Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Τσώρτσιλ, Καβάφης, Μαντάμ Μπατερφλάϋ

Λε­ζά­ντα Φω­το­γρα­φίας: Σκη­νή α­πό την πρώ­τη πρά­ξη της ό­πε­ρας του Τζιά­κο­μο Που­τσί­νι, «Μα­ντάμ Μπα­τερ­φλάϋ». Σε πρώ­το πλά­νο, οι δυο πρω­τα­γω­νι­στές, το νέο, τό­τε, α­στέ­ρι του με­λο­δρά­μα­τος Ζωή Βλα­χο­πού­λου στο ρό­λο της Τσο-τσο-σάν ή και Μπα­τερ­φλάϋ, ο τε­νό­ρος Μι­χά­λης Κο­ρώ­νης στο ρό­λο του α­ξιω­μα­τι­κού του ναυ­τι­κού των Ηνω­μέ­νων Πο­λι­τειών Πίν­κερ­τον και ο βα­ρύ­το­νος Σπύ­ρος Κα­λο­γε­ράς (δε­ξιά) στο ρό­λο του α­με­ρι­κα­νού προ­ξέ­νου στο Να­γκα­σά­κι Σάρ­πλες. Πί­σω, σε δι­πλό η­μι­κύ­κλιο, η πο­λυ­με­λής συ­νο­δεία της Μπα­τερ­φλάϋ. Τα σκη­νι­κά εί­ναι του α­νερ­χό­με­νου τό­τε σκη­νο­γρά­φου Κλέ­αρ­χου Κλώ­νη. Η πρε­μιέ­ρα δό­θη­κε στο Βα­σι­λι­κό Θέ­α­τρο, Πα­ρα­σκευή 25 Οκτω­βρίου 1940, πα­ρου­σία του βα­σι­λέα Γεωρ­γίου Β΄, του πρω­θυ­πουρ­γού, των πρι­γκί­πων, του δι­πλω­μα­τι­κού σώ­μα­τος και του γιού του συν­θέ­τη Αντό­νιο Που­τσί­νι.


Μια συ­ντε­τμη­μέ­νη μορ­φή του κει­μέ­νου δη­μο­σιεύ­τη­κε πριν λί­γο και­ρό σε άλ­λο έ­ντυ­πο. Εκεί, λό­γω στε­νό­τη­τας χώ­ρου, πα­ρα­λεί­πο­νταν ο­ρι­σμέ­να, νο­μί­ζου­με, εν­δια­φέ­ρο­ντα στοι­χεία.

Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας
«Το show εί­ναι των Ελλή­νων»
Εκδό­σεις Κέ­δρος
Οκτώ­βριος 2008

“Πά­νω σ’ έ­να τε­ρά­στιο τρα­πέ­ζι εί­χαν το­πο­θε­τη­θεί δώ­δε­κα λά­μπες θυέλ­λης που φώ­τι­ζαν το χώ­ρο... Στη μια πλευ­ρά κά­θι­σε ο Τσώρ­τσι­λ, ο Άντο­νι Ήντεν, ο σερ Χά­ρολ­ντ Αλε­ξά­ντε­ρ, ο Αρχιε­πί­σκο­πος Δα­μα­σκη­νός, ο συ­νταγ­μα­τάρ­χης Πο­πώφ και ο Αμε­ρι­κα­νός πρέ­σβης Λίν­κολν Μα Βω. Απέ­να­ντί τους κά­θι­σαν τα μέ­λη της ελ­λη­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης με τον Πα­παν­δρέ­ου ε­πι­κε­φα­λής. Οι α­ντι­πρό­σω­ποι του Ε­ΛΑΣ δεν εί­χαν έρ­θει. Τρά­βη­ξα μια φω­το­γρα­φία με το φλας κι έ­δω­σα τις δυο λά­μπες που α­πέ­με­ναν στον Βρε­τα­νό στρα­τιω­τι­κό φρου­ρό. Συ­νέ­χι­σα, ό­μως, να φω­το­γρα­φί­ζω χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το δρα­μα­τι­κό φω­τι­σμό του δω­μα­τίου. Φω­το­γρά­φι­ζα α­πό την ελ­λη­νι­κή πλευ­ρά του τρα­πε­ζιού ση­μα­δεύο­ντας με το φα­κό τον Τσώρ­τσιλ. Με­τά α­πό με­ρι­κές λή­ψεις βρυ­χή­θη­κε: Φω­το­γρά­φι­σε τους Έλλη­νες. Εί­ναι δι­κό τους το σόου.”
