Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Υπό­θε­ση Μπε­λο­γιάν­νη


Ο Νί­κος Μπε­λο­γιάν­νης στο διά­ση­μο σκί­τσο
του Πά­μπλο Πι­κά­σο, δη­μο­σιευ­μέ­νο
σε γαλ­λι­κό έ­ντυ­πο της ε­πο­χής.


Νί­κος Δαβ­βέ­τας 
«Ο ζω­γρά­φος του Μπε­λο­γιάν­νη»
Εκδό­σεις Με­ταίχ­μιο
Απρί­λιος 2013

Εί­ναι το τρί­το στη σει­ρά μυ­θι­στό­ρη­μα που πα­ρου­σιά­ζου­με, με πρω­τα­γω­νι­στές τους γό­νους της γε­νιάς που έ­ζη­σε την πο­λε­μο­χα­ρή δε­κα­ε­τία του ’40. Προ­η­γή­θη­καν «Η ά­σκη­ση του Ροτ» της Βα­σι­λι­κής Ηλιο­πού­λου και «Δυο φο­ρές α­θώα» της Έλε­νας Χου­ζού­ρη. Δε­δο­μέ­νου ό­τι κυ­κλο­φό­ρη­σαν και τα τρία Απρ. 2013, ο­ποια­δή­πο­τε κοι­νά ση­μεία δεν συ­νι­στούν δά­νεια ή κά­ποιου εί­δους συ­νο­μι­λία, αλ­λά ε­πι­μέ­ρους συ­μπτώ­σεις, που α­πορ­ρέ­ουν α­πό την τρέ­χου­σα κα­τά­στα­ση, τα θέ­μα­τα που συ­ζη­τιού­νται και τα συγ­γρα­φι­κά α­ντα­να­κλα­στι­κά, που αυ­τά κε­ντρί­ζουν. Οι τρεις συγ­γρα­φείς, ω­στό­σο, δεν συ­μπί­πτουν ως προς την θεώ­ρη­ση της πρώ­της γε­νιάς, που έ­δω­σε τις μά­χες και η ο­ποία α­πο­τε­λεί α­πώ­τε­ρη ι­δε­ο­λο­γι­κή στό­χευ­ση. Γι’ αυ­τό και πλά­θουν δια­φο­ρε­τι­κού ή­θους ή­ρωες, ώ­στε, μέ­σα α­πό τη δι­κή τους νοο­τρο­πία και τις πρά­ξεις τους, να φα­νε­ρω­θούν οι ό­ποιες “α­μαρ­τίες” των γο­νέων, που άλ­λο­τε πο­τέ λο­γί­ζο­νταν ως ή­ρωες ή ως πρό­τυ­πα α­γω­νι­στι­κού ή­θους. 
Και οι τρεις συγ­γρα­φείς α­νή­κουν στην συγ­γρα­φι­κή ο­μά­δα του 21ου αιώ­να, με πρώ­το πε­ζο­γρα­φι­κό βι­βλίο το 2000 και με­τά. Μό­νο που η Ηλιο­πού­λου, ερ­χό­με­νη α­πό το χώ­ρο του κι­νη­μα­το­γρά­φου, συ­νυ­πο­λο­γί­ζε­ται στους πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους αυ­τής της πε­ριό­δου, ε­νώ οι δύο άλ­λοι ξε­κί­νη­σαν ως ποιη­τές, με πρώ­τη εμ­φά­νι­ση το 1981. Πι­στεύου­με ό­τι η δια­φο­ρε­τι­κή θέ­α­ση των ι­στο­ρι­κών προ­σώ­πων έ­χει πολ­λα­πλά αί­τια. Εν μέ­ρει, την η­λι­κια­κή α­πό­στα­ση μιας δε­κα­ε­τίας συν πλην δυο χρό­νια που χω­ρί­ζει τον Δαβ­βέ­τα α­πό την Ηλιο­πού­λου και την Χου­ζού­ρη α­ντι­στοί­χως, την βο­ρειο­ελ­λα­δί­τι­κη κα­τα­γω­γή των δυο τε­λευ­ταίων, το οι­κο­γε­νεια­κό ι­στο­ρι­κό, αλ­λά και τους δα­σκά­λους τους στην τέ­χνη του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, στην ο­ποία, α­πό ε­φέ­τος, ο Δαβ­βέ­τας προά­γε­ται σε δά­σκα­λο κα­τά τα σε­μι­νά­ρια δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής. Επο­μέ­νως, στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση, με­γα­λώ­νουν οι προσ­δο­κίες και οι α­ξιώ­σεις α­πό το πρό­σφα­το, τέ­ταρ­το μυ­θι­στό­ρη­μά του ε­ντός μιας δε­κα­ε­τίας, το ο­ποίο ε­πε­κτεί­νει την εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κή τρι­λο­γία του στην ψυ­χρο­πο­λε­μι­κή πε­ρίο­δο.

