Στο τρέχον τεύχος του περιοδικού «Νέα Εστία» (αρ. 1826, Οκτώβριος 2009), δημοσιεύεται πολυσέλιδο κείμενο, υπό μορφή επιστολής προς τον διευθυντή του περιοδικού. Υπογράφεται από τον άγνωστο σε εμάς Βάγιο Λαγενά. Ο επιστολογράφος συστήνεται ως φιλόλογος, συνταξιούχος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, γεννηθείς το 1925 στα Βραστά, τα σημερινά Βράσταμα, Χαλκιδικής. Δηλώνει κάτοικος Πολύγυρου, όπου και εξέδωσε προ τριετίας το τελευταίο βιβλίο του, «Ισλανδικά Κένινγ και Ωδαί. Ο Ανδρέας Κάλβος αναγνώστης της Βορείου Ευρωπαϊκής Ποιήσεως». Ωστόσο, δια της επιστολής του, δεν διαμαρτύρεται για την μη παρουσίαση της μελέτης του, όπως θα είχε κάθε δικαίωμα, δεδομένου ότι ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στο πάντοτε φλέγον θέμα του Κάλβου. Αν ο γηραιός φιλόλογος καταγγέλλει την αδιαφορία της κριτικής, όχι μόνο του περιοδικού αλλά και ολόκληρου του λογοτεχνικού χώρου, δεν το κάνει για το προσωπικό του συμφέρον αλλά για την επίτομη έκδοση των «Ποιημάτων» τού προσφιλούς του ποιητή Ηλία Λάγιου. Την αδιαφορία αυτή την θεωρεί εντελώς αδικαιολόγητη, όταν, μάλιστα, ο εκδοτικός οίκος που στέγασε τα «Ποιήματα» δεν είναι ο τυχών, αλλά εκείνος των δυο ελληνικών νόμπελ. Γεγονός που σημαίνει πως τέσσερα μόλις χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή, σε ηλικία 47 ετών, το έργο του, που πολλοί θεωρούν ως άνισο και προσώρας ανεπαρκώς μελετημένο, αναγνωρίζεται και τοποθετείται “δίπλα στα διαχρονικά ποιητικά αριστουργήματα των μεγαλυτέρων Ελλήνων ποιητών”, όπως τονίζει.
Πάντως, η έκφραση της αγανάκτησής του αποτελεί μόνο τον πρόλογο της επιστολής. Όπως σπεύδει να διευκρινίσει, ο δικός του στόχος είναι να σώσει τη φήμη του κριτικού Ηλία Λάγιου, την οποία αμαύρωσε “ένα τεράστιο φιλολογικό λάθος”. Συγκεκριμένα, ο Λάγιος, σε παλαιότερο δημοσίευμά του (περιοδικό «Ωλήν», τχ. 4, Απρίλιος-Μάιος 1981), εξαίρει την ποιήτρια Φιλησία Στάθη, στηρίζοντας την εκτίμησή του σε μόλις τρία ποιήματά της, που εντόπισε σε δύο τεύχη της «Νέας Εστίας» του 1951. Πρόσφατα, “νεαρός ελληνιστής”, ονόματι Αριστοτέλης Σαΐνης, σε άρθρο του (περιοδικό «Πόρφυρας», τχ. 130, Ιανουάριος-Μάρτιος 2009), σχολιάζοντας, παρεμπιπτόντως, το πρώιμο έργο του Λάγιου, αναφέρεται στην εν λόγω ποιήτρια ως πρόσωπο επινοημένο από τον ποιητή, τοποθετώντας την δίπλα στα άλλα δυο γνωστά προσωπεία του Λάγιου, τον Αλέξη Φωκά και τον Γεράσιμο Σπανοδημητρακόπουλο.
Ο γηραιός φιλόλογος καταφέρεται εναντίον “σύσσωμης της κριτικής, τόσο της πανεπιστημιακής όσο και της αριστερής ή ελευθέρας σκοπεύσεως”, γιατί παρέμεινε βουβή προ αυτού “του ανιστόρητου φιλολογικού ολισθήματος”. Παρατάσσει κατά σειρά, υπό την μορφή ρητορικών ερωτημάτων, τα ονόματα των, κατά την κρίση του, δόκιμων κριτικών, που σιώπησαν. Και μάλιστα, χωρίς τα βαφτιστικά τους ονόματα, δείγμα απαξιωτικής οικειότητας. Παραδόξως εξαιρεί τον γνωστό φιλόλογο και επιστήθιο φίλο τού ποιητή, Νάσο Βαγενά. Απορούμε, δεν έχει φτάσει μέχρι τις πλαγιές του Χολομώντα, το κύρος των επιφυλλίδων “του ένδοξου πανεπιστημιακού Αθανασίου Βαγενά”, όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλεί σε άλλο σημείο της επιστολής του; Δεν θα αρκούσε άραγε ένα από τα μηνιαία, ημισελίδια κείμενα τού εν λόγω πανεπιστημιακού για να γνωρίσει το πανελλήνιο “τα λάγια ποιήματα” και ταυτόχρονα, το μοναδικό κριτικό αισθητήριο του αποθανόντος ποιητή, όπως περίτρανα το επέδειξε στην περίπτωση της αφανούς Φιλησίας Στάθη;
Προχωράει, όμως, ακόμη περισσότερο στις επικρίσεις του ο γηραιός φιλόλογος, κατηγορώντας τους κριτικούς πως δεν διαβάζουν τα λογοτεχνικά περιοδικά και πως, αν τυχόν τα διαβάζουν, δεν τα καταλαβαίνουν. Είτε πρόκειται για το βραχύβιο «Ωλήν» είτε για ένα αξιόλογο περιοδικό λόγου και τέχνης, όπως χαρακτηρίζει τον κερκυραϊκό «Πόρφυρα». Παρεμπιπτόντως, απορούμε πως ένας τόσο προσεκτικός φιλόλογος αναφέρει ως διευθυντή του περιοδικού τον Θεοδόση Πυλαρινό αντί των ανέκαθεν εκδοτών και διευθυντών του, Δημήτρη Κονιδάρη και Περικλή Παγκράτη. Μπορεί ο Πυλαρινός να είναι “σεβαστός καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο”, όπως τον παρουσιάζει, στο περιοδικό, ωστόσο, επέχει θέση μόνο συμβούλου έκδοσης.
