«Μακράς ζωής αγωνίσματα»
Έκδοση: Οι φίλοι του περιοδικού «Αντί»,
Φεβρουάριος 2009
Μετά μια ορισμένη ηλικία, ο απολογισμός ζωής, ακόμη κι όταν δεν συντάσσεται, καταρτίζεται νοερά. Μόνο που σκέψεις και αισθήματα, ακόμη και τα γεγονότα, δεν παρουσιάζονται όπως τα ζήσαμε αλλά καταπώς τα θυμόμαστε. Ή, ίσως ακριβέστερα, όπως θέλουμε να τα θυμόμαστε. Ο Εμμανουήλ Κριαράς, ωστόσο, δείχνει να είναι αντικειμενικός. Κι αυτό φαίνεται να το επιτυγχάνει, ξεκαθαρίζοντας τα αισθήματά του και κατασταλάζοντας στις απόψεις του για πρόσωπα και καταστάσεις. Με θαυμαστή ακριβολογία, παραθέτει τα τεκμήρια της μέχρι σήμερα πορείας του, χωρίς αποσιωπήσεις, σαν έναν εις εαυτόν απολογισμό. Πρόκειται για μια λογοδοσία, που αποφεύγει τις ασάφειες και παραλείψεις, σκιαγραφώντας, με ευκρίνεια, λησμονημένες ή και άγνωστες στους νεότερους κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις. Συστηματικός ο λόγος του, συστήνει, εν συντομία, πλήθος προσώπων από διαφορετικούς χώρους, με κυριότερους, αυτούς της ακαδημαϊκής κοινότητας και της λογοτεχνίας. Αν και επικεντρωμένος ο απολογισμός στον αυτοβιογραφούμενο και τους γύρω του, δίνει μια πανοραμική εικόνα του 20ου αιώνα. Μεταξύ άλλων, δείχνει και πόσο λίγο ή έστω, πόσο δύσκολα, αλλάζουν οι νοοτροπίες, καθώς και ορισμένες τακτικές, όπως η υπονόμευση των αξιότερων. Η αυτοβιογραφία του Κριαρά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βιβλίο αναφοράς χάρις στο πλήθος και την ακρίβεια των πραγματολογικών στοιχείων Μπορεί, όμως, να διαβαστεί και ως ιστορικό αφήγημα. Στη δεύτερη περίπτωση, αναπόφευκτα, ο αναγνώστης συγκρατεί τα σημαντικά γι’ αυτόν. Δίνουμε περίληψη της δικής μας εντρύφησης, δεδομένου ότι μια τυπική παρουσίαση ενός παρόμοιου βιβλίου θα περιοριζόταν σε γενικόλογες αποφάνσεις, που μάλλον απωθούν παρά παρακινούν σε ανάγνωση.
Γεννημένος ο Κριαράς στον Πειραιά, έζησε μέχρι την ενηλικίωσή του, πρώτα στη Μήλο και μετά στην Κρήτη. Κατάγεται από εκείνους τους Κρητικούς, που, κυνηγημένοι, στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, εγκατέλειψαν τα Σφακιά και εγκαταστάθηκαν στη Μήλο, ιδρύοντας τον Αδάμαντα, που είναι το σημερινό επίνειο του νησιού. Η πρώτη ερευνητική μελέτη του αφορά τα νεοελληνικά παρωνύμια των δυο νησιών. Ναυτικοί το επάγγελμα ήταν και οι δυο εκατέρωθεν παππούδες του, όπως και ο πατέρας του. Ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία, πως ο ένας από τους δυο μικρότερους αδελφούς του, ο δευτερότοκος Παύλος, ήταν συνομήλικος και φίλος με τον Μιχάλη Ράπτη, γνωστό και με το επαναστατικό ψευδώνυμο Πάμπλο, το οποίο, σύμφωνα με τον Κριαρά, μπορεί και να το εμπνεύστηκε από τον αδελφό του.