Έτσι πε­ρι­γρά­φει τη σκη­νή ο Ντμί­τρι Κέσ­σε­λ, πε­νή­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν έ­στει­λε στην Αθή­να τις φω­το­γρα­φίες. Ίσως και να έ­βα­ζε τά­ξη στο αρ­χείο του, κα­θώς εί­χε συ­μπλη­ρώ­σει τα ε­νε­νή­ντα δυο. Πέ­θα­νε λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα, στις 26 Μαρ­τίου 1995. Στο λεύ­κω­μά του, «Ελλά­δα του ’44», δη­μο­σιεύε­ται μό­νο μια φω­το­γρα­φία, κι αυ­τή του Τσώρ­τσιλ και των κα­θι­σμέ­νων α­πό την πλευ­ρά του. Τε­λι­κά, ε­κεί­νο το σόου δεν ή­ταν των Ελλή­νων. Ού­τε το φω­το­γρα­φι­κό ού­τε των Δε­κεμ­βρια­νών. Αμφό­τε­ρα ή­ταν σκη­νο­θε­τη­μέ­να α­πό τους Άγγλους. Όπως και να έ­χει, η φρά­ση του Τσώρ­τσιλ έ­δω­σε έ­ναν πρω­τό­τυ­πο τίτ­λο στη νου­βέ­λα, που έ­στη­σε ο Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας, με θέ­μα τις δυο συ­σκέ­ψεις, στις 26 και 27 Δε­κεμ­βρίου 1944. Η νου­βέ­λα, ό­πως και η α­φή­γη­ση του Κέσ­σε­λ, το­πο­θε­τεί­ται πε­νή­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν για τα αρ­χεία του Υπουρ­γείου Εξω­τε­ρι­κών ξε­κι­νά μια δεύ­τε­ρη ζωή με την ψη­φιο­ποίη­σή τους. Ωστό­σο, ο χώ­ρος πα­ρα­μέ­νει ο ί­διος, τα υ­πό­γεια του Υπουρ­γείου, ό­που βρι­σκό­ταν η αί­θου­σα συ­σκέ­ψεων τον Δε­κέμ­βρη του ’44 και σή­με­ρα φυ­λάσ­σο­νται τα αρ­χεία. Σε α­ντι­στοι­χία με τις δυο δια­δο­χι­κές συ­σκέ­ψεις, η νου­βέ­λα ε­κτυ­λίσ­σε­ται σαν θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση με δύο πρά­ξεις. Μό­νο που, ε­πί σκη­νής, δεν εμ­φα­νί­ζο­νται οι πρω­τα­γω­νι­στές ε­κεί­νων των συ­νο­μι­λιών, αλ­λά έ­να πα­ρά­ται­ρο ζευ­γά­ρι. Εί­ναι ο πρα­κτι­κο­γρά­φος του 1944, συ­ντα­ξιού­χος πλέ­ον, και έ­νας νέ­ος υ­πάλ­λη­λος του Υπουρ­γείου, στην αρ­μο­διό­τη­τα του ο­ποίου έ­χουν πε­ρά­σει τα αρ­χεία. Ο πρε­σβύ­τε­ρος πε­ρι­γρά­φει τα ι­στο­ρι­κά πρό­σω­πα, το πα­ρου­σια­στι­κό και τις κι­νή­σεις τους, με­τα­φέ­ρο­ντας τα λεχ­θέ­ντα, με μι­κρές πα­ρεκ­κλί­σεις α­πό την ε­πί­ση­μη εκ­δο­χή. Από μια ά­πο­ψη, η α­φή­γη­σή του υ­περ­βαί­νει