Ας περιοριστούμε, όμως, στο σημείο της επιστολής, που μας θίγει προσωπικά. Στους έγκριτους κριτικούς, παραδόξως, περιλαμβάνει και εμάς, παρόλο που η παρουσία μας περιορίζεται σε δυο έντυπα, τα οποία δεν θα πρέπει να παρακολουθεί. Το ένα, λόγω μικρής κυκλοφορίας και το άλλο, λόγω του “χαρούμενου” χαρακτήρα του, όπως κάπου παρατηρεί, το οποίο πρέπει να απωθεί ένα σοβαρό φιλόλογο του δικού του αναστήματος. Ίσως πάλι, να γνωρίζει την κριτική μας παρουσία από την παλαιότερη συνεργασία μας στις βιβλιοφιλικές σελίδες του «Βήματος», όπως θαυμαστικά τις χαρακτηρίζει. Αν και το πιθανότερο είναι να επεσήμανε την παρουσία μας χάρις στις ευάριθμες βιβλιοπαρουσιάσεις, που είχαμε την ευκαιρία να δημοσιεύσουμε στη «Νέα Εστία», την οποία και θεωρεί την κορωνίδα των λογοτεχνικών περιοδικών.
Ειδικά, εμάς, ο γηραιός λόγιος μας εγκαλεί με το ερώτημα: «Γιατί σιωπά η Θεοδοσοπούλου;» Άκρως προσβλητικό, καθόσον μεθερμηνευόμενο υπονοεί πως κάποιον καλύπτουμε δια της σιωπής μας. Όπου, εν προκειμένω, δεν μπορεί παρά να πρόκειται για τον Αριστοτέλη Σαΐνη και στην χειρότερη περίπτωση, που δεν θέλουμε ούτε να την σκεφτούμε, για κάποιους σκοτεινούς κύκλους, που ζητούν να υποβαθμίσουν το έργο του πρόωρα χαμένου ποιητή. Να απαντήσουμε ευθαρσώς. Δεν γνωρίζουμε τον Αριστοτέλη Σαΐνη.
Μάλιστα ομολογούμε πως μέχρι πρότινος, λόγω του ονοματεπώνυμού του, που προσφέρεται για παρετυμολόγηση, θεωρούσαμε πως πρόκειται για ψευδώνυμο. Συγκεκριμένα, πιστεύαμε πως είναι ψευδώνυμο του γνωστού συγγραφέα και κριτικού Κώστα Βούλγαρη. Κι αυτό, γιατί συναντήσαμε για πρώτη φορά το όνομά του σε συναγωγή κειμένων για τον Γιάννη Πάνου, που είχε ετοιμάσει ο Βούλγαρης και όπου ο Σαΐνης υπέγραφε ως συντάκτης της βιβλιογραφίας. Εκεί, καταγράφονταν και δημοσιεύματα από το «Ex Libris» της «Εποχής», το οποίο ελάχιστοι παρακολουθούν. Μεταξύ αυτών, θέλουμε να πιστεύουμε και ο Βούλγαρης. Παραδόξως, ο γηραιός φιλόλογος δεν τον συγκαταλέγει στους έγκριτους κριτικούς, παρότι, μάλιστα, φέρεται και αυτός ως επιστήθιος φίλος του εκλιπόντος ποιητή. Όπως και να έχει, την αληθή ύπαρξη του Σαΐνη, την αντιληφθήκαμε, όταν έφθασε στα χέριά μας το επιβλητικό, σε όγκο και όχι μόνον, μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού, «Γλαύκος Θρασάκης», του οποίου έχει την επιμέλεια.