Δια­φο­ρές και ο­μοιό­τη­τες 

Κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή στις ε­κτι­μή­σεις της η Χου­ζού­ρη, δη­λώ­νει με τον τίτ­λο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τός της, «Δυο φο­ρές α­θώα», το πώς βλέ­πει την πρώ­τη γε­νιά των ε­πι­γό­νων και α­ντι­στοί­χως, πλά­θει την η­ρωί­δα της. “Νουά­ρ” χα­ρα­κτη­ρί­ζει το μυ­θι­στό­ρη­μά του ο Δαβ­βέ­τας, πα­ρα­πέ­μπο­ντας εμ­μέ­σως στους κυ­νι­κούς χα­ρα­κτή­ρες, τον διε­φθαρ­μέ­νο κό­σμο και τη γε­νι­κό­τε­ρη δυ­σά­ρε­στη ό­ψη των πραγ­μά­των, που κυ­ριαρ­χούν στα κλα­σι­κά του εί­δους μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Όσο για την Ηλιο­πού­λου, δεν προ­σπα­θεί να ελ­κύ­σει το εν­δια­φέ­ρον με τίτ­λους και υ­πό­τιτ­λους, πα­ρό­λο που θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρί­σει το μυ­θι­στό­ρη­μά της νουά­ρ, α­φού υ­πάρ­χουν ο φό­νος, το σα­σπέ­νς, αλ­λά και η πα­ρακ­μια­κή α­τμό­σφαι­ρα, που θα ταί­ρια­ζαν σε έ­να φιλμ νουάρ. Να ση­μειώ­σου­με ό­τι οι ή­ρωες των δυο τε­λευ­ταίων έ­χουν πα­ρα­πλή­σιο βιο­γρα­φι­κό. Εί­ναι πε­ρί­που συ­νο­μή­λι­κοι, γεν­νη­μέ­νοι στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’40, με­γα­λω­μέ­νοι σε συγ­γε­νι­κά σπί­τια, με τη μη­τέ­ρα στη φυ­λα­κή και τον πα­τέ­ρα στην υ­πε­ρο­ρία. Και μά­λι­στα, στην ί­δια χώ­ρα, την Ρου­μα­νία, το θερ­μό κέ­ντρο της διά­σπα­σης του ΚΚΕ το 1968, που φέρ­νει α­ντι­μέ­τω­πους πα­τέ­ρα και γιο. Αμφό­τε­ροι κα­τα­λή­γουν α­ρι­στε­ροί της ευ­ρω­παϊκής δια­σπο­ράς, Πα­ρί­σι ο πρώ­τος, Γερ­μα­νία ο δεύ­τε­ρος. Μό­νο που η Ηλιο­πού­λου πλά­θει έ­ναν ή­ρωα εν συγ­χί­σει, ε­νώ ο Δαβ­βέ­τας έ­ναν α­δί­στα­κτο χα­ρα­κτή­ρα, χω­ρίς πολ­λούς η­θι­κούς φραγ­μούς. Για να α­κρι­βο­λο­γού­με, τον σκια­γρα­φεί, μα­ζί με μια χο­ρεία προ­σώ­πων πα­ρα­πλή­σιας νοο­τρο­πίας και συ­μπε­ρι­φο­ράς, που α­παρ­τί­ζουν τη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή γε­νιά των ε­πι­γό­νων.
Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον το γε­γο­νός ό­τι και οι τρεις συγ­γρα­φείς κα­τα­φεύ­γουν σε ποι­κι­λία α­φη­γη­μα­τι­κών τρό­πων. Κοι­νά ση­μεία εί­ναι οι συ­χνές ε­ναλ­λα­γές α­πό τον εν­διά­θε­το λό­γο, που α­πο­δί­δε­ται σε πρώ­το ή και τρί­το πρό­σω­πο, στο λό­γο ε­νός πα­ντε­πό­πτη α­φη­γη­τή, κά­πως ε­ξε­ζη­τη­μέ­νης ταυ­τό­τη­τας στην πε­ρί­πτω­ση της Ηλιο­πού­λου, ό­πως έ­χου­με ή­δη σχο­λιά­σει. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Δαβ­βέ­τα, εί­ναι δυο τα υ­πο­κεί­με­να του εν­διά­θε­του λό­γου, ο ο­ποίος, κά­θε φο­ρά, δια­κό­πτε­ται α­πό μα­κριές α­φη­γή­σεις κά­ποιου συ­νο­μι­λη­τή, εί­τε σε μορ­φή δια­λό­γου εί­τε υ­πό τύ­πον α­να­δρο­μής. Με αυ­τήν τη μορ­φι­κή εκ­ζή­τη­ση, οι τρεις συγ­γρα­φείς δεν ε­πι­διώ­κουν να και­νο­το­μή­σουν, αλ­λά μάλ­λον α­να­ζη­τούν τρό­πους για να πα­ρου­σιά­σουν σε α­ντι­θε­τι­κή πα­ραλ­λη­λία το ντο­κου­μέ­ντο, πραγ­μα­τι­κό, μι­σο­πραγ­μα­τι­κό ή ε­πι­νο­η­μέ­νο, και τις α­ντι­λή­ψεις που έ­χουν οι ή­ρωες για πρό­σω­πα και συμ­βά­ντα. Εί­ναι έ­νας πρό­δη­λος τρό­πος για να προ­βάλ­λουν τις δι­κές τους α­πό­ψεις γύ­ρω α­πό ε­πί­και­ρα θέ­μα­τα, ό­πως με­τα­νά­στες και ρα­τσι­σμός, κυ­ρίως για να κα­τα­θέ­σουν τις δι­κές τους α­να­θεω­ρη­τι­κές ερ­μη­νείες για τους προ­γό­νους.

