ο καθένας προς τα όπου μπορεί. Άλλος για το Παρίσι, άλλος για το γενέθλιο τόπο κι άλλος, το συνηθέστερο, στην αναπαυτική πολυθρόνα της τηλεόρασης.
Να σημειώσουμε ότι η φίλη της Κλέλια παρουσιάζεται σαν μια προσγειωμένη κοπέλα. Ο ρόλος της στο μυθιστόρημα είναι βοηθητικός, προς ανάδειξη της ευαίσθητης ψυχοσύνθεσης της συγκατοίκου της, που είναι το κεντρικό πρόσωπο. Εδώ, πρόκειται για μια κλασική περίπτωση του έρωτα ως εμμονή. Όσο ο άλλος αδιαφορεί, τόσο η ερωτευμένη επιμένει. Ούτε η απόρριψη την κάμπτει. Ο Παύλος του μυθιστορήματος μοιάζει με κινούμενη άμμο, δεν αποκαλύπτει κανένα στοιχείο ταυτότητας, συνεχώς εξαφανίζεται, παρουσιάζει απότομες αλλαγές διάθεσης. Ακριβώς, όλα εκείνα, που μεγαλώνουν την επιθυμία μιας ερωτευμένης γυναίκας. Από την πλευρά της, συμβάλλει η παντελής έλλειψη ενδιαφερόντων, απασχόλησης, φίλων, που κάνει τη σκέψη της να στρέφεται συνεχώς γύρω από εκείνον. Κατά τον παππού Φρόυντ, πρόκειται για μαζοχιστικό πειθαναγκασμό, που δημιουργεί στους άλλους την εντύπωση της παράνοιας.
Ο Χειμωνάς περιγράφει αυτήν τη σχέση από την πλευρά της γυναίκας, δημιουργώντας ατμόσφαιρα μυστηρίου γύρω από τα αίτια της συμπεριφοράς του Παύλου. Η λύση, που δίνει στα τελευταία κεφάλαια, είναι ικανοποιητική για ένα μυθιστόρημα που δεν φιλοδοξεί πλοκή αστυνομικού τύπου. Το βασικό είναι η αποκάλυψη, ότι ο Παύλος “κατάγεται από ένα από τα πιο αριστοκρατικά σόγια της Αθήνας”, με επιχειρήσεις στο Λονδίνο. Δηλαδή, πρόκειται για έναν τύπο, που ανήκει σε εκείνο το μικρό μέρος του πληθυσμού, που δεν το αγγίζει η κρίση. Ίσως, μόνο, να το βυθίζει βαθύτερα στις “σκοτεινές” δοσοληψίες του. Η μυθοπλασία φροντίζει να δικαιολογήσει την αμφίθυμη διάθεσή του με το σοκ ενός θανατηφόρου τραυματισμού.
Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος αποβαίνουν αντιπροσωπευτικά, ακριβώς γιατί είναι εγκλωβισμένα στον μικρόκοσμό τους. Την Κατερίνα δεν την ενδιαφέρουν οι πορείες, οι φασαρίες, τα ΜΑΤ, τα χημικά, ούτε ο πιθανός νεκρός διαδηλωτής. Μόνο ο Παύλος. Πριν χάσει τελείως τον συναισθηματικό έλεγχο, αποπειράται να διαφύγει. Ακολουθεί τον πρώην της για μόνιμη εγκατάσταση στο Παρίσι. Αλλά η ανία και η έλλειψη κάποιου αισθηματικού αντιπερισπασμού την φέρνουν πίσω. Το ερώτημα που θέτει πλαγίως το μυθιστόρημα του Χειμωνά είναι μήπως χαρακτήρες, όπως αυτοί που σκιαγραφεί, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της σημερινής κοινωνίας και της εποχής μας, το ίδιο επιτυχημένοι με τους παλαιότερους ήρωές του.
Επισημάνθηκε ως αδυναμία του μυθιστορήματος το ό,τι παρουσιάζει την Ελλάδα της κρίσης να μην αγγίζει κανέναν από τους πρωταγωνιστές. Μήπως, όμως, αυτό ακριβώς είναι το σύμπτωμα μιας μερίδας του συλλογικού σώματος; Στα γεγονότα, όταν γίνεται “σκοτωμός, μπάτσοι, κουκουλοφόροι, δακρυγόνα”, οι πρωταγωνιστές δεν τρέχουν αλλόφρονες, όπως θα αναμενόταν. Σύμφωνα με το μυθιστόρημα, πάνε για να χαζέψουν και μετά την “κάνουν”. Ο καθένας προς τα όπου μπορεί. Άλλος για το Παρίσι, άλλος για το γενέθλιο τόπο κι άλλος, το συνηθέστερο, στην αναπαυτική πολυθρόνα της τηλεόρασης.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 21/7/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου