Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Λο­γο­τε­χνι­κή πα­τρι­δο­γνω­σία

Το γεφύρι της Πλάκας στον Άραχθο ποταμό.











«Τό­ποι της λο­γο­τε­χνίας.
134 συγ­γρα­φείς κα­τα­γρά­φου­ν
μία ελ­λη­νι­κή
προ­σω­πι­κή γεω­γρα­φία»
Επι­μέ­λεια Μιχ. Μο­δι­νός
Εκδ. Κα­στα­νιώ­τη-Εται­ρεία
Συγ­γρα­φέω­ν
Μάρ­τιος 2015


Η Εται­ρεία Συγ­γρα­φέων, α­πό το 1994, εκ­δί­δει κα­τ’ έ­τος θε­μα­τι­κά η­με­ρο­λό­για, έ­χο­ντας μέ­χρι σή­με­ρα κα­λύ­ψει έ­να ευ­ρύ φά­σμα. Δο­κί­μα­σε τις α­ντο­χές του συγ­γρα­φι­κού της δυ­να­μι­κού τό­σο στα γε­νι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου θέ­μα­τα ό­σο και στα α­πο­λύ­τως ε­στια­σμέ­να. Σχη­μα­τί­στη­κε έ­τσι μία α­ξιό­λο­γη πα­ρα­κα­τα­θή­κη κει­μέ­νων, με θέ­μα­τα ό­πως “το πε­ρι­βάλ­λον και η ποίη­ση” ή “η βία και η λο­γο­τε­χνία”, αλ­λά και με α­παν­θί­σμα­τα κει­μέ­νων για κά­ποιο πρό­σω­πο (Γιώρ­γος Θε­ο­το­κάς), έ­να πα­λαιό­τε­ρο βι­βλίο («Ελλη­νι­κή Νο­μαρ­χία»), ή και ο­ρι­σμέ­νο γραμ­μα­το­λο­γι­κό εί­δος (Σά­τι­ρα). Άλλο­τε πρό­κει­ται για συλ­λο­γι­κό έρ­γο και άλ­λο­τε για πό­νη­μα ε­νός, του ε­πι­με­λη­τή, που αν­θο­λο­γεί α­πό κεί­με­να πα­λαιό­τε­ρων. Κα­θο­ρι­στι­κός πα­ρά­γο­ντας α­πο­βαί­νει η ε­κά­στο­τε συ­γκυ­ρία, συ­νή­θως η πα­γκό­σμια, ό­πως μία γε­νι­κευ­μέ­νη ε­μπό­λε­μη κα­τά­στα­ση ή η λει­ψυ­δρία σε οι­κου­με­νι­κό ε­πί­πε­δο. Για πα­ρά­δειγ­μα, το Ημε­ρο­λό­γιο του 2004 ή­ταν α­φιε­ρω­μέ­νο στην Ολυ­μπια­κή Εκε­χει­ρία. Τα πιο πρό­σφα­τα, λό­γω της κρί­σης, ε­πι­κε­ντρώ­νο­νται στην ελ­λη­νι­κή ε­πι­και­ρό­τη­τα. Η α­νη­συ­χία των συγ­γρα­φέων για την τύ­χη της χώ­ρας α­ντα­να­κλά­ται στους τίτ­λους των Ημε­ρο­λο­γίων του 2012 και του 2013: “Η δι­κή μας Ελλά­δα” και “Μέ­ρες 2013”.
Κα­θο­ρι­στι­κό πα­ρά­γο­ντα στην ε­πι­λο­γή θέ­μα­τος συ­νι­στά  το πρό­σω­πο του προέ­δρου του Δ.Σ. της Εται­ρείας. Άλλο­τε φαί­νε­ται να διεκ­δι­κεί α­πό­λυ­το λό­γο και άλ­λο­τε να μοι­ρά­ζε­ται την ευ­θύ­νη με τα μέ­λη του Δ.Σ. Ο 10ος Πρό­ε­δρος, Δη­μή­τρης Κα­λο­κύ­ρης ε­πέ­λε­ξε ως θέ­μα για το 2014 τον Οδυσ­σέα, α­να­λαμ­βά­νο­ντας ο ί­διος την αν­θο­λό­γη­ση κει­μέ­νων. Αντιθέ­τως, το Ημε­ρο­λό­γιο του 2015 εί­ναι συλ­λο­γι­κό έρ­γο και τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Γέ­φυ­ρες». Όπου η πρόσ­λη­ψη του τίτ­λου α­φή­νε­ται στην ε­πι­λο­γή του κά­θε συ­νερ­γά­τη. Εκλαμ­βά­νε­ται, εί­τε με­τα­φο­ρι­κά, ως μέ­σο προ­σέγ­γι­σης και ε­ξά­λει­ψης δια­φο­ρών, εί­τε κα­τά κυ­ριο­λε­ξία, ως κα­τα­σκευή, αλ­λά και ως θέ­μα σχε­τι­κό με τη γεω­γρα­φία και τους τό­πους.