Κά­ποιες συ­γκυ­ρίες

Πε­ρισ­σό­τε­ρο φι­λό­δο­ξη δεί­χνει η πε­ρί­πτω­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Δαβ­βέ­τα, κα­θώς αυ­τός α­νή­κει σε μια μι­κρή αλ­λά συ­νε­χώς αυ­ξα­νό­με­νη ο­μά­δα μυ­θι­στο­ριο­γρά­φων, που θέ­λουν πλα­γίως να πα­ρέμ­βουν στην ι­στο­ριο­γρα­φία, ώ­στε να διορ­θώ­σουν στε­ρεό­τυ­πους μύ­θους και να ε­πα­να­φέ­ρουν α­γιο­ποιη­μέ­να πρό­σω­πα στις πραγ­μα­τι­κές τους δια­στά­σεις. Αυ­τό το εγ­χεί­ρη­μα το ε­πι­τε­λούν μέ­σω της δι­κής τους τέ­χνης, της μυ­θο­πλα­στι­κής, στη­ρι­ζό­με­νοι στο με­τα­μο­ντέρ­νο α­ξίω­μα, που α­φαί­ρε­σε α­πό την Ιστο­ρία την προ­νο­μιού­χο θέ­ση στην α­πό­δο­ση του α­λη­θούς. Όλες οι α­φη­γή­σεις προ­σκο­μί­ζουν τεκ­μή­ρια, αυ­θε­ντι­κά η ι­στο­ρι­κή α­φή­γη­ση, μπο­ρεί και πλα­στά η μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή αλ­λά λο­γο­τε­χνι­κώς κε­χρι­σμέ­να. Να ση­μειώ­σου­με ό­τι ο προ­βλη­μα­τι­σμός της σχέ­σης αυ­θε­ντι­κού και πλα­στού ε­πα­νέρ­χε­ται συ­νε­χώς στο νέο μυ­θι­στό­ρη­μα του Δαβ­βέ­τα, κα­θι­στώ­ντας το, και α­πό αυ­τήν την ά­πο­ψη, ε­πί­και­ρο. 
Κα­τά τα άλ­λα, το μυ­θι­στό­ρη­μά του συν­δέε­ται με πε­ρισ­σό­τε­ρες της μιας συ­γκυ­ρίες. Σεπ. 2009, κυ­κλο­φο­ρεί το προ­η­γού­με­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του, «Η Εβραία νύ­φη», ο­πό­τε οι συγ­γρα­φι­κές κε­ραίες θα πρέ­πει να εί­ναι τε­ντω­μέ­νες στα σή­μα­τα που θα δώ­σουν την έ­μπνευ­ση για το ε­πό­με­νο. 27 Οκτ. 2009, πε­θαί­νει η Έλλη Παπ­πά, φέρ­νο­ντας στην ε­πι­και­ρό­τη­τα τον Μπε­λο­γιάν­νη, κυ­ρίως την τε­λευ­ταία πε­ρίο­δο της ζωής του, στην ο­ποία ε­κεί­νη πρω­τα­γω­νί­στη­σε. Σύλ­λη­ψη, δι­πλή δί­κη και ε­κτέ­λε­ση στις 30 Μαρ. 1952. “Η σκο­τει­νή δε­κα­ε­τία του ’50” αρ­χί­ζει να “ε­ξι­τά­ρει” τον συγ­γρα­φέα. Συ­μπτω­μα­τι­κά, αρ­χές Νοε. δη­μο­σιεύε­ται α­φιέ­ρω­μα σε “ι­στο­ρίες κα­τα­σκο­πείας τον και­ρό του Ψυ­χρού Πο­λέ­μου”. Εί­ναι τα πρώ­τα στοι­χεία ε­νός ε­ρευ­νη­τι­κού προ­γράμ­μα­τος, που έ­χει α­να­λά­βει τριά­δα ε­ρευ­νη­τών (Στ. Κα­λύ­βας, Ν. Μα­ρα­ντζί­δης, Κ. Τσί­βος), χρη­μα­το­δο­τού­με­νου α­πό το Πα­νε­πι­στή­μιο του Γέ­η­λ, στο Εθνι­κό Αρχείο Πρά­γας και ι­διαί­τε­ρα, σε μέ­ρος της ά­κρως α­πόρ­ρη­της Συλ­λο­γής Κλέ­με­ντ Γκότ­βαλ­ντ, πρώ­του προέ­δρου της ε­κεί Λαϊκής Δη­μο­κρα­τίας, που ι­δρύ­θη­κε στο σο­βιε­τι­κό πρό­τυ­πο το 1948. Στο α­φιέ­ρω­μα α­πο­κα­λύ­πτε­ται ο ρό­λος της Τσε­χοσ­λο­βα­κίας στην ορ­γά­νω­ση πα­ρά­νο­μων δι­κτύων πα­ρα­κο­λού­θη­σης και μη­χα­νι­σμών διείσ­δυ­σης σε δυ­τι­κές χώ­ρες και κυ­ρίως, στην Ελλά­δα. Εί­ναι γνω­στή η α­δυ­να­μία του Δαβ­βέ­τα “στις αρ­χεια­κές πη­γές”. Στο προ­η­γού­με­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του γύ­ρω α­πό τους Εβραίους της Θεσ­σα­λο­νί­κης και τη δρά­ση των ε­κεί δω­σί­λο­γων, χά­ρις στα να­ζι­στι­κά αρ­χεία, η μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή του α­φή­γη­ση πή­ρε και ι­στο­ριο­γρα­φι­κή διά­στα­ση.  Με τα τσέ­χι­κα αρ­χεία, θα μπο­ρού­σε να διορ­θώ­σει “τα με­γά­λα ψέ­μα­τα στην υ­πό­θε­ση Μπε­λο­γιάν­νη, που τον ι­ντρι­γκά­ρου­ν”, ό­πως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται σε συ­νέ­ντευ­ξή του.
Σε­πτέμ­βριο 2010, εκ­δί­δε­ται το βι­βλίο της Παπ­πά, «Μαρ­τυ­ρίες μιας δια­δρο­μής», με τις κα­τη­γο­ρίες ό­τι πρό­κει­ται για μη α­ξιό­πι­στη ι­στο­ρι­κή πη­γή εκ μέ­ρους του ΚΚΕ να προ­η­γού­νται. Ολό­κλη­ρο το 2011 υ­πάρ­χουν δη­μο­σιεύ­μα­τα γύ­ρω α­πό τις α­λή­θειες και τα ψεύ­δη για τα ε­πί­μα­χα συμ­βά­ντα του ’50. Σε αυ­τά, τον α­γω­νι­στή Μπε­λο­γιάν­νη, α­πό τις με­τα­ξι­κές φυ­λα­κί­σεις μέ­χρι τον Γράμ­μο, υ­πο­σκε­λί­ζει μέ­χρι ε­ξα­φά­νι­σης “ο άν­θρω­πος με το γα­ρύ­φαλ­λο”. Τε­λι­κά, αυ­τός θα γο­η­τεύ­σει και τον συγ­γρα­φέα. Μάρ. 2011, εμ­φα­νί­ζε­ται Γάλ­λος ζω­γρά­φος, που εί­χε φι­λο­τε­χνή­σει, εν θερ­μώ, το 1952, πί­να­κα με τίτ­λο «Η ε­κτέ­λε­ση του Μπε­λο­γιάν­νη», χω­ρίς πο­τέ να τον εκ­θέ­σει, με ό­νει­ρο ζωής να τον δω­ρί­σει σε ελ­λη­νι­κό μου­σείο. Τα δη­μο­σιεύ­μα­τα μπο­ρεί να ε­μπνέ­ουν τον τίτ­λο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, α­νε­ξάρ­τη­τα αν αυ­τός α­να­φέ­ρε­ται σε έ­τε­ρο, πο­λύ δια­ση­μό­τε­ρο ζω­γρά­φο, που, ό­μως, δεν του α­ντι­στοι­χεί έ­νας πα­ρό­μοιος τίτ­λος, α­φού ε­κεί­νος δεν ζω­γρά­φι­σε, πα­ρά μό­νο σκι­τσά­ρι­σε, τον Μπε­λο­γιάν­νη. Πρό­κει­ται για τον Πι­κά­σο, που έρ­χε­ται στην ε­πι­και­ρό­τη­τα στις 9 Ιαν. 2012, με την κλο­πή α­πό την Εθνι­κή Πι­να­κο­θή­κη ε­νός πί­να­κά του. Τον εί­χε προ­σφέ­ρει ο ί­διος, “ως συ­μπα­ρά­στα­ση προς τον ελ­λη­νι­κό λαό που α­ντι­στε­κό­ταν στη να­ζι­στι­κή κα­το­χή”. Λέ­γε­ται ό­τι για το σκί­τσο έ­κα­νε έ­να μό­νο προ­σχέ­διο και ό­χι πολ­λά, ό­πως ο άλ­λος για τον πί­να­κα. Αυ­τό το μο­να­δι­κό προ­σχέ­διο πολ­λα­πλα­σιά­ζε­ται για τις μυ­θο­πλα­στι­κές α­νά­γκες του “πο­λι­τι­κού νουά­ρ”. Συ­μπτω­μα­τι­κά ή μη, το μυ­θι­στό­ρη­μα κυ­κλο­φο­ρεί ε­πε­τεια­κά, με τη συ­μπλή­ρω­ση 40 χρό­νων α­πό το θά­να­το του Πι­κά­σο, στις 8 Απρ. 1973. Όπως, μά­λι­στα, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα με­τα­μο­ντέρ­να μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, συμ­βάλ­λει κι αυ­τό με τον τρό­πο του στην προ­σπά­θεια α­πο­δό­μη­σης, σμι­κρύ­νο­ντας κα­τά το δυ­να­τό το φω­το­στέ­φα­νο του ζω­γρά­φου.