σε α­κρι­βο­λο­γία τις δυ­να­τό­τη­τες μιας α­νι­στό­ρη­σης α­κό­μη και του κα­λύ­τε­ρου δι­πλω­μα­τι­κού υ­παλ­λή­λου. Από την άλ­λη, με αυ­τόν τον τρό­πο, α­να­συ­σταί­νε­ται το “θέ­α­τρο” των συ­νο­μι­λιών και α­πο­τυ­πώ­νε­ται στους ε­κα­τέ­ρω­θεν δια­πραγ­μα­τευ­τι­κούς ε­λιγ­μούς, το α­νά­στη­μα των αν­θρώ­πων, που βρέ­θη­καν τό­τε α­ντι­μέ­τω­ποι. Σε αυ­τό βο­η­θά­ει ο πα­ρεμ­βαλ­λό­με­νος διά­λο­γος των δυο υ­παλ­λή­λων. Ο νεό­τε­ρος εκ­φρά­ζει τις α­πο­ρίες του για ό­σα πρω­τά­κου­στα μα­θαί­νει, ο­πό­τε ο γε­ρο­ντό­τε­ρος προ­σθέ­τει ε­πε­ξη­γη­μα­τι­κά τις κα­το­πι­νές τύ­χες των προ­σώ­πων και της χώ­ρας. Με την ευ­και­ρία, δια­τυ­πώ­νει τις ε­κτι­μή­σεις του, α­ντι­κα­το­πτρί­ζο­ντας τις τρέ­χου­σες, σή­με­ρα, α­ντι­λή­ψεις για ε­κεί­νη την κρί­σι­μη πε­ρίο­δο. Όσο για την ι­δέα, που εί­χε ο συγ­γρα­φέ­ας, α­νά­με­σα στον α­πό­μα­χο και τον νέο με το σκου­λα­ρί­κι να α­να­πτύσ­σε­ται μια ε­ρω­τι­κή συ­μπά­θεια, αυ­τή φαί­νε­ται να χα­λα­ρώ­νει την α­τμό­σφαι­ρα και να προσ­δί­δει έ­να συ­νω­μο­τι­κό πνεύ­μα, που, για άλ­λους λό­γους και με τον ί­διο υ­πο­βλη­τι­κό φω­τι­σμό, θα πρέ­πει να ε­πι­κρα­τού­σε στις συ­σκέ­ψεις του ’44.
Εκτός α­πό τον τίτ­λο της συ­γκε­κρι­μέ­νης νου­βέ­λας, η φρά­ση του Τσώρ­τσιλ ε­πι­λέ­χτη­κε και ως τίτ­λος ο­λό­κλη­ρου του βι­βλίου. Πι­θα­νώς, χά­ρις στη λαν­θά­νου­σα ει­ρω­νεία της, που ται­ριά­ζει και στις δυο άλ­λες νου­βέ­λες του βι­βλίου. Σε αυ­τές πρω­τα­γω­νι­στούν Αθη­ναίοι α­στοί του Με­σο­πο­λέ­μου, που ε­πι­δει­κνύουν συ­μπε­ρι­φο­ρά ε­παρ­χιώ­τη, έ­τσι ό­πως α­ντι­γρά­φουν φερ­σί­μα­τα και τρό­πους έν­δυ­σης και δια­σκέ­δα­σης α­πό τους Ευ­ρω­παίους. Το μό­νο που πα­ραλ­λάσ­σει εί­ναι το πρό­τυ­πο μί­μη­σης, σε συμ­φω­νία με τον ε­κά­στο­τε πνέ­ο­ντα ά­νε­μο στο πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο. Και πά­λι, σε κα­μία α­πό τις δυο, το σόου δεν εί­ναι των Ελλή­νων, α­νε­ξάρ­τη­τα αν αυ­τοί α­νέ­κα­θεν α­ρέ­σκο­νταν στα σόου, ό­πως δεί­χνουν και οι ι­στο­ρίες.