Απομένει η άκρως δυσμενής για εμάς εκδοχή πως δεν διαβάζουμε γενικώς τα λογοτεχνικά περιοδικά και ειδικώς, τον «Πόρφυρα». Με άλλα λόγια, ότι ανήκουμε στη χορεία εκείνων, που συμφωνούν με την δημοσιογράφο Όλγα Σελλά, ειδική σε παντοία περί το βιβλίο θέματα, πως τα λογοτεχνικά περιοδικά, “με μεγάλη παράδοση και μεγάλη διαδρομή”, συνεχίζουν “ασθαίμοντας” μια “ανέμπνευστη πορεία”. Ωστόσο, ακόμη και έτσι, το συγκεκριμένο τεύχος αποκλειόταν να μην το διαβάσουμε. Αρκεί να θυμίσουμε πως το 130ο τεύχος του «Πόρφυρα» συνιστά σταθμό στην εμπνευσμένη πορεία του περιοδικού, συγκρινόμενο μόνο με εκείνο του Κάλβου. Κι αυτό, γιατί είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο σε έναν “από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ’70, τον σπουδαίο θεωρητικό, πανεπιστημιακό δάσκαλο με πολυετή θητεία, ...έναν από τους βασικότερους παράγοντες της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας. Τον Νάσο Βαγενά.” Αυτά, σύμφωνα με το προλογικό σημείωμα του τεύχους, που φέρει τον εμφατικό τίτλο, «Μία οφειλή». Ένα παρόμοιο αφιέρωμα δεν το διαβάζει κανείς, το ξεκοκαλίζει μέχρι του ύστατου, δέκατου τρίτου κειμένου, που είναι αυτό του Σαΐνη. Κι ας είναι το τρίτο στη σειρά, που ουσιαστικά καλύπτει στο ίδιο θέμα, δηλαδή αφορά ένα συγκεκριμένο βιβλίο του τιμώμενου ποιητή. Τότε, πώς συνέβη και δεν αντιληφθήκαμε την σύγχυση ενός υπαρκτού προσώπου, όπως η Φιλησία Στάθη, με τα δυο λάγια προσωπεία;
Μπορεί όντως να μην διαθέτουμε την απαιτούμενη φιλολογική σκευή, ώστε να κατανοούμε πάντοτε τι διαβάζουμε. Σε αυτό το σημείο, και όσο αφορά την περίπτωσή μας, δεν έχει άδικο ο γηραιός φιλόλογος. Ωστόσο, φιλοπερίεργοι όντες, σπεύσαμε να εξακριβώσουμε κατά πόσο είναι υπαρκτά τα ίχνη της Στάθη, που αναφέρει ο ποιητής. Και γι’ αυτό δεν χρειαζόταν μια πλήρης σειρά της μακρόβιας «Νέας Εστίας», όπως αυτή που φυλάσσεται στο Αρχοντικό των Γιατράδων και στην οποία κατέφυγε ο γηραιός φιλόλογος. Αρκούσαν τα ευρετήρια του περιοδικού, ένα θεάρεστο έργο ομάδας φοιτητών του καθηγητή Γεωργίου Ζώρα, το οποίο έγινε υπό την καθοδήγησή του. Άλλοι καιροί, λιγότερο ωφελιμιστικοί, τότε οι καθηγητές παρότρυναν τους μαθητές τους σε έργα γενικότερης χρησιμότητας. Έτσι εντοπίσαμε τα τρία ποιήματα της Φιλησίας Στάθη στους τόμους 49 και 50 του 1951. Ταυτόχρονα, και χωρίς την εργώδη προσπάθεια που κατέβαλε ο γηραιός φιλόλογος, εντοπίσαμε και το δικό του εύρημα. Ένα ακόμη ποίημα τής Στάθη, πάλι στη «Νέα Εστία», στον 18ο τόμο του 1935. Να παραδεχτούμε πως σε αυτό το σημείο είχαμε ενθουσιαστεί. Μέχρι, που, για μια στιγμή, μας πέρασε η ιδέα να δημοσιεύσουμε το εύρημά μας. Κατόπιν όμως ωριμότερης σκέψης, συνεχίσαμε να αναζητούμε κι άλλα ίχνη της ποιήτριας. Και πράγματι, εντοπίσαμε δυο ακόμη ποιήματά της, αυτή τη φορά, εκτός «Νέας Εστίας», τα οποία και παραθέτουμε. Όσο αφορά τα βιογραφικά της ποιήτριας, γνωρίζαμε κάποια στοιχεία για την πατρική της οικογένεια. Μέχρι που διαβάσαμε στην επιστολή του συνταξιούχου φιλόλογου ότι η Φιλησία Στάθη είναι η σύζυγος του Παντελή Πουλιόπουλου.