Έρω­τες και χα­μό­γε­λα

Στα προ­η­γού­με­να βι­βλία του Δαβ­βέ­τα, υ­πήρ­χε έ­νας δη­μο­σιο­γρά­φος, που ε­πεί­χε θέ­ση συγ­γρα­φι­κού alter ego. Ίσως, κα­θό­λου τυ­χαία, στο πρό­σφα­το, α­ντί αυ­τού, εμ­φα­νί­ζε­ται έ­νας ε­ρευ­νη­τής αρ­χείων. Εί­ναι γό­νος οι­κο­γέ­νειας στρα­τιω­τι­κών και ό­χι, ό­πως ο δη­μο­σιο­γρά­φος, γιος Μα­κρο­νη­σιώ­τη. Στο πρώ­το κε­φά­λαιο, α­φη­γεί­ται ο ί­διος με έ­παρ­ση τις εκ­κε­ντρι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές των προ­γό­νων του και τις δι­κές του. Η πρώ­τη ε­ντύ­πω­ση εί­ναι ό­τι αυ­τό το σο­φι­στι­κέ βιο­γρα­φι­κό ε­πι­νο­εί­ται για να συ­στή­σει έ­ναν ντε­τέ­κτιβ στο ύ­ψος των κα­τά κα­νό­να ι­διό­τυ­πων α­στυ­νο­μι­κών του κλα­σι­κού νουάρ. Όμως οι α­ρε­τές του μέ­νουν μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κά α­νεκ­με­τάλ­λευ­τες, πλην της πα­ρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τας που ε­πι­δει­κνύει κα­τά τις ε­πα­φές του με τα ε­μπλε­κό­με­να πρό­σω­πα. Οπό­τε, το πρώ­το κε­φά­λαιο θα πρέ­πει να ε­κλη­φθεί ως αυ­το­τε­λές κεί­με­νο, που πε­ρι­γε­λά τους ει­δή­μο­νες αλ­λά και τους ε­πί­δο­ξους ι­στο­ρι­κούς που προ­στρέ­χουν σε αυ­τούς, κα­τα­γρά­φο­ντας την πλή­θυν­ση των υ­πο­ψή­φιων δι­δα­κτό­ρων που ελ­κύει η δε­κα­ε­τία του ’40 και η σκο­τει­νή ου­ρά της.  Απο­κύη­μα ό­χι φα­ντα­σίας αλ­λά προ­σω­πι­κής ε­μπει­ρίας του συγ­γρα­φέα α­πό τον συγ­χρω­τι­σμό του με το χώ­ρο. 
Στο δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο, το λό­γο παίρ­νει μια φί­λη του α­πό τα χρό­νια που πα­ρα­κο­λου­θού­σαν μα­θή­μα­τα γαλ­λι­κών στο Γαλ­λι­κό Ινστι­τού­το. Εί­ναι το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της τρί­της γε­νιάς, παι­δί παι­διών ε­κεί­νων του ’40, με ι­διό­τυ­πη συ­μπε­ρι­φο­ρά, ε­ρω­τι­κά α­πο­κλί­νου­σα,  που, ό­μως, δεν την ε­πι­βάλ­λουν οι α­νά­γκες της πλο­κής. Μάλ­λον ως ει­σα­γω­γή πρέ­πει να ε­κλη­φθεί αυ­τό το κε­φά­λαιο, κα­θώς, μέ­σω της ε­ρω­τι­κής πεί­νας της νέ­ας γυ­ναί­κας, έρ­χε­ται στο μυ­θο­πλα­στι­κό προ­σκή­νιο ο έ­ρω­τας ως ο κύ­ριος μο­χλός πρά­ξεων, που ο συ­ντη­ρη­τι­σμός των πα­λαιό­τε­ρων και οι σκο­πι­μό­τη­τες άλ­λων και­ρών α­πέ­δω­σαν σε υ­ψη­λά ι­δεώ­δη. Για πα­ρά­δειγ­μα, στη συ­νέ­χεια του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, έ­νας α­πό τους ε­πι­γό­νους θα ι­σχυ­ρι­στεί ό­τι “ο άν­θρω­πος με το γα­ρύ­φαλ­λο” χα­μο­γε­λά­ει α­πό έ­ρω­τα για τη σύ­ντρο­φό του και πως ή­ταν ε­κεί­νη που του το χά­ρι­σε σε έ­να διά­λειμ­μα της δί­κης. Κα­τά τον φω­το­γρά­φο Πα­να­γιώ­τη Μή­τσου­ρα, ή­ταν αυ­τός που του το έ­δω­σε πριν τρα­βή­ξει τα εν­στα­ντα­νέ. Όσο για το χα­μό­γε­λο, δε­δο­μέ­νου ό­τι πρό­κει­ται για έ­ναν άν­θρω­πο α­φο­σιω­μέ­νο στα ι­δε­ο­λο­γι­κά του πι­στεύω α­πό τα μα­θη­τι­κά του χρό­νια, θα μπο­ρού­σε να δεί­χνει ι­κα­νο­ποίη­ση για την α­πο­λο­γία, που μό­λις εί­χε ο­λο­κλη­ρώ­σει. Δεύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα, έ­νας άλ­λος της ί­διας γε­νιάς, πιο βλά­σφη­μος αυ­τός, θα δώ­σει σε­ξουα­λι­κά κί­νη­τρα στα φι­λι­κά για την Ελλά­δα αι­σθή­μα­τα και την υ­πο­στή­ρι­ξη των Γάλ­λων δια­νοού­με­νων και καλ­λι­τε­χνών. 