Με ε­ναλ­λα­κτι­κό τίτ­λο το γε­φύ­ρι ή και γιο­φύ­ρι, ο­ρι­σμέ­να α­πό αυ­τά, διά­σπαρ­τα στην η­πει­ρω­τι­κή Ελλά­δα, ε­νέ­πνευ­σαν ε­πί­λε­κτα κεί­με­να σε κά­ποιους α­πό τους 80 συμ­με­τέ­χο­ντες. Όπως τον Γιάν­νη Δάλ­λα, ε­κεί­νο της Πέ­τρας, με­τα­ξύ Πρε­βέ­ζης - Ιωαν­νί­νων, ταυ­τι­σμέ­νο με τη λη­στεία πριν κο­ντά 90 χρό­νια των Ρετ­ζαίων. Τον Θα­νά­ση Βαλ­τι­νό, το γε­φύ­ρι της Πλά­κας, που “ζευ­γνύει τον Άρα­χθο” και ά­ντε­ξε την υ­πο­γρα­φή της ο­μώ­νυ­μης ι­στο­ρι­κής συμ­φω­νίας του 1944, η ο­ποία α­πο­δεί­χτη­κε της πλά­κας, αλ­λά ε­νέ­δω­σε στις πρό­σφα­τες πλημ­μύ­ρες. Τον Ανδρέα Μή­τσου, “η το­ξω­τή γέ­φυ­ρα στη θέ­ση Ρέ­ρε­ση”, στο δρό­μο προς τη Μο­νή Βαρ­νά­κο­βας. Τοιου­το­τρό­πως προέ­κυ­ψαν έ­να ποίη­μα και δυο διη­γή­μα­τα, που συ­στή­νουν με την ποιό­τη­τά τους τρεις “γέ­φυ­ρες της λο­γο­τε­χνίας”. Για­τί, δεν αρ­κεί, λ.χ., έ­να στι­χούρ­γη­μα έως τε­τρα­κο­σίων λέ­ξεων ή έ­να πε­ζό έως ε­ξα­κο­σίων, σύμ­φω­να με τις προ­δια­γρα­φές των ε­πι­με­λη­τών, ε­στια­σμέ­να σε μία γέ­φυ­ρα, για να προ­κύ­ψει μία “γέ­φυ­ρα της λο­γο­τε­χνίας”.
Με αυ­τό το σκε­πτι­κό, πι­θα­νώς σχο­λα­στι­κό αλ­λά α­κρι­βο­λό­γο, ο τίτ­λος της πρό­σφα­της αν­θο­λο­γίας, που ε­ξέ­δω­σε η Εται­ρεία Συγ­γρα­φέων, “τό­ποι της λο­γο­τε­χνίας” δεί­χνει γε­νι­κός και κά­πως α­σα­φής. Αν και ο υ­πό­τιτ­λος τον προσ­γειώ­νει, α­πο­κλείο­ντας τό­πους ου­το­πίας και ταυ­τό­χρο­να, τον πε­ριο­ρί­ζει στην ελ­λη­νι­κή ε­πι­κρά­τεια. Όπου δό­θη­κε ι­στο­ρι­κό βά­θος, κα­θώς προ­βλέ­πε­ται ι­διαί­τε­ρη ε­νό­τη­τα με τον τίτ­λο, «Αρχαίαι Ημέ­ραι», στην ο­ποία ε­ντάσ­σο­νται κεί­με­να που α­να­φέ­ρο­νται στις “πα­λιές πα­τρί­δες”. Αυ­τήν την ο­νο­μα­σία ε­πι­λέ­γει ο ε­πι­με­λη­τής του τό­μου Μι­χά­λης Μο­δι­νός, στην Ει­σα­γω­γή του, για τό­πους ό­πως η Βό­ρεια Ήπει­ρος, η Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και οι ελ­λη­νό­φω­νες πε­ριο­χές της Κά­τω Ιτα­λίας. Προς α­πο­φυ­γή για τις δυο πρώ­τες του ο­δυ­νη­ρού χα­ρα­κτη­ρι­σμού “χα­μέ­νες πα­τρί­δες”, που εύ­κο­λα σή­με­ρα κρί­νε­ται ε­θνι­κι­στι­κός. Όσο για την λε­γό­με­νη Με­γά­λη Ελλά­δα, αυ­τή δεν στοι­χί­ζε­ται ού­τε στις “πα­λιές” ού­τε στις “χα­μέ­νες πα­τρί­δες”.  