Ο γηραιός λόγιος δράττεται της ευκαιρίας και μακρηγορεί για “την ευγενική πολιτική φυσιογνωμία του πρωτοπόρου και διανοούμενου”, όπως αποκαλεί τον Πουλιόπουλο. Εμφανίζεται, μάλιστα, εξαιρετικά ενημερωμένος γύρω από το αριστερό κίνημα στην Ελλάδα και δη, στις πλέον αθέατες πτυχές του. Από την άλλη, λόγω και ηλικίας, αναμενόμενος είναι ο λανθάνων αντικομμουνισμός του, καθώς και η παντελής αποσιώπηση των θέσεων, που υπερασπίστηκε ο Πουλιόπουλος στη δεκαετία του ’20, αφού αφορούν καυτά μέχρι σήμερα εθνικά ζητήματα. Παρεμπιπτόντως, να σημειώσουμε ότι ο Πουλιόπουλος δεν ανέλαβε, απλώς, την ηγεσία του ΚΚΕ για ένα μικρό διάστημα, το 1924, όπως διατυπώνεται στην επιστολή. Υπήρξε ο πρώτος γραμματέας του Κόμματος. Κατέχει αυτόν τον ιστορικά σημαίνοντα τίτλο, δεδομένου ότι εκλέχτηκε, Σεπτέμβριο 1923, στο 3ο έκτακτο συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ), κατά το οποίο ο εν λόγω κομματικός σχηματισμός εντάχθηκε στην Κουμουνιστική Διεθνή και μετονομάστηκε σε Κουμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Παρέμεινε στη θέση του γραμματέα μέχρι το 3ο Τακτικό Συνέδριο, Μάρτιο 1927, οπότε και απομακρύνθηκε. Ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος του Νίκου Ζαχαριάδη, γεννηθείς στη Θήβα στις 10 Μαρτίου 1900, και εκτελέστηκε στις 6 Ιουνίου 1943, τριάντα χρόνια πριν τον άδοξο θάνατο (αυτοκτονία;) του Ζαχαριάδη.
Σε αυτό το σημείο, θα θέλαμε να επισημάνουμε το πρόβλημα που δημιουργεί το βαφτιστικό όνομα της συζύγου του Πουλιόπουλου. Είναι Φιλήσια, όπως το βρίσκουμε σε όλες τις πηγές, ή Φιλησία, καθώς το παρατόνισε ο Λάγιος και το κράτησαν ο Σαΐνης και ο επιστολογράφος; Ο γηραιός φιλόλογος θα πρέπει να καταλήξει, αφού, όπως αποκαλύπτει, έχει σχεδόν έτοιμη “ανθολογία Ελλήνων αφανών ποιητών του 20ου αιώνα”. Συμπληρώνοντας το λήμμα της Φιλησίας Στάθη, καλό θα ήταν να τσεκάρει και την καταγωγή της. Νησιώτισσα μεν, αλλά όχι από την Νάξο. Με την ευκαιρία επισημαίνουμε και δυο λανθασμένες αναφορές στην επιστολή (πιθανώς, τυπογραφικά σφάλματα): το “μίνι” αφιέρωμα της «Νέας Εστίας» στον Ηλία Λάγιο βρίσκεται στον τόμο 164 (και όχι στον 64) και η κριτική για το βιβλίο του Κώστα Παπαχρίστου, «Ο άγνωστος Παπαδιαμάντης», από τον παππού του ποιητή, Ηλία Λάγιο (όπως ο εγγονός του, ούτε εκείνος παρέθετε το αρχικό του πατρώνυμου) δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία», στις 15 Απριλίου 1947 (και όχι τον Αύγουστο). Τέλος, ας μας επιτραπεί να παρατηρήσουμε πως η αναφορά στον Αλέξανδρο Αργυρίου, με τον προσδιορισμό, ο πάλαι ποτέ Αλέξανδρος Αργυρίου, είναι τουλάχιστον άκομψη. Ελπίζουμε, όμως, να έχουμε την ευκαιρία μιας δια ζώσης συζήτησης μαζί του μεθαύριο κατά την παρουσίαση των “λάγιων ποιημάτων” στο Μουσείο Μπενάκη. Πολύ μας έθλιψε που δεν θα τον παρουσιάσει ο υπουργός Πολιτισμού, όπως είχε ακουστεί, ούτε καν ο πανεπιστημιακός και επιστήθιος φίλος του Νάσος Βαγενάς. Αντ’ αυτών, θα μιλήσουν δυο ποιητές, ο Κώστας Κουτσουρέλης και ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, με πρώτο ομιλητή, τον Αριστοτέλη Σαΐνη. Το πιθανότερο, οι διοργανωτές να μην ενημερώθηκαν για την επιστολή. Πώς, όμως, είναι δυνατόν, αφού ο Νάσος Βαγενάς, που συντονίζει την βραδιά, δημοσιεύει στις πρώτες σελίδες του ίδιου τεύχους μακριά ποιητική σύνθεση καλβικής εμπνεύσεως; Οι συγγραφείς, όμως, είναι τόσο υπέροχοι νάρκισσοι, που ολόκληρος ο κόσμος σβήνει μπροστά στο έργο τους. Δεν αποκλείεται ούτε καν να φυλλομέτρησε το υπόλοιπο τεύχος.