Στο πα­ρόν της α­φή­γη­σης, το ε­ρω­τι­κό τα­μπε­ρα­μέ­ντο της η­ρωί­δας έ­χει κα­τα­σι­γά­σει η συμ­βίω­σή της με Γάλ­λο της Αλγε­ρίας. Αυ­τή η ε­πι­λο­γή ε­ξα­σφα­λί­ζει στο “πο­λι­τι­κό νουά­ρ” τον πρό­σφο­ρο έ­νο­χο για κά­θε έ­γκλη­μα προς υ­πο­γράμ­μι­ση του γαλ­λι­κού ρα­τσι­σμού. Εί­ναι έ­νας α­πό τους “κα­λούς” του βι­βλίου, ό­πως και ο άλ­λος Γάλ­λος εξ Αλγε­ρίας. Πιο ευ­φά­ντα­στη η σκια­γρά­φη­ση του δεύ­τε­ρου, κα­θώς πρό­κει­ται για ε­βραϊκής κα­τα­γω­γής α­στυ­νο­μι­κό και πα­ρα­ση­μο­φο­ρη­μέ­νο α­ντι­στα­σια­κό, που προ­στά­τευε τους Έλλη­νες φοι­τη­τές το Μάη του ’68.  Πά­ντως, αυ­τή η δεύ­τε­ρης γε­νιάς με­τα­νά­στρια στο Πα­ρί­σι εί­ναι ο συν­δε­τι­κός κρί­κος με την πρώ­τη γε­νιά του κε­ντρι­κού ή­ρωα, που ο φό­νος του συ­νι­στά τον πυ­ρή­να του “νουά­ρ”, ό­ντας α­νι­ψιά και κλη­ρο­νό­μος του.
Στα ρε­α­λι­στι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, πα­λαιό­τε­ρα, προ­σπα­θού­σαν οι πε­ρι­γρα­φές προ­σώ­πων και κα­τα­στά­σεων να εί­ναι, ό­σο το δυ­να­τόν, πιο πει­στι­κές. Στο με­τα­μο­ντέρ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα, η α­λη­θο­φά­νεια ε­ξα­σφα­λί­ζε­ται δη­μιουρ­γώ­ντας την αί­σθη­ση του “ή­δη ι­δω­μέ­νου”. Αυ­τή ε­πι­τυγ­χά­νε­ται ε­πι­στρα­τεύο­ντας αυ­τού­σια ή σε κο­λάζ τα μι­κρά ο­νό­μα­τα και τα ε­πί­θε­τα γνω­στών προ­σώ­πων, ή και συρ­ρά­πτο­ντας στοι­χεία α­πό τα α­ντί­στοι­χα βιο­γρα­φι­κά. Το βα­σι­κό­τε­ρο, τα πλα­στά πρό­σω­πα και γε­γο­νό­τα σο­φι­λιά­ζο­νται μέ­σα στα πραγ­μα­τι­κά, τό­σο έ­ντε­χνα που ο δια­χω­ρι­σμός τους να α­παι­τεί μπό­λι­κη φα­ντα­σία. 
Ο Δαβ­βέ­τας έ­χει εκ­φρά­σει την ά­πο­ψη ό­τι ο­ρι­σμέ­νοι α­πό την ο­μά­δα των υ­πο­τρό­φων του Γαλ­λι­κού Κρά­τους, που έ­φυ­γε α­πό την Ελλά­δα τον Δεκ. του 1945 με το με­τα­γω­γι­κό Μα­τα­ρόα, και κά­ποιοι άλ­λοι, που ο Μά­ης του ’68 τους βρή­κε φοι­τη­τές στο Πα­ρί­σι, έ­χουν σή­με­ρα υ­περ­τι­μη­θεί. Τα δι­κά τους στοι­χεία και με­ρι­κών α­κό­μη α­να­δεύει στη μαρ­μί­τα, χω­ρίς πά­ντο­τε ει­ρω­νι­κή διά­θε­ση. Πα­ρά­δειγ­μα έ­νας συλ­λέ­κτης, ο­νό­μα­τι Γιώρ­γος Ζερ­βά­κης, που ή­ταν “συ­γκρα­τού­με­νος στις φυ­λα­κές του Επτα­πυρ­γίου του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη” και ε­κεί­νος “τον έσ­πρω­ξε προς την κα­τεύ­θυν­ση της με­λέ­της και της συλ­λο­γής, λέ­γο­ντας «Αν δεν μπο­ρείς να σπεί­ρεις, μπο­ρείς να σκά­ψεις»”. Ο συγ­γρα­φέ­ας, στο “πο­λι­τι­κό νουά­ρ”  του, αν­τλεί α­πό το “deja vu” μέ­χρι και τη λύ­ση του φό­νου. Όχι έ­νας έ­νο­χος, αλ­λά κο­λάζ γνω­στών υ­πο­θέ­σεων, ό­πως του Νά­σιουτ­ζικ και άλ­λων δο­λο­φο­νιών, πε­ριώ­νυ­μων και θο­λών.