Ο Κριαράς ονοματίζει τους καθηγητές του στο γυμνάσιο των Χανίων, μνημονεύοντας ιδιαίτερα τον Εμμανουήλ Γενεράλι, που τον μύησε στα αρχαία γράμματα, και τον Ιωάννη Μοσχόπουλο της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης, που τους μιλούσε για το γλωσσικό ζήτημα και τη σύγχρονη λογοτεχνία. Ακόμη, αναφέρει τους συμμαθητές του, τον Στέλιο Καψωμένο και τον Νίκο Τωμαδάκη, καθώς και τις πνευματικές δραστηριότητες εκείνων των χρόνων. Στην τρίτη γυμνασίου είχαν ιδρύσει τον πνευματικό όμιλο «Εγκυκλοπαιδικός Κύκλος των Νέων» και στην τελευταία τάξη, τον «Κρητικό Φιλολογικό Σύλλογο» και το περιοδικό «Αυγερινός». Νονός του περιοδικού και υπεύθυνος ύλης για τον πρώτο χρόνο ήταν ο ίδιος. Σε αυτό δημοσίευσε μεταφράσματα και δυο βιβλιοκρισίες, για το μυθιστόρημα του Ξενόπουλου «Η τρίμορφη γυναίκα» και για την ανθολογία του Παπαδήμα «Νέοι Διηγηματογράφοι». Πολύ θα θέλαμε να διαβάσουμε την άποψη του νεαρού Κριαρά για εκείνους τους “νέους διηγηματογράφους”. Μια άλλη συντροφιά στα Χανιά, με επικεφαλής τον φίλο του, Καψωμένο, έβγαζε το περιοδικό «Λογοτεχνικές Σελίδες».
Μέσα από τα στοιχεία της αυτοβιογραφίας, ο Κριαράς προβάλλει ως ένας συναισθηματικός έφηβος, πειθαρχημένος και εργατικός, με πνευματικά ενδιαφέροντα. Ένας νεαρός, που δεν διαθέτει χρόνο για παιχνίδια, ούτε και για πολλές συναναστροφές. Χωρίς επιδόσεις στα αθλητικά, αλλά με έφεση στις ξένες γλώσσες. Ανακαλεί τα πρώτα διαβάσματά του, εκείνα που εξέθρεψαν τον δημοτικισμό του. Ανάμεσα σε αυτά και τα διηγήματα του Πέτρου Πικρού, εκείνα του πρώτου βιβλίου του, τα «Χαμένα κορμιά», που κυκλοφόρησε Χριστούγεννα του 1922. Οι αναμνήσεις από τα σχολικά του χρόνια τελειώνουν με τη διάλεξη, που έδωσε ο Ψυχάρης στο Φιλολογικό Σύλλογο Χανίων. Στον Ψυχάρη επανέρχεται συχνά, όπως μαρτυρούν και οι παραπομπές στο ευρετήριο, που υπερέχουν όλων των άλλων αναφερόμενων προσώπων, με δεύτερο τον Παλαμά. Τον Ψυχάρη τον θαύμαζε, όπως γράφει, χωρίς, όμως, και να υιοθετεί όλες τις θέσεις του. Τον Παλαμά τον αντίκρισε πρώτη φορά, όταν ήταν φοιτητής, στην κηδεία του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Γεώργιου Δέρβου. “Τον παρακολούθησε καθώς έβγαινε από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση έως να φτάσει στο σπίτι του στην οδό Ασκληπιού με το ρυθμό του δικού του βαδίσματος”. Αυτή η περιγραφή της εκ του μακρόθεν προσήλωσης θα ταίριαζε και σε μια δική μας ανάμνηση από έναν άλλο μεγάλο ποιητή, Θεσσαλονικιό κρητικής καταγωγής, καμιά εβδομηνταριά χρόνια νεότερο. Όσο κι αν απέχουν οι άνθρωποι, τελικά, οι συμπεριφορές τους ελάχιστα διαφοροποιούνται.
Η πενταετία των πανεπιστημιακών του σπουδών, 1924-1929, στην οποία παρεμβλήθηκε, λόγω οικονομικής στενότητας, η στρατιωτική του θητεία, είναι ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια. Κι αυτό, γιατί σκιαγραφεί το ιδεολογικό τοπίο στον πανεπιστημιακό χώρο, επεκτείνοντας την εποπτική εικόνα, που δίνει, για τον 19ο αιώνα, ο Κώστας Λάππας στη μελέτη του, «Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα». Στην εν λόγω πενταετία γινόταν μια προσπάθεια ανανέωσης των καθηγητών και νεότεροι επιστήμονες με φιλοδημοτικιστικές ιδέες καταλάμβαναν έδρες. Ο Κριαράς ταξινομεί τους καθηγητές ως προς τις γλωσσικές τους αντιλήψεις, καλύπτοντας ολόκληρο το φάσμα. Υπήρχαν οι ριζοσπαστικοί, που ασπάζονταν τις γλωσσικές αρχές του δημοτικισμού. Οι μετριοπαθείς, διαφορετικών, όμως, διαβαθμίσεων. Δηλαδή, όσοι κατά βάθος ήταν δημοτικιστές χωρίς να το διακηρύσσουν και οι άλλοι, που εμφανίζονταν ανεκτικοί, αλλά παρέμεναν καθαρευουσιάνοι. Ακόμη, οι σιωπηλοί και απέχοντες, που, έμεναν, όμως, πιστοί στο γενικό γλωσσαμυντορικό πνεύμα της Σχολής. Και τέλος, οι αδιάλλακτοι, που μάχονταν κατά του δημοτικιστικού κινήματος. Συγκρατούμε το πρώτο όνομα που μνημονεύει, τον καθηγητή της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας Παναγή Λορεντζάτο, τον οποίο και χαρακτηρίζει θαρραλέο υπερασπιστή της δημοτικής γλώσσας.
Ο Κριαράς παρουσιάζει γενικότερα το γλωσσικό ζήτημα σε εκείνα τα χρόνια. Τότε που ο ίδιος έκανε κάποιες προσπάθειες στην ποίηση και γνώριζε τους πρώτους λογοτέχνες. Μεταξύ άλλων, την εποχή που υπηρετούσε στο Ναυτικό συνδέθηκε φιλικά με τον Δ.Ι. Αντωνίου και ως φοιτητής, στο υπόγειο Μπάγκειο, συνάντησε τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Φίλος από εκείνη την εποχή ήταν ο Κ.Θ.Δημαράς. Μας θυμίζει τις πανεπιστημιακές του ατυχίες, που έρχονται σε αντίθεση με την επικρατούσα σήμερα εικόνα ενός κατ’ εξοχήν ακαδημαϊκού δασκάλου. Ξεκίνησε από την ιατρική, στράφηκε στη φιλολογία, όπου πήρε το πτυχίο και έκανε το διδακτορικό του με πολλών χρόνων καθυστέρηση, δεν κατέλαβε καμία έδρα σε κανένα πανεπιστήμιο, μόνο δίδαξε στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόνης. Τέλος, όταν στα ογδόντα του έθεσε υποψηφιότητα στην Ακαδημία για την κενή έδρα στην Τάξη Γραμμάτων και Τεχνών, οι τριάντα πέντε Ακαδημαϊκοί, στις 15 Μαρτίου 1984, του έδωσαν μόλις εννέα ψήφους και μια ακόμη, κατά παραχώρηση.
Το 1930, τελειώνοντας τις σπουδές του ο Κριαράς, διορίστηκε στο ελληνικό γυμνάσιο στο Γαλάζι της Ρουμανίας. Το ταξίδι, όμως, το ματαίωσε η απόφαση της Ακαδημίας Αθηνών να ιδρύσει Μεσαιωνικό Αρχείο, με απώτερο σκοπό τη συγκρότηση Λεξικού της ελληνικής γλώσσας από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης έως το 1880. Ένα μεγαλόπνοο σχέδιο, που ξεκινούσε, ως είθισται στα καθ’ ημάς, χωρίς σχεδιασμό. Πάντως, προκηρύχτηκε διαγωνισμός για τρεις θέσεις, προβλέποντας και εξάμηνη μαθητεία στο Μόναχο. Οπότε, ο Κριαράς, ως ένας από τους τρεις υπότροφους, πήρε το βάπτισμα στη λεξικογράφηση, παρακολουθώντας επί τόπου τη σύνταξη του «Λεξικού των βαυαρικών και αυστριακών διαλέκτων». Επιστρέφοντας στα ημιυπόγεια της Ακαδημίας, άρχισε από την κρητική λογοτεχνία των χρόνων της ενετοκρατίας.