Πάντως, η έκφραση της αγανάκτησής του αποτελεί μόνο τον πρόλογο της επιστολής. Όπως σπεύδει να διευκρινίσει, ο δικός του στόχος είναι να σώσει τη φήμη του κριτικού Ηλία Λάγιου, την οποία αμαύρωσε “ένα τεράστιο φιλολογικό λάθος”. Συγκεκριμένα, ο Λάγιος, σε παλαιότερο δημοσίευμά του (περιοδικό «Ωλήν», τχ. 4, Απρίλιος-Μάιος 1981), εξαίρει την ποιήτρια Φιλησία Στάθη, στηρίζοντας την εκτίμησή του σε μόλις τρία ποιήματά της, που εντόπισε σε δύο τεύχη της «Νέας Εστίας» του 1951. Πρόσφατα, “νεαρός ελληνιστής”, ονόματι Αριστοτέλης Σαΐνης, σε άρθρο του (περιοδικό «Πόρφυρας», τχ. 130, Ιανουάριος-Μάρτιος 2009), σχολιάζοντας, παρεμπιπτόντως, το πρώιμο έργο του Λάγιου, αναφέρεται στην εν λόγω ποιήτρια ως πρόσωπο επινοημένο από τον ποιητή, τοποθετώντας την δίπλα στα άλλα δυο γνωστά προσωπεία του Λάγιου, τον Αλέξη Φωκά και τον Γεράσιμο Σπανοδημητρακόπουλο.
Ο γηραιός φιλόλογος καταφέρεται εναντίον “σύσσωμης της κριτικής, τόσο της πανεπιστημιακής όσο και της αριστερής ή ελευθέρας σκοπεύσεως”, γιατί παρέμεινε βουβή προ αυτού “του ανιστόρητου φιλολογικού ολισθήματος”. Παρατάσσει κατά σειρά, υπό την μορφή ρητορικών ερωτημάτων, τα ονόματα των, κατά την κρίση του, δόκιμων κριτικών, που σιώπησαν. Και μάλιστα, χωρίς τα βαφτιστικά τους ονόματα, δείγμα απαξιωτικής οικειότητας. Παραδόξως εξαιρεί τον γνωστό φιλόλογο και επιστήθιο φίλο τού ποιητή, Νάσο Βαγενά. Απορούμε, δεν έχει φτάσει μέχρι τις πλαγιές του Χολομώντα, το κύρος των επιφυλλίδων “του ένδοξου πανεπιστημιακού Αθανασίου Βαγενά”, όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλεί σε άλλο σημείο της επιστολής του; Δεν θα αρκούσε άραγε ένα από τα μηνιαία, ημισελίδια κείμενα τού εν λόγω πανεπιστημιακού για να γνωρίσει το πανελλήνιο “τα λάγια ποιήματα” και ταυτόχρονα, το μοναδικό κριτικό αισθητήριο του αποθανόντος ποιητή, όπως περίτρανα το επέδειξε στην περίπτωση της αφανούς Φιλησίας Στάθη;
Προχωράει, όμως, ακόμη περισσότερο στις επικρίσεις του ο γηραιός φιλόλογος, κατηγορώντας τους κριτικούς πως δεν διαβάζουν τα λογοτεχνικά περιοδικά και πως, αν τυχόν τα διαβάζουν, δεν τα καταλαβαίνουν. Είτε πρόκειται για το βραχύβιο «Ωλήν» είτε για ένα αξιόλογο περιοδικό λόγου και τέχνης, όπως χαρακτηρίζει τον κερκυραϊκό «Πόρφυρα». Παρεμπιπτόντως, απορούμε πως ένας τόσο προσεκτικός φιλόλογος αναφέρει ως διευθυντή του περιοδικού τον Θεοδόση Πυλαρινό αντί των ανέκαθεν εκδοτών και διευθυντών του, Δημήτρη Κονιδάρη και Περικλή Παγκράτη. Μπορεί ο Πυλαρινός να είναι “σεβαστός καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο”, όπως τον παρουσιάζει, στο περιοδικό, ωστόσο, επέχει θέση μόνο συμβούλου έκδοσης.
Ας περιοριστούμε, όμως, στο σημείο της επιστολής, που μας θίγει προσωπικά. Στους έγκριτους κριτικούς, παραδόξως, περιλαμβάνει και εμάς, παρόλο που η παρουσία μας περιορίζεται σε δυο έντυπα, τα οποία δεν θα πρέπει να παρακολουθεί. Το ένα, λόγω μικρής κυκλοφορίας και το άλλο, λόγω του “χαρούμενου” χαρακτήρα του, όπως κάπου παρατηρεί, το οποίο πρέπει να απωθεί ένα σοβαρό φιλόλογο του δικού του αναστήματος. Ίσως πάλι, να γνωρίζει την κριτική μας παρουσία από την παλαιότερη συνεργασία μας στις βιβλιοφιλικές σελίδες του «Βήματος», όπως θαυμαστικά τις χαρακτηρίζει. Αν και το πιθανότερο είναι να επεσήμανε την παρουσία μας χάρις στις ευάριθμες βιβλιοπαρουσιάσεις, που είχαμε την ευκαιρία να δημοσιεύσουμε στη «Νέα Εστία», την οποία και θεωρεί την κορωνίδα των λογοτεχνικών περιοδικών.