Σε μια σκη­νή της πρώ­της νου­βέ­λας, ο α­φη­γη­τής, α­να­φε­ρό­με­νος στους συγ­γρα­φείς του Με­σο­πο­λέ­μου, α­πο­φαί­νε­ται “Εκτός ε­ξαι­ρέ­σεων, δεν εί­ναι τό­σο φι­λό­μου­σο γέ­νος οι λο­γο­τέ­χνες.” Δια­πί­στω­ση που μπο­ρεί να ι­σχύει τις τε­λευ­ταίες δε­κα­ε­τίες, δεν πι­στεύου­με, ό­μως, πως ευ­στα­θεί για τη δε­κα­ε­τία του ’30. Όπως και να έ­χει, ό­σο α­φο­ρά τη με­τα­πο­λε­μι­κή πε­ζο­γρα­φία, στις λι­γο­στές ε­ξαι­ρέ­σεις α­νή­κει και ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας. Το τεκ­μη­ριώ­νουν σκόρ­πιες σε­λί­δες σε ο­λό­κλη­ρο το έρ­γο του, το προ δε­κα­πε­ντα­ε­τίας μυ­θι­στό­ρη­μά του, «Η συ­νω­μο­σία της άρ­πας», και οι δυο πρό­σφα­τες νου­βέ­λες, που στή­νο­νται με έ­ναυ­σμα κά­ποιες μου­σι­κές βρα­διές. Ανα­φε­ρό­με­νος σε αυ­τές ο α­φη­γη­τής, κα­τορ­θώ­νει να α­πο­δώ­σει την καλ­λι­τε­χνι­κή παν­δαι­σία, δεί­χνο­ντας ό­χι μό­νο μου­σι­κή καλ­λιέρ­γεια αλ­λά και αι­σθα­ντι­κό­τη­τα, που συ­χνά λεί­πει α­πό ε­παγ­γελ­μα­τίες κρι­τι­κούς, ό­πως, λ.χ., η πα­ρευ­ρι­σκό­με­νη στην πρώ­τη βρα­διά, Αύ­ρα Θε­ο­δω­ρο­πού­λου, που η φε­μι­νι­στι­κή μα­χη­τι­κό­τη­τά της μάλ­λον ρο­κά­νι­σε μέ­ρος της ευαι­σθη­σίας της.
Η πρώ­τη μου­σι­κή βρα­διά, που, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ή­ταν μια α­πο­γευ­μα­τι­νή δε­ξίω­ση, δό­θη­κε στις 20 Οκτω­βρίου 1932, η­μέ­ρα Πέ­μπτη, στο αλ­λο­τι­νό μέ­γα­ρο Νε­γρε­πό­ντη, γω­νία Αμα­λίας και Όθω­νος, προς τι­μή του Κα­βά­φη, που τύ­χαι­νε να βρί­σκε­ται στην Αθή­να. Ήταν η τέ­ταρ­τη ε­πί­σκε­ψη του α­λε­ξαν­δρι­νού ποιη­τή στην Ελλά­δα, αυ­τή τη φο­ρά ε­πι­βε­βλη­μέ­νη για λό­γους υ­γείας. Εί­χε έλ­θει στις 3 Ιου­λίου για εγ­χεί­ρη­ση λά­ρυγ­γος και α­νε­χώ­ρη­σε στις 27 Οκτω­βρίου. Λί­γες η­μέ­ρες νω­ρί­τε­ρα δό­θη­καν δυο α­πο­γευ­μα­τι­νές δε­ξιώ­σεις στου Άλκη Θρύ­λου και στου Πε­τρο­κόκ­κι­νου, ε­νώ, εν­δια­μέ­σως, έ­γι­νε η ε­πί­ση­μη υ­πο­δο­χή του στα γρα­φεία της Ένω­σης Λο­γο­τε­χνών, με την εγ­γρα­φή του στα μέ­λη της. Στη δε­ξίω­ση του Άλκη Θρύ­λου, κα­τά κό­σμον Ελέ­νη Νε­γρε­πό­ντη-Ου­ρά­νη, έ­παι­ξε και τρα­γού­δη­σε στο πιά­νο ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη, ο συ­νο­μή­λι­κος της Ου­ρά­νη, Δη­μή­τρης Μη­τρό­που­λος. Ήταν τα δε­κα­τέσ­σε­ρα ποιή­μα­τα του Αλε­ξαν­δρι­νού, που εί­χε με­λο­ποιή­σει με­τά τον Πα­λα­μά και τον Σι­κε­λια­νό, δέ­κα α­πό τα ο­ποία εί­χε, προ πε­ντα­ε­τίας, τυ­πώ­σει σε έ­να τευ­χί­διο, α­φιε­ρω­μέ­νο στην Ου­ρά­νη. Ανά­γκα και θε­οί πεί­θο­νται, μια και ο πα­τήρ Νε­γρε­πό­ντης ή­ταν, α­πό το 1924 που ο Μη­τρό­που­λος ε­πέ­στρε­ψε στην Αθή­να, ο μαι­κή­νας του, προ­σφέ­ρο­ντάς του και στέ­γη στο μέ­γα­ρο.