Στον ελεύθερο χρόνο του, διάβαζε Ίωνα Δραγούμη στα τραπεζάκια της «Αίγλης» του Ζαππείου. Εκεί σύχναζαν αριστεροί διανοούμενοι, όπως ο Ασημάκης Πανσέληνος. Και παλαιότερα, στα Χανιά, έκανε παρέα με νέους ενός ευρύτερου ιδεολογικού φάσματος. Κάπως έτσι, απέκτησε κι αυτός το συνοδευτικό του “φάκελο”. Όταν, το 1935, ζήτησε μια δεύτερη υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό, παρά τις άριστες συστάσεις, που είχε συγκεντρώσει, η αίτησή του απορρίφθηκε. Η τότε πολιτική κατάσταση ευνοούσε τους συκοφάντες, που τον κατηγόρησαν πως ήταν μέλος “της υπό τον Γληνόν κομουνιστικής Φοιτητικής Συντροφιάς”. Το 1938, που τελικά πήρε την υποτροφία, χρειάστηκε να συναντηθεί αυτοπροσώπως με τον διαβόητο υφυπουργό ασφαλείας Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, τον οποίο και αναγκάστηκε να ξαναεπισκεφτεί, ένα χρόνο αργότερα, για το διορισμό του ως διευθυντής του Μεσαιωνικού Αρχείου. Το 1940, όμως, με την κήρυξη του πολέμου, δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τη μεταφορά του σε στρατόπεδο κομουνιστών στρατιωτών στην Τρίπολη Αρκαδίας. Ενώ, ως ιταλομαθής, προοριζόταν για το Μέτωπο, παρέα με τον Γιάννη Μπεράτη και τον Καψωμένο. Κατά τα άλλα, έκανε και ο Κριαράς το ταξίδι με το «Ματαρόα», το φθινόπωρο του 1945, μαζί με τους αριστερών φρονημάτων υπότροφους του γαλλικού κράτους. Αυτός, από σπόντα, χάρις σε ένα υπόλοιπο υποτροφίας από το 1939.
Τη διδακτορική διατριβή του, με τίτλο, «Μελετήματα περί τας πηγάς του Ερωτοκρίτου», την υπέβαλε το 1938 στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και αρίστευσε. Ωστόσο, άργησε να καταλάβει πανεπιστημιακή έδρα. Υπέβαλε, εις μάτην, υποψηφιότητα το 1939 για επίκουρος στην έδρα νεότερης και μεσαιωνικής ελληνικής φιλολογίας στην Αθήνα, το 1944, για την έδρα νέας ελληνικής φιλολογίας στη Θεσσαλονίκη και πάλι, για την ίδια έδρα, το 1948. Τελικά, την έδρα κατέλαβε ο Λίνος Πολίτης. Η περίπτωση θυμίζει όσα γράφαμε πρόσφατα, με αφορμή τις λογοτεχνικές βραβεύσεις, τονίζοντας πως απέχει ο γιος του Σολωμού από το γιο του Λάμπρου, υπηρέτη του Σολωμού. Ο τότε καθηγητής της Σχολής Μιχαήλ Λάσκαρις έγραφε χαρακτηριστικά στον Κριαρά: «Τον υιόν του Πολίτου ποιος θα τον καταψηφίσει;»
Κατόπιν πιέσεων, ο Κριαράς υπέβαλε υποψηφιότητα για την έδρα της βυζαντινής φιλολογίας στο Αριστοτέλειο, όπου και εκλέχτηκε. Και πάλι, όμως, λόγω “φακέλου”, μια και αυτά συμβαίνουν το σωτήριον έτος 1950, άργησε να δημοσιευτεί ο διορισμός του. Εν τέλει, απολύθηκε από το απριλιανό καθεστώς στις 15.1.1968. Από εκεί και ύστερα, σε ένα μεγάλο μέρος της αυτοβιογραφίας, πρωταγωνιστεί το Λεξικό μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας, το έργο ζωής του Κριαρά. Ενώ, στο βίο του, ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, στέκεται δίπλα του η καθηγήτρια ψυχοτεχνικής και παιδαγωγικής Αικατερίνη Στριφτού. Γεννημένοι και οι δυο το 1906, παντρεύτηκαν στις 8 Μαρτίου 1936 και έμειναν μαζί μέχρι το θάνατό της, την 1η Μαΐου 2000. Καθόλου τυχαία, τα επόμενα οκτώ χρόνια, που καλύπτει η αυτοβιογραφία, τα αποκαλεί “χρόνια επιβίωσης”. Συνοψίζοντας την συνολική εντύπωση από το βιβλίο, δυο τινά θα πρέπει να συμβαίνουν: Είτε ο Κριαράς είναι τέρας μνήμης είτε το συγκεκριμένο “αγώνισμα” της βιογραφικής διήγησης το έκανε συστηματικά και με ιδιαίτερη επιμέλεια. Ούτως ή άλλως, και τα δυο συνιστούν βασικά χαρακτηριστικά ολόκληρου του έργου του.