Ειδικά, εμάς, ο γηραιός λόγιος μας εγκαλεί με το ερώτημα: «Γιατί σιωπά η Θεοδοσοπούλου;» Άκρως προσβλητικό, καθόσον μεθερμηνευόμενο υπονοεί πως κάποιον καλύπτουμε δια της σιωπής μας. Όπου, εν προκειμένω, δεν μπορεί παρά να πρόκειται για τον Αριστοτέλη Σαΐνη και στην χειρότερη περίπτωση, που δεν θέλουμε ούτε να την σκεφτούμε, για κάποιους σκοτεινούς κύκλους, που ζητούν να υποβαθμίσουν το έργο του πρόωρα χαμένου ποιητή. Να απαντήσουμε ευθαρσώς. Δεν γνωρίζουμε τον Αριστοτέλη Σαΐνη.
Μάλιστα ομολογούμε πως μέχρι πρότινος, λόγω του ονοματεπώνυμού του, που προσφέρεται για παρετυμολόγηση, θεωρούσαμε πως πρόκειται για ψευδώνυμο. Συγκεκριμένα, πιστεύαμε πως είναι ψευδώνυμο του γνωστού συγγραφέα και κριτικού Κώστα Βούλγαρη. Κι αυτό, γιατί συναντήσαμε για πρώτη φορά το όνομά του σε συναγωγή κειμένων για τον Γιάννη Πάνου, που είχε ετοιμάσει ο Βούλγαρης και όπου ο Σαΐνης υπέγραφε ως συντάκτης της βιβλιογραφίας. Εκεί, καταγράφονταν και δημοσιεύματα από το «Ex Libris» της «Εποχής», το οποίο ελάχιστοι παρακολουθούν. Μεταξύ αυτών, θέλουμε να πιστεύουμε και ο Βούλγαρης. Παραδόξως, ο γηραιός φιλόλογος δεν τον συγκαταλέγει στους έγκριτους κριτικούς, παρότι, μάλιστα, φέρεται και αυτός ως επιστήθιος φίλος του εκλιπόντος ποιητή. Όπως και να έχει, την αληθή ύπαρξη του Σαΐνη, την αντιληφθήκαμε, όταν έφθασε στα χέριά μας το επιβλητικό, σε όγκο και όχι μόνον, μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού, «Γλαύκος Θρασάκης», του οποίου έχει την επιμέλεια.
Απομένει η άκρως δυσμενής για εμάς εκδοχή πως δεν διαβάζουμε γενικώς τα λογοτεχνικά περιοδικά και ειδικώς, τον «Πόρφυρα». Με άλλα λόγια, ότι ανήκουμε στη χορεία εκείνων, που συμφωνούν με την δημοσιογράφο Όλγα Σελλά, ειδική σε παντοία περί το βιβλίο θέματα, πως τα λογοτεχνικά περιοδικά, “με μεγάλη παράδοση και μεγάλη διαδρομή”, συνεχίζουν “ασθαίμοντας” μια “ανέμπνευστη πορεία”. Ωστόσο, ακόμη και έτσι, το συγκεκριμένο τεύχος αποκλειόταν να μην το διαβάσουμε. Αρκεί να θυμίσουμε πως το 130ο τεύχος του «Πόρφυρα» συνιστά σταθμό στην εμπνευσμένη πορεία του περιοδικού, συγκρινόμενο μόνο με εκείνο του Κάλβου. Κι αυτό, γιατί είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο σε έναν “από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ’70, τον σπουδαίο θεωρητικό, πανεπιστημιακό δάσκαλο με πολυετή θητεία, ...έναν από τους βασικότερους παράγοντες της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας. Τον Νάσο Βαγενά.” Αυτά, σύμφωνα με το προλογικό σημείωμα του τεύχους, που φέρει τον εμφατικό τίτλο, «Μία οφειλή». Ένα παρόμοιο αφιέρωμα δεν το διαβάζει κανείς, το ξεκοκαλίζει μέχρι του ύστατου, δέκατου τρίτου κειμένου, που είναι αυτό του Σαΐνη. Κι ας είναι το τρίτο στη σειρά, που ουσιαστικά καλύπτει στο ίδιο θέμα, δηλαδή αφορά ένα συγκεκριμένο βιβλίο του τιμώμενου ποιητή. Τότε, πώς συνέβη και δεν αντιληφθήκαμε την σύγχυση ενός υπαρκτού προσώπου, όπως η Φιλησία Στάθη, με τα δυο λάγια προσωπεία;