Επα­νερ­χό­με­νοι στον τίτ­λο, μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση πως α­πο­βαί­νει ως έ­να βαθ­μό πα­ρα­πλα­νη­τι­κός για τον α­πο­δέ­κτη, που πε­ρι­μέ­νει να δια­βά­σει για “τό­πους της λο­γο­τε­χνίας”, με την έν­νοια που α­ντι­λαμ­βά­νε­ται την Αλε­ξάν­δρεια του Κα­βά­φη, τη  Σμύρ­νη του Σε­φέ­ρη ή, α­κό­μη, τη Θεσ­σα­λο­νί­κη του Ν. Γ. Πε­ντζί­κη. Ο Κα­λο­κύ­ρης, στον πρό­λο­γό του, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται πως η έ­μπνευ­ση του θέ­μα­τος χρο­νο­λο­γεί­ται α­πό τρια­κο­ντα­ε­τίας. Για­τί ό­χι, α­πό 45ε­τίας, ό­ταν βα­φτί­ζει το θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κο πε­ριο­δι­κό του «Τραμ», για να α­κο­λου­θή­σει το α­θη­ναϊκό «Χάρ­της»; Προ τρια­κο­ντα­ε­τίας, πά­ντως, στο πε­ριο­δι­κό του Μά­νου Χατ­ζι­δά­κι «Το Τέ­ταρ­το», με­τά την α­πο­χώ­ρη­ση του Χατ­ζι­δά­κι, ό­ταν ε­κεί­νος εί­χε α­να­λά­βει διευ­θυ­ντής σύ­ντα­ξης και καλ­λι­τε­χνι­κός διευ­θυ­ντής, εί­χε την ι­δέα ε­νός δι­σέ­λι­δου “σα­λο­νιού” με κεί­με­να συγ­γρα­φέων και καλ­λι­τε­χνών για τον γε­νέ­θλιο τό­πο τους. Τό­τε, ό­μως, πρό­κρι­νε έ­ναν σα­φή τίτ­λο, «Πε­ρί­πα­τοι στις πο­λι­τείες».
Στο πρό­σφα­το βι­βλίο, πιο φι­λό­δο­ξα, υ­πο­δει­κνύει ως στό­χο μία “πα­τρι­δο­γνω­σία” των σύγ­χρο­νων συγ­γρα­φέων για “έ­ναν τό­πο που τους ο­ρί­ζει ως δη­μιουρ­γούς”. Αρχαίος ό­ρος αυ­τός της “πα­τρι­δο­γνω­σίας”, που α­πο­τε­λού­σε, μέ­χρι το 1969, μά­θη­μα του Δη­μο­τι­κού, ει­σα­γω­γι­κό ε­κεί­νου της Γεω­γρα­φίας των ε­πό­με­νων σχο­λι­κών ε­τών. Σή­με­ρα πλέ­ον, κι αυ­τή η λέ­ξη έ­χει ε­ξο­βε­λι­στεί λό­γω το­πι­κι­στι­κών συμ­φρα­ζο­μέ­νων. Η ε­πα­να­φο­ρά της, ω­στό­σο, συ­νά­δει με την πρό­σφα­τα αυ­ξη­μέ­νη μέ­ρι­μνα να συ­στή­σου­με την Ελλά­δα ως προ­νο­μιού­χο τό­πο του­ρι­στι­κού προο­ρι­σμού. Βε­βαίως, η ε­πι­δίω­ξη δεν εί­ναι έ­νας τα­ξι­διω­τι­κός ο­δη­γός, ό­πως διευ­κρι­νί­ζει ο Κώ­στας Ακρί­βος, που εί­χε την ι­δέα, στο γύ­ρι­σμα του αιώ­να, μιας Σει­ράς τό­μων, με γε­νι­κό τίτ­λο, «Μια πό­λη στη λο­γο­τε­χνία». Εκεί, η  συ­γκέ­ντρω­ση πε­ζών και ποιη­μά­των, πα­λαιό­τε­ρων και νεό­τε­ρων συγ­γρα­φέων, για μία πό­λη, κα­τορ­θώ­νει πράγ­μα­τι να την α­να­γά­γει σε “τό­πο της λο­γο­τε­χνίας”. Αν και μέ­νει να κρι­θεί, το κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για λο­γο­τε­χνι­κό τό­πο μεί­ζο­νος ή ε­λάσ­σο­νος ση­μα­σίας, με βά­ση την α­ντο­χή των ψη­φί­δων, που, σε κά­θε τό­μο, ε­ρα­νί­ζο­νται.