Γεννημένος ο Κριαράς στον Πειραιά, έζησε μέχρι την ενηλικίωσή του, πρώτα στη Μήλο και μετά στην Κρήτη. Κατάγεται από εκείνους τους Κρητικούς, που, κυνηγημένοι, στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, εγκατέλειψαν τα Σφακιά και εγκαταστάθηκαν στη Μήλο, ιδρύοντας τον Αδάμαντα, που είναι το σημερινό επίνειο του νησιού. Η πρώτη ερευνητική μελέτη του αφορά τα νεοελληνικά παρωνύμια των δυο νησιών. Ναυτικοί το επάγγελμα ήταν και οι δυο εκατέρωθεν παππούδες του, όπως και ο πατέρας του. Ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία, πως ο ένας από τους δυο μικρότερους αδελφούς του, ο δευτερότοκος Παύλος, ήταν συνομήλικος και φίλος με τον Μιχάλη Ράπτη, γνωστό και με το επαναστατικό ψευδώνυμο Πάμπλο, το οποίο, σύμφωνα με τον Κριαρά, μπορεί και να το εμπνεύστηκε από τον αδελφό του.
Ο Κριαράς ονοματίζει τους καθηγητές του στο γυμνάσιο των Χανίων, μνημονεύοντας ιδιαίτερα τον Εμμανουήλ Γενεράλι, που τον μύησε στα αρχαία γράμματα, και τον Ιωάννη Μοσχόπουλο της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης, που τους μιλούσε για το γλωσσικό ζήτημα και τη σύγχρονη λογοτεχνία. Ακόμη, αναφέρει τους συμμαθητές του, τον Στέλιο Καψωμένο και τον Νίκο Τωμαδάκη, καθώς και τις πνευματικές δραστηριότητες εκείνων των χρόνων. Στην τρίτη γυμνασίου είχαν ιδρύσει τον πνευματικό όμιλο «Εγκυκλοπαιδικός Κύκλος των Νέων» και στην τελευταία τάξη, τον «Κρητικό Φιλολογικό Σύλλογο» και το περιοδικό «Αυγερινός». Νονός του περιοδικού και υπεύθυνος ύλης για τον πρώτο χρόνο ήταν ο ίδιος. Σε αυτό δημοσίευσε μεταφράσματα και δυο βιβλιοκρισίες, για το μυθιστόρημα του Ξενόπουλου «Η τρίμορφη γυναίκα» και για την ανθολογία του Παπαδήμα «Νέοι Διηγηματογράφοι». Πολύ θα θέλαμε να διαβάσουμε την άποψη του νεαρού Κριαρά για εκείνους τους “νέους διηγηματογράφους”. Μια άλλη συντροφιά στα Χανιά, με επικεφαλής τον φίλο του, Καψωμένο, έβγαζε το περιοδικό «Λογοτεχνικές Σελίδες».