Μπορεί όντως να μην διαθέτουμε την απαιτούμενη φιλολογική σκευή, ώστε να κατανοούμε πάντοτε τι διαβάζουμε. Σε αυτό το σημείο, και όσο αφορά την περίπτωσή μας, δεν έχει άδικο ο γηραιός φιλόλογος. Ωστόσο, φιλοπερίεργοι όντες, σπεύσαμε να εξακριβώσουμε κατά πόσο είναι υπαρκτά τα ίχνη της Στάθη, που αναφέρει ο ποιητής. Και γι’ αυτό δεν χρειαζόταν μια πλήρης σειρά της μακρόβιας «Νέας Εστίας», όπως αυτή που φυλάσσεται στο Αρχοντικό των Γιατράδων και στην οποία κατέφυγε ο γηραιός φιλόλογος. Αρκούσαν τα ευρετήρια του περιοδικού, ένα θεάρεστο έργο ομάδας φοιτητών του καθηγητή Γεωργίου Ζώρα, το οποίο έγινε υπό την καθοδήγησή του. Άλλοι καιροί, λιγότερο ωφελιμιστικοί, τότε οι καθηγητές παρότρυναν τους μαθητές τους σε έργα γενικότερης χρησιμότητας. Έτσι εντοπίσαμε τα τρία ποιήματα της Φιλησίας Στάθη στους τόμους 49 και 50 του 1951. Ταυτόχρονα, και χωρίς την εργώδη προσπάθεια που κατέβαλε ο γηραιός φιλόλογος, εντοπίσαμε και το δικό του εύρημα. Ένα ακόμη ποίημα τής Στάθη, πάλι στη «Νέα Εστία», στον 18ο τόμο του 1935. Να παραδεχτούμε πως σε αυτό το σημείο είχαμε ενθουσιαστεί. Μέχρι, που, για μια στιγμή, μας πέρασε η ιδέα να δημοσιεύσουμε το εύρημά μας. Κατόπιν όμως ωριμότερης σκέψης, συνεχίσαμε να αναζητούμε κι άλλα ίχνη της ποιήτριας. Και πράγματι, εντοπίσαμε δυο ακόμη ποιήματά της, αυτή τη φορά, εκτός «Νέας Εστίας», τα οποία και παραθέτουμε. Όσο αφορά τα βιογραφικά της ποιήτριας, γνωρίζαμε κάποια στοιχεία για την πατρική της οικογένεια. Μέχρι που διαβάσαμε στην επιστολή του συνταξιούχου φιλόλογου ότι η Φιλησία Στάθη είναι η σύζυγος του Παντελή Πουλιόπουλου.
Ο γηραιός λόγιος δράττεται της ευκαιρίας και μακρηγορεί για “την ευγενική πολιτική φυσιογνωμία του πρωτοπόρου και διανοούμενου”, όπως αποκαλεί τον Πουλιόπουλο. Εμφανίζεται, μάλιστα, εξαιρετικά ενημερωμένος γύρω από το αριστερό κίνημα στην Ελλάδα και δη, στις πλέον αθέατες πτυχές του. Από την άλλη, λόγω και ηλικίας, αναμενόμενος είναι ο λανθάνων αντικομμουνισμός του, καθώς και η παντελής αποσιώπηση των θέσεων, που υπερασπίστηκε ο Πουλιόπουλος στη δεκαετία του ’20, αφού αφορούν καυτά μέχρι σήμερα εθνικά ζητήματα. Παρεμπιπτόντως, να σημειώσουμε ότι ο Πουλιόπουλος δεν ανέλαβε, απλώς, την ηγεσία του ΚΚΕ για ένα μικρό διάστημα, το 1924, όπως διατυπώνεται στην επιστολή. Υπήρξε ο πρώτος γραμματέας του Κόμματος. Κατέχει αυτόν τον ιστορικά σημαίνοντα τίτλο, δεδομένου ότι εκλέχτηκε, Σεπτέμβριο 1923, στο 3ο έκτακτο συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ), κατά το οποίο ο εν λόγω κομματικός σχηματισμός εντάχθηκε στην Κουμουνιστική Διεθνή και μετονομάστηκε σε Κουμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Παρέμεινε στη θέση του γραμματέα μέχρι το 3ο Τακτικό Συνέδριο, Μάρτιο 1927, οπότε και απομακρύνθηκε. Ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος του Νίκου Ζαχαριάδη, γεννηθείς στη Θήβα στις 10 Μαρτίου 1900, και εκτελέστηκε στις 6 Ιουνίου 1943, τριάντα χρόνια πριν τον άδοξο θάνατο (αυτοκτονία;) του Ζαχαριάδη.