Ο Κα­λο­κύ­ρης, α­πό την πλευ­ρά του, γί­νε­ται α­κό­μη πιο α­παι­τη­τι­κός, α­να­φε­ρό­με­νος σε μια “νεω­τε­ρι­κή γεω­γρα­φία”. Προ­σθέ­τει “κοι­ταγ­μέ­νη α­πό άλ­λη γω­νία”, υ­πο­νοώ­ντας δια­φο­ρε­τι­κή α­πό την ι­δε­ο­λο­γία του νε­ο­ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού, που ε­νέ­πνευ­σε ε­κεί­νη την πρώ­τη του 1791, των Δα­νιήλ Φι­λιπ­πί­δη και Γρη­γο­ρίου Κων­στα­ντά. Από ό­λα αυ­τά συ­νά­γε­ται ό­τι οι α­παι­τή­σεις εί­ναι υ­ψη­λές. Μπο­ρεί, ό­μως, έ­να κεί­με­νο κά­ποιου σύγ­χρο­νου συγ­γρα­φέα να α­να­γά­γει έ­ναν τό­πο σε “τό­πο της λο­γο­τε­χνίας”; Ακό­μη κι αν πρό­κει­ται για μέ­λος μίας Εται­ρείας, που αυ­το­συ­στή­νε­ται ως “ο μεί­ζων φο­ρέ­ας συγ­γρα­φέων της χώ­ρας”; Ει­κά­ζου­με, πά­ντως, πως οι 134 συμ­με­τέ­χο­ντες θα πρέ­πει να ε­πι­λέ­χθη­καν με ι­διαί­τε­ρη προ­σο­χή α­πό τα 291 μέ­λη της Εται­ρείας συν τα 25 α­ντε­πι­στέλ­λο­ντα συν τα 34 ε­πί­τι­μα.
Αν και ου­σια­στι­κά πρό­κει­ται για αν­θο­λό­γη­ση α­πό τα ή­δη υ­πάρ­χο­ντα, α­φού μό­λις 29 κεί­με­να γρά­φτη­καν για τον συ­γκε­κρι­μέ­νο συ­γκε­ντρω­τι­κό τό­μο. Μό­νο που την αν­θο­λό­γη­ση δεν την έ­κα­νε ο ε­πι­με­λη­τής, αλ­λά έ­κα­στος συγ­γρα­φέ­ας α­πό τη συ­νο­λι­κή σο­δειά του. Δη­λα­δή, α­πό τα βι­βλία του, ε­κτός α­πό μία πε­ρί­πτω­ση συλ­λο­γής διη­γη­μά­των, που ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε μεν, αλ­λά έ­μει­νε α­νέκ­δο­τη. Πρό­κει­ται για το έ­βδο­μο βι­βλίο του Γε­ρά­σι­μου Δεν­δρι­νού. Πε­ζο­γρά­φος της γε­νιάς του ’80, αν και η πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση ή­ταν κά­πως ό­ψι­μη, το 1991. Το α­φή­γη­μά του στον τό­μο προ­βάλ­λει ως τό­πο την Ελευ­σί­να, ε­στία των «Απέ­ρα­ντων συ­νοι­κιών», ό­πως εί­ναι ο τίτ­λος της δεύ­τε­ρης συλ­λο­γής του, του­τέ­στιν των Δυ­τι­κών συ­νοι­κιών.