Αυ­τήν την ε­σπε­ρί­δα α­να­συν­θέ­τει ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας, α­φή­νο­ντας ε­λεύ­θε­ρη τη φα­ντα­σία του να αυ­το­σχε­διά­σει, χω­ρίς το φόρ­το των πραγ­μα­το­λο­γι­κών στοι­χείων, που λει­τουρ­γούν πε­ριο­ρι­στι­κά στις δυο άλ­λες νου­βέ­λες. Για τη συ­γκε­κρι­μέ­νη δε­ξίω­ση, υ­πάρ­χουν μό­νο οι α­να­φο­ρές στον Τύ­πο: μια εί­δη­ση στο «Ελεύ­θε­ρον Βή­μα» της ε­πο­μέ­νης και η κα­τα­γρα­φή της στο «Δε­κα­πεν­θή­με­ρον» της «Νέ­ας Εστίας». Και πά­λι, μια σύ­ντο­μη α­να­φο­ρά, στη­ριγ­μέ­νη σε ση­μείω­μα που θα πρέ­πει να προ­μή­θευ­σε ο Μη­τρό­που­λος, με το λο­γί­δριό του πριν την ε­κτέ­λε­ση των με­λο­ποιη­μέ­νων ποιη­μά­των. Το δη­μο­σίευ­μα εί­ναι α­νώ­νυ­μο, με την υ­πο­γρα­φή Α., ω­στό­σο η πρώ­τη πα­ρά­γρα­φος προ­δί­δει την ταυ­τό­τη­τα του συ­ντά­κτη: «Μιά με­γά­λη, μιά ω­ραία έκ­πλη­ξη –και α­πό­λαυ­ση– πε­ρί­με­νε τους ευ­τυ­χι­σμέ­νους που εί­χαν προ­σκλη­θεί α­πό τον κύ­ριο και την κυ­ρία Ελέ­νη Ου­ρά­νη...» Μό­νο η κυ­ρία Ου­ρά­νη θα εί­χε την ευ­χέ­ρεια να δια­γρά­ψει το ό­νο­μα του κυ­ρίου, α­δια­φο­ρώ­ντας για την α­νέ­κα­θεν ι­σχύου­σα κοι­νω­νι­κή τά­ξη.
Ο α­φη­γη­τής υιο­θε­τεί το πρώ­το πλη­θυ­ντι­κό πρό­σω­πο, ό­πως συ­νη­θι­ζό­ταν σε πα­λαιό­τε­ρες διη­γή­σεις, και πα­ρου­σιά­ζε­ται ως συ­γκαι­ρι­νός μας. Απο­κα­λεί τους προ­σκε­κλη­μέ­νους με το μι­κρό τους ό­νο­μα, α­να­φέ­ρο­ντας κά­ποιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό έρ­γο τους, ώ­στε να α­πο­βαί­νουν α­να­γνω­ρί­σι­μοι, του­λά­χι­στον α­πό μια με­ρί­δα του α­να­γνω­στι­κού κοι­νού. Δεν πα­ρα­λεί­πει, ε­πί­σης, να σχο­λιά­σει, ποιοι γρά­φτη­καν στις δέλ­τους της Ιστο­ρίας με χο­ντρά γράμ­μα­τα και ποιοι με ψι­λά. Κα­τά τα άλ­λα, α­να­φέ­ρει πε­ρισ­σό­τε­ρους ποιη­τές πα­ρά πε­ζο­γρά­φους, πα­ρα­λεί­πο­ντας τον Ξε­νό­που­λο, τον μό­νο α­πό τους πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους που μνη­μο­νεύει τη δε­ξίω­ση στα με­τα­θα­νά­τια κεί­με­νά του για τον Κα­βά­φη. Όμως, τε­λι­κά, η δε­ξίω­ση δεν εί­ναι πα­ρά έ­να προ­σφυές σκη­νι­κό για