Πριν και με­τά το μύ­θο

Στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Δαβ­βέ­τα, πνέει έ­νας ά­νε­μος αμ­φι­σβή­τη­σης των “ιε­ρών τε­ρά­τω­ν”. Με τους βιο­γρα­φι­κούς πα­ραλ­λη­λι­σμούς Μπε­λο­γιάν­νη - Τσε Γκε­βά­ρα, κα­θώς αμ­φό­τε­ροι ο­δεύουν μέ­σω Πρά­γας και με αρ­γε­ντί­νι­κο δια­βα­τή­ριο προς τις χώ­ρες της ε­κτέ­λε­σής τους, ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πα­να­φέ­ρει τα γνω­στά ε­ρω­τή­μα­τα γύ­ρω α­πό τις τε­λι­κές ε­κτι­μή­σεις ε­κεί­νων των δυο για τα ε­πι­τεύγ­μα­τα των Λαϊκών Δη­μο­κρα­τιών. Μέ­σα α­πό την υ­πό­θε­ση Μπε­λο­γιάν­νη, προ­βλη­μα­τί­ζε­ται για το πό­σο δη­μο­κρα­τι­κή ή­ταν τό­τε η πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση στην Ελλά­δα. Δια­φω­νεί με το ε­πι­χεί­ρη­μα “ό­τι που­θε­νά αλ­λού, στον πο­λι­τι­σμέ­νο κό­σμο, δεν γί­νο­νταν ε­κτε­λέ­σεις”. Όταν πρό­κει­ται  για την πε­ρίο­δο του Ψυ­χρού Πο­λέ­μου, δεν εν­δια­φέ­ρει τι συμ­βαί­νει στον Δυ­τι­κό κό­σμο. Όλη η προ­σο­χή ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στο δί­πο­λο Δυ­τι­κού και Ανα­το­λι­κού μπλοκ. Χά­ρις στην πρό­σβα­ση στα προ­α­να­φε­ρό­με­να Αρχεία και τα πο­ρί­σμα­τα των ι­στο­ρι­κών, ο συγ­γρα­φέ­ας α­να­κα­λύ­πτει τα ί­χνη του  Ενρί­κε Πα­νιό­θ, με το δια­βα­τή­ριο του ο­ποίου και αλ­λά­ζο­ντας μό­νο τη φω­το­γρα­φία, ο Μπε­λο­γιάν­νης μπή­κε στην Ελλά­δα. Σύμ­φω­να με το μυ­θι­στό­ρη­μα, ο Πα­νιόθ ε­κτε­λέ­στη­κε α­πό τους τσε­χοσ­λο­βά­κους συ­ντρό­φους του και μά­λι­στα, χω­ρίς δί­κη. Εκτός κι αν πρό­κει­ται για μυ­θο­πλα­στι­κό εύ­ρη­μα. Πά­ντως, α­πό ό­σο γνω­ρί­ζου­με, δεν υ­πάρ­χει σχε­τι­κό δη­μο­σίευ­μα  α­πό την ε­ρευ­νη­τι­κή τριά­δα ή τους μα­θη­τές τους, ό­πως η Ελέ­νη Πα­σχα­λού­δη, που υ­πο­γρά­φει το Επί­με­τρο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Ήταν, πά­ντως, η πε­ρίο­δος των με­γά­λων εκ­κα­θα­ρί­σεων του προέ­δρου Γκότ­βαλ­ντ, ο ο­ποίος πέ­θα­νε α­πό πνευ­μο­νία που άρ­πα­ξε πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας στη Μό­σχα την κη­δεία του Στά­λιν. Στις 9 Μαρ. 1953 ο “πα­τε­ρού­λης”, στις 14 Μαρ. ο Γκοτ­βαλ­ντ. Αργε­ντί­νος ο Πα­νιό­θ, αρ­γε­ντί­νος ο Τσε και για να γί­νουν α­πό­λυ­τες οι πα­ραλ­λη­λίες, ας θυ­μί­σου­με ό­τι ο πα­τέ­ρας Μπε­λο­γιάν­νης, πριν ε­γκα­τα­στα­θεί στην Αμα­λιά­δα, εί­χε πά­ει με­τα­νά­στης στην Αργε­ντι­νή. 