Μέσα από τα στοιχεία της αυτοβιογραφίας, ο Κριαράς προβάλλει ως ένας συναισθηματικός έφηβος, πειθαρχημένος και εργατικός, με πνευματικά ενδιαφέροντα. Ένας νεαρός, που δεν διαθέτει χρόνο για παιχνίδια, ούτε και για πολλές συναναστροφές. Χωρίς επιδόσεις στα αθλητικά, αλλά με έφεση στις ξένες γλώσσες. Ανακαλεί τα πρώτα διαβάσματά του, εκείνα που εξέθρεψαν τον δημοτικισμό του. Ανάμεσα σε αυτά και τα διηγήματα του Πέτρου Πικρού, εκείνα του πρώτου βιβλίου του, τα «Χαμένα κορμιά», που κυκλοφόρησε Χριστούγεννα του 1922. Οι αναμνήσεις από τα σχολικά του χρόνια τελειώνουν με τη διάλεξη, που έδωσε ο Ψυχάρης στο Φιλολογικό Σύλλογο Χανίων. Στον Ψυχάρη επανέρχεται συχνά, όπως μαρτυρούν και οι παραπομπές στο ευρετήριο, που υπερέχουν όλων των άλλων αναφερόμενων προσώπων, με δεύτερο τον Παλαμά. Τον Ψυχάρη τον θαύμαζε, όπως γράφει, χωρίς, όμως, και να υιοθετεί όλες τις θέσεις του. Τον Παλαμά τον αντίκρισε πρώτη φορά, όταν ήταν φοιτητής, στην κηδεία του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Γεώργιου Δέρβου. “Τον παρακολούθησε καθώς έβγαινε από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση έως να φτάσει στο σπίτι του στην οδό Ασκληπιού με το ρυθμό του δικού του βαδίσματος”. Αυτή η περιγραφή της εκ του μακρόθεν προσήλωσης θα ταίριαζε και σε μια δική μας ανάμνηση από έναν άλλο μεγάλο ποιητή, Θεσσαλονικιό κρητικής καταγωγής, καμιά εβδομηνταριά χρόνια νεότερο. Όσο κι αν απέχουν οι άνθρωποι, τελικά, οι συμπεριφορές τους ελάχιστα διαφοροποιούνται.
Η πενταετία των πανεπιστημιακών του σπουδών, 1924-1929, στην οποία παρεμβλήθηκε, λόγω οικονομικής στενότητας, η στρατιωτική του θητεία, είναι ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια. Κι αυτό, γιατί σκιαγραφεί το ιδεολογικό τοπίο στον πανεπιστημιακό χώρο, επεκτείνοντας την εποπτική εικόνα, που δίνει, για τον 19ο αιώνα, ο Κώστας Λάππας στη μελέτη του, «Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα». Στην εν λόγω πενταετία γινόταν μια προσπάθεια ανανέωσης των καθηγητών και νεότεροι επιστήμονες με φιλοδημοτικιστικές ιδέες καταλάμβαναν έδρες. Ο Κριαράς ταξινομεί τους καθηγητές ως προς τις γλωσσικές τους αντιλήψεις, καλύπτοντας ολόκληρο το φάσμα. Υπήρχαν οι ριζοσπαστικοί, που ασπάζονταν τις γλωσσικές αρχές του δημοτικισμού. Οι μετριοπαθείς, διαφορετικών, όμως, διαβαθμίσεων. Δηλαδή, όσοι κατά βάθος ήταν δημοτικιστές χωρίς να το διακηρύσσουν και οι άλλοι, που εμφανίζονταν ανεκτικοί, αλλά παρέμεναν καθαρευουσιάνοι. Ακόμη, οι σιωπηλοί και απέχοντες, που, έμεναν, όμως, πιστοί στο γενικό γλωσσαμυντορικό πνεύμα της Σχολής. Και τέλος, οι αδιάλλακτοι, που μάχονταν κατά του δημοτικιστικού κινήματος. Συγκρατούμε το πρώτο όνομα που μνημονεύει, τον καθηγητή της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας Παναγή Λορεντζάτο, τον οποίο και χαρακτηρίζει θαρραλέο υπερασπιστή της δημοτικής γλώσσας.