Ανα­φέ­ρου­με τον Δεν­δρι­νό, για­τί στην πε­ρί­πτω­σή του, η Ελευ­σί­να τον ο­ρί­ζει ως συγ­γρα­φέα. Σε α­ντί­θε­ση, με άλ­λους συγ­γρα­φείς, που γρά­φουν για τό­πους δευ­τε­ρεύου­σας ση­μα­σίας στο έρ­γο τους. Μπο­ρεί, λ.χ., έ­να Ημε­ρο­λό­γιο για την Με­γά­λη Ελλά­δα, που κα­τήρ­τι­σε έ­νας συγ­γρα­φέ­ας, να την συ­στή­νει ως “τό­πο της λο­γο­τε­χνίας”; Αυ­τό συμ­βαί­νει συ­χνό­τε­ρα, ό­ταν ε­πι­λέ­γο­νται α­πο­σπά­σμα­τα α­πό κά­ποιο μυ­θι­στό­ρη­μα του συγ­γρα­φέα. Όπως το τε­λευ­ταίο της Λ.Χατ­ζο­πού­λου-Κα­ρα­βία, που α­να­φέ­ρε­ται στις “χα­μέ­νες πα­τρί­δες”, αλ­λά ό­χι στην Πό­λη, που α­πο­τε­λεί μό­νο σταθ­μό στην ο­δύσ­σεια του Πό­ντιου ή­ρωά της και στην ο­ποία ε­στιά­ζεται το στα­χυο­λο­γη­μέ­νο α­πό­σπα­σμα.
Η κα­τά­τα­ξη των κει­μέ­νων έ­γι­νε με γεω­γρα­φι­κά κρι­τή­ρια, ό­που προ­τάσ­σο­νται οι δυο βα­σι­κοί τό­ποι της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Ποιοι άλ­λοι; - Αθή­να και Θεσ­σα­λο­νί­κη. Τριά­ντα νέα κεί­με­να για την πρω­τεύου­σα, τα ο­κτώ ποιή­μα­τα, 16 για την συ­μπρω­τεύου­σα, τα τέσ­σε­ρα ποιή­μα­τα. Στις δυο πό­λεις, προ­βάλ­λο­νται συ­νοι­κίες, δρό­μοι, πε­ρί­χω­ρα. Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, σε κά­ποια κεί­με­να, α­να­φέ­ρε­ται η ί­δια η πό­λη ως ο­ντό­τη­τα, ό­πως στα ποιή­μα­τα, «Αθή­να της μνή­μης και των μύ­θων» της Β. Δα­λα­κού­ρα, «Αθή­να» του Γ. Ζέρ­βα, «Θεσ­σα­λο­νί­κη, μη­τέ­ρα α­νύμ­φευ­τη» της Ε. Λου­κί­δου και στο πε­ζό «Αθή­να, βαν­δα­λι­σμέ­νη πό­λη» της Α. Μα­ντό­γλου. Σε αυ­τήν την κα­τη­γο­ρία, το ποίη­μα της Αγγε­λι­κής Σι­δη­ρά, «Anafranil πό­λη»,  δη­μιουρ­γεί πιο προ­σω­πι­κή αί­σθη­ση για το α­θη­ναϊκό ά­στυ, που κα­θη­με­ρι­νά βιώ­νου­με. Εξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί το κεί­με­νο της Τζί­νας Πο­λί­τη, που σχο­λιά­ζει την α­ντα­νά­κλα­ση της Αθή­νας στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Άγγε­λου Τερ­ζά­κη. Σύ­ντο­μο, θί­γει έ­να με­γά­λο θέ­μα, ό­πως δη­λώ­νει και ο τίτ­λος του, «Γο­νι­κά μορ­φο­εί­δω­λα και μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός χώ­ρος».