Σε αυτό το σημείο, θα θέλαμε να επισημάνουμε το πρόβλημα που δημιουργεί το βαφτιστικό όνομα της συζύγου του Πουλιόπουλου. Είναι Φιλήσια, όπως το βρίσκουμε σε όλες τις πηγές, ή Φιλησία, καθώς το παρατόνισε ο Λάγιος και το κράτησαν ο Σαΐνης και ο επιστολογράφος; Ο γηραιός φιλόλογος θα πρέπει να καταλήξει, αφού, όπως αποκαλύπτει, έχει σχεδόν έτοιμη “ανθολογία Ελλήνων αφανών ποιητών του 20ου αιώνα”. Συμπληρώνοντας το λήμμα της Φιλησίας Στάθη, καλό θα ήταν να τσεκάρει και την καταγωγή της. Νησιώτισσα μεν, αλλά όχι από την Νάξο. Με την ευκαιρία επισημαίνουμε και δυο λανθασμένες αναφορές στην επιστολή (πιθανώς, τυπογραφικά σφάλματα): το “μίνι” αφιέρωμα της «Νέας Εστίας» στον Ηλία Λάγιο βρίσκεται στον τόμο 164 (και όχι στον 64) και η κριτική για το βιβλίο του Κώστα Παπαχρίστου, «Ο άγνωστος Παπαδιαμάντης», από τον παππού του ποιητή, Ηλία Λάγιο (όπως ο εγγονός του, ούτε εκείνος παρέθετε το αρχικό του πατρώνυμου) δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία», στις 15 Απριλίου 1947 (και όχι τον Αύγουστο). Τέλος, ας μας επιτραπεί να παρατηρήσουμε πως η αναφορά στον Αλέξανδρο Αργυρίου, με τον προσδιορισμό, ο πάλαι ποτέ Αλέξανδρος Αργυρίου, είναι τουλάχιστον άκομψη. Ελπίζουμε, όμως, να έχουμε την ευκαιρία μιας δια ζώσης συζήτησης μαζί του μεθαύριο κατά την παρουσίαση των “λάγιων ποιημάτων” στο Μουσείο Μπενάκη. Πολύ μας έθλιψε που δεν θα τον παρουσιάσει ο υπουργός Πολιτισμού, όπως είχε ακουστεί, ούτε καν ο πανεπιστημιακός και επιστήθιος φίλος του Νάσος Βαγενάς. Αντ’ αυτών, θα μιλήσουν δυο ποιητές, ο Κώστας Κουτσουρέλης και ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, με πρώτο ομιλητή, τον Αριστοτέλη Σαΐνη. Το πιθανότερο, οι διοργανωτές να μην ενημερώθηκαν για την επιστολή. Πώς, όμως, είναι δυνατόν, αφού ο Νάσος Βαγενάς, που συντονίζει την βραδιά, δημοσιεύει στις πρώτες σελίδες του ίδιου τεύχους μακριά ποιητική σύνθεση καλβικής εμπνεύσεως; Οι συγγραφείς, όμως, είναι τόσο υπέροχοι νάρκισσοι, που ολόκληρος ο κόσμος σβήνει μπροστά στο έργο τους. Δεν αποκλείεται ούτε καν να φυλλομέτρησε το υπόλοιπο τεύχος.
Μ. Θεοδοσοπούλου
3 σχόλια:
Αγαπητή Κυρία Θεοδοσοπούλου,
όσο χαίρομαι που και άλλοι πανεπιστημιακοί συνεχίζουν το ευφάνταστο παιχνίδι των παρωδικών «παστίτσιων» εκφράζοντας τις απόψεις τους (έστω και στο απυρόβλητο διώξεων που συνηθίζονται, στις μέρες μας. τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο), άλλο τόσο και περισσότερο χαίρομαι που εσείς μένετε πάντα σταθερή στην ανιδιοτελή και δικαίως καυστική επισήμανση ατόπων, καθώς και φιλολογικών «πατατών».
Μη σιγήσετε ποτέ,
φιλικά
Γ. Κεχαγιόγλου
Αγαπητή Κυρία Θεοδοσοπούλου,
ύστερα από επιστολή που έλαβα σήμερα από τον συνάδελφο και φίλο κ. Νάσο Βαγενά, η οποία με πληροφορεί ότι εκείνος οχλήθηκε, ύστερα από το πρώτο σχόλιό μου, από «οκτώ ανθρώπους [που] του τηλεφώνησαν για τον ρωτήσουν: “γιατί σου επιτίθεται ο Κεχαγιόγλου;”», θα ήθελα να διευκρινίσω. μια για πάντα:
αφενός ότι δεν θεωρώ ούτε επίθεση ούτε αρνητικό σχόλιο την επιδοκιμασία μου για τα λογοτεχνικά παρωδικά «παστίτσια», απ’ οποιονδήποτε κι αν προέρχονται και οποιονδήποτε κι αν αφορούν·
αφετέρου ότι εξακολουθώ να εκτιμώ και να θαυμάζω, για το έργο και των δύο σας, και τον κ. Ν. Βαγενά και εσάς (εσάς ιδίως για την εγρήγορση, την ανιδιοτέλεια, τη μαχητικότητα και την καυστικότητά σας), ανεξάρτητα από το αν κάποιος από τους δυο σας ή και άλλοι (και εμού συμπεριλαμβανομένου) υποπέσαμε ή θα υποπέσουμε, σε τούτο τον βίο τον ατελή, σε κάποιαν από τις λεγόμενες «φιλολογικές “πατάτες”».
Πάντα φιλικά,
Γ. Κεχαγιόγλου
Κυρία Θεοδοσοπούλου,
Ως προς την πληροφορία σας (Εποχή,13.12.09) ότι δεν υπάρχει βιβλιογραφία Κ.Γ.Καρυωτάκη,θα ήθελα, με όλο το σεβασμό προς την αξιοσύνη σας, να θυμίσω ότι υπάρχει ένα σχεδίασμα, έκδοση της Βικελαίας,προ δεκαετίας και πλέον, συντεταγμένο από τον μακαρίτη Αλεξ.Αργυρίου.
Δημοσίευση σχολίου