Ο Κριαράς παρουσιάζει γενικότερα το γλωσσικό ζήτημα σε εκείνα τα χρόνια. Τότε που ο ίδιος έκανε κάποιες προσπάθειες στην ποίηση και γνώριζε τους πρώτους λογοτέχνες. Μεταξύ άλλων, την εποχή που υπηρετούσε στο Ναυτικό συνδέθηκε φιλικά με τον Δ.Ι. Αντωνίου και ως φοιτητής, στο υπόγειο Μπάγκειο, συνάντησε τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Φίλος από εκείνη την εποχή ήταν ο Κ.Θ.Δημαράς. Μας θυμίζει τις πανεπιστημιακές του ατυχίες, που έρχονται σε αντίθεση με την επικρατούσα σήμερα εικόνα ενός κατ’ εξοχήν ακαδημαϊκού δασκάλου. Ξεκίνησε από την ιατρική, στράφηκε στη φιλολογία, όπου πήρε το πτυχίο και έκανε το διδακτορικό του με πολλών χρόνων καθυστέρηση, δεν κατέλαβε καμία έδρα σε κανένα πανεπιστήμιο, μόνο δίδαξε στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόνης. Τέλος, όταν στα ογδόντα του έθεσε υποψηφιότητα στην Ακαδημία για την κενή έδρα στην Τάξη Γραμμάτων και Τεχνών, οι τριάντα πέντε Ακαδημαϊκοί, στις 15 Μαρτίου 1984, του έδωσαν μόλις εννέα ψήφους και μια ακόμη, κατά παραχώρηση.
Το 1930, τελειώνοντας τις σπουδές του ο Κριαράς, διορίστηκε στο ελληνικό γυμνάσιο στο Γαλάζι της Ρουμανίας. Το ταξίδι, όμως, το ματαίωσε η απόφαση της Ακαδημίας Αθηνών να ιδρύσει Μεσαιωνικό Αρχείο, με απώτερο σκοπό τη συγκρότηση Λεξικού της ελληνικής γλώσσας από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης έως το 1880. Ένα μεγαλόπνοο σχέδιο, που ξεκινούσε, ως είθισται στα καθ’ ημάς, χωρίς σχεδιασμό. Πάντως, προκηρύχτηκε διαγωνισμός για τρεις θέσεις, προβλέποντας και εξάμηνη μαθητεία στο Μόναχο. Οπότε, ο Κριαράς, ως ένας από τους τρεις υπότροφους, πήρε το βάπτισμα στη λεξικογράφηση, παρακολουθώντας επί τόπου τη σύνταξη του «Λεξικού των βαυαρικών και αυστριακών διαλέκτων». Επιστρέφοντας στα ημιυπόγεια της Ακαδημίας, άρχισε από την κρητική λογοτεχνία των χρόνων της ενετοκρατίας.
Στον ελεύθερο χρόνο του, διάβαζε Ίωνα Δραγούμη στα τραπεζάκια της «Αίγλης» του Ζαππείου. Εκεί σύχναζαν αριστεροί διανοούμενοι, όπως ο Ασημάκης Πανσέληνος. Και παλαιότερα, στα Χανιά, έκανε παρέα με νέους ενός ευρύτερου ιδεολογικού φάσματος. Κάπως έτσι, απέκτησε κι αυτός το συνοδευτικό του “φάκελο”. Όταν, το 1935, ζήτησε μια δεύτερη υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό, παρά τις άριστες συστάσεις, που είχε συγκεντρώσει, η αίτησή του απορρίφθηκε. Η τότε πολιτική κατάσταση ευνοούσε τους συκοφάντες, που τον κατηγόρησαν πως ήταν μέλος “της υπό τον Γληνόν κομουνιστικής Φοιτητικής Συντροφιάς”. Το 1938, που τελικά πήρε την υποτροφία, χρειάστηκε να συναντηθεί αυτοπροσώπως με τον διαβόητο υφυπουργό ασφαλείας Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, τον οποίο και αναγκάστηκε να ξαναεπισκεφτεί, ένα χρόνο αργότερα, για το διορισμό του ως διευθυντής του Μεσαιωνικού Αρχείου. Το 1940, όμως, με την κήρυξη του πολέμου, δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τη μεταφορά του σε στρατόπεδο κομουνιστών στρατιωτών στην Τρίπολη Αρκαδίας. Ενώ, ως ιταλομαθής, προοριζόταν για το Μέτωπο, παρέα με τον Γιάννη Μπεράτη και τον Καψωμένο. Κατά τα άλλα, έκανε και ο Κριαράς το ταξίδι με το «Ματαρόα», το φθινόπωρο του 1945, μαζί με τους αριστερών φρονημάτων υπότροφους του γαλλικού κράτους. Αυτός, από σπόντα, χάρις σε ένα υπόλοιπο υποτροφίας από το 1939.