τη συ­νά­ντη­ση ποιη­τή και μου­σι­κού. Προ­ε­κτεί­νο­ντας ο α­φη­γη­τής την αρ­μο­νι­κή σύ­ζευ­ξη των στί­χων με τους ή­χους, στή­νει τον α­να­με­τα­ξύ τους διά­λο­γο, πε­ρι­γρά­φει την α­προ­κά­λυ­πτη συ­μπά­θεια του ποιη­τή για τον νέο ά­ντρα και τη δι­κή του θαυ­μα­στι­κή α­ντα­πό­κρι­ση, φθά­νο­ντας μέ­χρι τις κρύ­φιες ε­πι­θυ­μίες τους. Πα­ρό­λο που ο τίτ­λος της νου­βέ­λας εί­ναι «Μια μέ­ρα α­π’ τη ζωή τους», τε­λι­κά, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο του προ δε­κα­ε­τίας βι­βλίου του Κου­μα­ντα­ρέα, «Η μέ­ρα για τα γρα­πτά κι η νύ­χτα για το σώ­μα», ο α­φη­γη­τής πα­ρα­κο­λου­θεί τους δυο άν­δρες και με­τά την έ­ξο­δό τους α­πό το μέ­γα­ρο στη νυ­χτε­ρι­νή Αθή­να. Ασκη­τι­κή φα­ντα­σιώ­νει τη νύ­χτα του νεό­τε­ρου, ε­νώ α­κο­λου­θεί, ως συγ­γε­νής ψυ­χή, τον ποιη­τή μέ­χρι το κρε­βά­τι του.
Μέ­νει η με­σαία νου­βέ­λα, που ξε­κι­νά τις πα­ρα­μο­νές του ελ­λη­νοϊτα­λι­κού πο­λέ­μου. Συ­γκε­κρι­μέ­να, την Πα­ρα­σκευή, 25 Οκτω­βρίου 1940, που δί­νε­ται στο Βα­σι­λι­κό Θέ­α­τρο η πρε­μιέ­ρα της «Μα­ντάμ Μπα­τερ­φλάϋ», πα­ρου­σία του γιού του Τζιά­κο­μο Που­τσί­νι, Αντό­νιο και της συ­ζύ­γου του. Η α­φή­γη­ση προ­χω­ρά στη δε­ξίω­ση της ι­τα­λι­κής πρε­σβείας την ε­πο­μέ­νη και στο ι­τα­λι­κό τε­λε­σί­γρα­φο, που ε­πι­δό­θη­κε στον Με­τα­ξά τα ξη­με­ρώ­μα­τα της 28ης Οκτω­βρίου 1940, α­να­δει­κνύο­ντας τον ι­τα­λό πρέ­σβη, έ­ναν δευ­τε­ρα­γω­νι­στή ε­κεί­νων των γε­γο­νό­των, σε κύ­ριο πρό­σω­πο. Κα­τά τα άλ­λα, ο συγ­γρα­φέ­ας μέ­νει μάλ­λον πι­στός στα ι­στο­ρι­κά συμ­βά­ντα, με κά­ποιες αλ­λα­γές που γί­νο­νται χά­ριν του α­να­γνω­στι­κού κοι­νού. Για πα­ρά­δειγ­μα, στη δε­ξίω­ση της πρε­σβείας, εί­ναι γνω­στό πως πα­ρευ­ρέ­θη­καν α­πό τα κυ­βερ­νη­τι­κά στε­λέ­χη μό­νο ο υ­φυ­πουρ­γός Εξω­τε­ρι­κών Νί­κος Μαυ­ρί­δης και ο υ­φυ­πουρ­γός Τύ­που Θε­ο­λό­γος Νι­κο­λού­δης. Ωστό­σο, ο α­φη­γη­τής ο­νο­μα­τί­ζει μό­νο τον δια­βό­η­το Υπουρ­γό Δη­μο­σίας Ασφά­λειας Μα­νια­δά­κη