Ο Δαβ­βέ­τας, σύμ­φω­να και με τις συ­νε­ντεύ­ξεις του, θέ­λει με το μυ­θι­στό­ρη­μά του να φω­τί­σει τη δε­κα­ε­τία του ’50, κα­τά την ο­ποία “έ­χουν συμ­βεί τε­ρα­τώ­δη πράγ­μα­τα που α­γνοού­με, ό­πως μα­ζι­κές ε­κτε­λέ­σεις κο­μου­νι­στών στην Τσε­χοσ­λο­βα­κία”. Από μια ά­πο­ψη, κο­μί­ζει γλαύ­κα εις Αθή­νας, δε­δο­μέ­νου ό­τι αυ­τά τα τε­ρα­τώ­δη τα έ­γρα­φε τό­τε με πη­χυαίους τίτ­λους ο Τύ­πος της Δε­ξιάς προς υ­πε­ρά­σπι­ση της α­πό­φα­σης να ε­κτε­λε­στεί ο Μπε­λο­γιάν­νης, κα­το­νο­μά­ζο­ντας τους α­νά χώ­ρα ε­κτε­λε­σθέ­ντες κο­μου­νι­στές. “Εξ αρ­μο­δίας πη­γής” οι δη­μο­σιο­γρά­φοι της ε­πο­χής, ό,τι αυ­τό σή­μαι­νε τό­τε, με ευ­χα­ρι­στίες προς τους ε­ρευ­νη­τές των Αρχείων ο συγ­γρα­φέ­ας, ό,τι αυ­τό ση­μαί­νει σή­με­ρα. Λ.χ., τη στε­νό­τε­ρη σχέ­ση λο­γο­τε­χνίας και Ιστο­ρίας, ό­πως δεί­χνει το Επί­με­τρο, με τίτ­λο, «Τα γε­γο­νό­τα πριν α­πό τον μύ­θο». Μό­νο που οι αό­ρι­στες, κά­πο­τε και α­τυ­χείς, δια­τυ­πώ­σεις της ι­στο­ρι­κού, συ­σκο­τί­ζουν τα γε­γο­νό­τα. Ιδιαί­τε­ρα, η α­να­φο­ρά στην κα­τά­στα­ση της υ­γείας του Πλα­στή­ρα δη­μιουρ­γεί την ε­ντύ­πω­ση ό­τι με­τά το ε­γκε­φα­λι­κό ε­πει­σό­διο, που υ­πέ­στη στις 10 Μαρ. 1952, πα­ρέ­μει­νε πο­λι­τι­κά α­δρα­νής. Κα­θώς η προ τε­τρα­ε­τίας δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή της Πα­σχα­λού­δη στη­ρί­ζε­ται στην α­να­δί­φη­ση του Τύ­που της δε­κα­ε­τίας του ’50, θα α­να­με­νό­ταν να γνω­ρί­ζει με κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια τις κυ­βερ­νη­τι­κές κι­νή­σεις. Η κυ­βερ­νη­τι­κή σύ­σκε­ψη στις 29 Μαρ., με­τά την α­πό­φα­ση του Συμ­βου­λίου Χα­ρί­των να δώ­σει χά­ρη μό­νο στους τέσ­σε­ρις α­πό τους ο­κτώ κα­τά­δι­κους, έ­γι­νε στην οι­κία του Πλα­στή­ρα. Την ει­σή­γη­ση  για χο­ρή­γη­ση χά­ρης και στους άλ­λους τέσ­σε­ρις του υ­πουρ­γού Δι­καιο­σύ­νης Δη­μη­τρίου Πα­πα­σπύ­ρου “προς τον Βα­σι­λέ­α”, που α­πο­φα­σί­στη­κε, συ­νό­δευε και έγ­γρα­φη έκ­κλη­ση του ί­διου του πρω­θυ­πουρ­γού. 
Μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση πως οι ι­στο­ρι­κοί, που κα­τα­πιά­στη­καν με την α­να­θεώ­ρη­ση της ι­στο­ρίας ε­κεί­νης της πε­ριό­δου, σχη­μα­το­ποιούν ή και υ­πο­τι­μούν τη συμ­βο­λή του άλ­λο­τε πο­τέ α­πο­κα­λού­με­νου “Μαύ­ρου Κα­βα­λά­ρη”. Το 1953, τρεις μή­νες με­τά τον Στά­λιν, πέ­θα­νε και ο Πλα­στή­ρας, στις 26 Ιουλ., πέ­ντε χρό­νια μι­κρό­τε­ρός του, αυ­τός στα 70. Την ε­φε­τι­νή δι­πλή ε­πέ­τειο Πλα­στή­ρα ού­τε οι ι­στο­ρι­κοί ού­τε καν οι Σύλ­λο­γοι της ι­διαί­τε­ρης πα­τρί­δας του την μνη­μό­νευ­σαν. Ωστό­σο, α­να­φέ­ρε­ται ό­λο και συ­χνό­τε­ρα ως πο­λι­τι­κός που δεν πλού­τι­σε κα­τά την στα­διο­δρο­μία του. Αυ­το­νό­η­τη μεν στά­ση, αλ­λά, η ο­ποία, στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία, έ­χει α­να­χθεί σε ύ­ψι­στη α­ρε­τή. Και πά­λι, μό­νο στον Τύ­πο και α­πό τους με­σή­λι­κες ε­πι­φυλ­λι­δο­γρά­φους,  για­τί οι νεό­τε­ροι τον θεω­ρούν μάλ­λον α­γα­θό με την τρέ­χου­σα κα­κό­ση­μη ση­μα­σία. Οι και­ροί πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νου α­το­μι­κι­σμού θέ­λουν να βλέ­που­με τον Πλα­στή­ρα σαν τον πρω­θυ­πουρ­γό in poverty και τον Μπε­λο­γιάν­νη σα­ν “τον άν­θρω­πο με το γα­ρύ­φαλ­λο in love”. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/10/2013.