Τη διδακτορική διατριβή του, με τίτλο, «Μελετήματα περί τας πηγάς του Ερωτοκρίτου», την υπέβαλε το 1938 στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και αρίστευσε. Ωστόσο, άργησε να καταλάβει πανεπιστημιακή έδρα. Υπέβαλε, εις μάτην, υποψηφιότητα το 1939 για επίκουρος στην έδρα νεότερης και μεσαιωνικής ελληνικής φιλολογίας στην Αθήνα, το 1944, για την έδρα νέας ελληνικής φιλολογίας στη Θεσσαλονίκη και πάλι, για την ίδια έδρα, το 1948. Τελικά, την έδρα κατέλαβε ο Λίνος Πολίτης. Η περίπτωση θυμίζει όσα γράφαμε πρόσφατα, με αφορμή τις λογοτεχνικές βραβεύσεις, τονίζοντας πως απέχει ο γιος του Σολωμού από το γιο του Λάμπρου, υπηρέτη του Σολωμού. Ο τότε καθηγητής της Σχολής Μιχαήλ Λάσκαρις έγραφε χαρακτηριστικά στον Κριαρά: «Τον υιόν του Πολίτου ποιος θα τον καταψηφίσει;»
Κατόπιν πιέσεων, ο Κριαράς υπέβαλε υποψηφιότητα για την έδρα της βυζαντινής φιλολογίας στο Αριστοτέλειο, όπου και εκλέχτηκε. Και πάλι, όμως, λόγω “φακέλου”, μια και αυτά συμβαίνουν το σωτήριον έτος 1950, άργησε να δημοσιευτεί ο διορισμός του. Εν τέλει, απολύθηκε από το απριλιανό καθεστώς στις 15.1.1968. Από εκεί και ύστερα, σε ένα μεγάλο μέρος της αυτοβιογραφίας, πρωταγωνιστεί το Λεξικό μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας, το έργο ζωής του Κριαρά. Ενώ, στο βίο του, ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, στέκεται δίπλα του η καθηγήτρια ψυχοτεχνικής και παιδαγωγικής Αικατερίνη Στριφτού. Γεννημένοι και οι δυο το 1906, παντρεύτηκαν στις 8 Μαρτίου 1936 και έμειναν μαζί μέχρι το θάνατό της, την 1η Μαΐου 2000. Καθόλου τυχαία, τα επόμενα οκτώ χρόνια, που καλύπτει η αυτοβιογραφία, τα αποκαλεί “χρόνια επιβίωσης”. Συνοψίζοντας την συνολική εντύπωση από το βιβλίο, δυο τινά θα πρέπει να συμβαίνουν: Είτε ο Κριαράς είναι τέρας μνήμης είτε το συγκεκριμένο “αγώνισμα” της βιογραφικής διήγησης το έκανε συστηματικά και με ιδιαίτερη επιμέλεια. Ούτως ή άλλως, και τα δυο συνιστούν βασικά χαρακτηριστικά ολόκληρου του έργου του.
Μ. Θεοδοσοπούλου
1 σχόλιο:
Χαίρομαι, κα Θεοδωσοπούλου, για τέτοια κείμενα εντός της μπλογκόσφαιρας. Με τους ψηφιακούς χαιρετισμούς μου, Βασ.Ρου.
Δημοσίευση σχολίου