Σε αυ­τήν τη νου­βέ­λα, ο α­φη­γη­τής εί­ναι έ­νας με­γα­λο­δι­κη­γό­ρος ε­κεί­νου του και­ρού, ε­ρα­στής των τε­χνών και του ω­ραίου. Αν και λό­γω ε­πο­χής, ξε­φεύ­γει α­πό το κλί­μα αι­σθη­σια­σμού των δυο άλ­λων ι­στο­ριών του βι­βλίου, κα­θώς αυ­τός α­να­ζη­τά την η­δο­νή στις ε­λα­φρές γυ­ναί­κες. Λά­τρης της ό­πε­ρας δί­νει μια μο­να­δι­κή πε­ρι­γρα­φή της «Μα­ντάμ Μπα­τε­φλάϋ» αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα, φι­λό­τε­χνος, πα­ρα­θέ­τει μια λε­πτο­με­ρή ει­κό­να της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής του Θεά­τρου, α­πό την πρό­σο­ψη μέ­χρι και το δεύ­τε­ρο ε­ξώ­στη. Εκτός, ό­μως, α­πό ε­στέτ εί­ναι και έ­νας δια­νοού­με­νος της ε­πο­χής, που πα­ρα­τη­ρεί το φι­λο­θεά­μον κοι­νό ε­κεί­νης της βρα­διάς, ξε­χω­ρί­ζο­ντας τους ε­πι­φα­νείς. Τους α­να­φέ­ρει με τα ε­πί­θε­τά τους, σχο­λιά­ζο­ντάς τους άλ­λο­τε ε­γκω­μια­στι­κά κι άλ­λο­τε α­πα­ξιω­τι­κά. Λ.χ., τον Κω­στή Μπα­στιά, που ή­ταν τό­τε διευ­θυ­ντής Γραμ­μά­των και Τε­χνών του Υπουρ­γείου Παι­δείας και γε­νι­κός διευ­θυ­ντής του Βα­σι­λι­κού Θεά­τρου, τον μνη­μο­νεύει μό­νο ως διευ­θυ­ντή του Κέ­ντρου Τε­χνών. Μά­λι­στα, τον πα­ρου­σιά­ζει “ευ­τρα­φή, με σκού­ρα γυα­λιά που τον έ­κα­ναν να μοιά­ζει με πρά­κτο­ρα ή με τυ­φλό”. Κι ό­μως, τό­τε, ο Μπα­στιάς ε­θεω­ρεί­το μέ­γας γυ­ναι­κο­κα­τα­κτη­τής. Οι φω­το­γρα­φίες του με τα μαύ­ρα γυα­λιά εί­ναι με­τά το 1959. Εκ δια­μέ­τρου α­ντί­θε­τα εί­ναι τα αι­σθή­μα­τα του α­φη­γη­τή για τον Άγγε­λο Τερ­ζά­κη. “Ευ­θυ­τε­νής, κα­λο­χτε­νι­σμέ­νος και κα­λο­ντυ­μέ­νος, μ’ ε­κεί­νη την κά­πως μο­νο­κόμ­μα­τη κο­ψιά του. Ένας σπου­δαίος λο­γο­τέ­χνης και δια­νο­η­τής, γνώ­στης βα­θύς του θεά­τρου”. Ίσως κά­ποιοι να κρί­νουν πως η α­να­φο­ρά εί­ναι γεν­ναιό­δω­ρη, πά­ντως, σί­γου­ρα, εί­ναι πλη­σιέ­στε­ρη προς τον άν­θρω­πο α­πό την ει­κό­να του συ­μπλεγ­μα­τι­κού, που σκια­γρα­φούν νεό­τε­ροι συγ­γρα­φείς. Ίσως, ε­φέ­τος τον Αύ­γου­στο, που κλεί­νουν τριά­ντα χρό­νια α­πό το θά­να­τό του, να μην υ­πάρ­ξει άλ­λη μνη­μό­νευ­ση.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

1 σχόλιο:

dimitris είπε...

Εξαιρετική παρουσίαση