Τα κεί­με­να για την Αθή­να, καί­τοι τό­πος δια­μο­νής των πε­ρισ­σο­τέ­ρων, δεν συ­νι­στούν, σε ό­λες τις πε­ρι­πτώ­σεις, εν­δια­φέ­ρου­σες ψη­φί­δες. Η α­ριθ­μη­τι­κή υ­πε­ρο­χή σε αυ­τά των υ­πο­βαθ­μι­σμέ­νων συ­νοι­κιών δεν κα­τορ­θώ­νει να τις α­να­γά­γει σε “τό­πους της λο­γο­τε­χνίας”. Γε­νι­κό­τε­ρα, φαί­νε­ται να α­που­σιά­ζουν Γκά­γκα­ροι συγ­γρα­φείς. Ο Γιάν­νης Μπα­σκό­ζος, πά­ντως, πε­ρι­σώ­ζει τη συ­νοι­κία του, το Μετς, ό­πως ή­ταν τις πρώ­τες με­τα­πο­λε­μι­κές δε­κα­ε­τίες. Δυο άλ­λοι συγ­γρα­φείς, γέν­νη­μα θρέμ­μα Αθη­ναίοι, ά­φη­σαν πο­λύ­τι­μη πα­ρα­κα­τα­θή­κη τα κεί­με­νά τους. Εί­ναι οι δυο τε­θνεώ­τες του τό­μου. Χτυ­πά­ει η καρ­διά της πό­λης, του κέ­ντρου της, στις 600 τό­σες λέ­ξεις του Γιάν­νη Κο­ντού, τις α­φιε­ρω­μέ­νες στον Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη. “Εκεί γύ­ρω χά­λα­σα πολ­λά πα­πού­τσια, χει­μώ­νες και κα­λο­καί­ρια, γνω­ρί­ζο­ντας αν­θρώ­πους και βι­βλία”, σε «Δρό­μους και πε­ρι­δια­βά­σεις που με πά­νε κα­τευ­θείαν στον ου­ρα­νό». Πι­στεύου­με, ό­μως, ό­τι κα­νείς συγ­γρα­φέ­ας της Αθή­νας δεν ευ­τύ­χη­σε να έ­χει δι­κό του έ­να α­θη­ναϊκό κομ­μά­τι, ό­πως την Πλα­τεία Βι­κτω­ρίας, ο Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας. Ας μην σκε­φτούν να αλ­λά­ξουν τα ο­δω­νύ­μια της πε­ριο­χής. Ας τα α­φή­σουν στους νι­κη­τές “της ναυ­μα­χίας του Ναυα­ρί­νου, τον Άγγλο Κό­δριγ­κτον, πα­ρέα με τον Γάλ­λο Δε­ρι­γνύ και τον Ρώ­σο Χέυ­δε­ν”. Εκεί­νος έ­χει χα­ραγ­μέ­νο δι­κό του “δρό­μο” στη λο­γο­τε­χνία. 
Σαν να υ­στε­ρεί στις προ­στι­θέ­με­νες ψη­φί­δες η Θεσ­σα­λο­νί­κη, πι­θα­νώς για­τί ως “τό­πος της λο­γο­τε­χνίας” κα­τέ­χει ε­ξέ­χου­σα θέ­ση. Για την υ­πό­λοι­πη Ελλά­δα, υ­πάρ­χουν ε­πτά κεί­με­να για την Κρή­τη, πέ­ντε για την Κύ­προ, τέσ­σε­ρα για την Κα­βά­λα. Όσοι άλ­λοι τό­ποι α­να­φέ­ρο­νται, διεκ­δι­κούν θέ­ση στη λο­γο­τε­χνία με μό­λις έ­να-δύο, το πο­λύ τρία κεί­με­να. Κι αυ­τά ευ­και­ρια­κά, συ­χνά γραμ­μέ­να για τό­πο πα­ρα­θε­ρι­σμού, που, στις κα­λύ­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, έ­χει α­πο­βεί τό­πος δεύ­τε­ρης κα­τοι­κίας. Εκτός, βε­βαίως, α­πό τους τό­πους που έ­χουν α­πό και­ρό κα­τα­χω­ρη­θεί σε έ­ναν λο­γο­τέ­χνη, συ­χνά α­δι­κώ­ντας  συ­μπο­λί­τες του συγ­γρα­φείς. Δια­τη­ρώ­ντας τά­ξη ε­πε­τη­ρί­δας: Η δυά­δα Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος-Βαλ­τι­νός α­πα­θα­να­τί­ζει τους δυο προ­σφι­λείς μας τό­πους, Πύρ­γο Ηλείας-Τρί­πο­λη. Μία νεό­τε­ρη δυά­δα, Πε­τσε­τί­δης-Μή­τσου, α­πο­τυ­πώ­νει δυο πό­λεις, που μας ε­ντυ­πώ­θη­καν χά­ρις στις δι­κές τους γρα­φές, Σπάρ­τη-Αμφι­λο­χία. Τέλος, υπάρχει το πεζό ενός από τους “πρωτομάστορες” της διηγηματογρα­φίας, που, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, δεν α­να­φέ­ρε­ται ό­σο συ­χνά του α­να­λο­γεί. Εί­ναι το «Να τα ξα­να­πώ λοι­πόν (Ήπει­ρος, Πω­γώ­νι)» του Χρι­στό­φο­ρου Μη­λιώ­νη, ε­κτός δη­μο­σιευ­μέ­νης συλ­λο­γής, που αρ­κεί για να κα­τα­στεί “τό­πος της λο­γο­τε­χνίας” ό­χι μό­νο το Πω­γώ­νι, αλ­λά ο­λό­κλη­ρη η Ήπει­ρος.



Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 26/4/2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια: