Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Γιατί σιωπώ...

Στο τρέ­χον τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Νέα Εστία» (αρ. 1826, Οκτώ­βριος 2009), δη­μο­σιεύε­ται πο­λυ­σέ­λι­δο κεί­με­νο, υ­πό μορ­φή ε­πι­στο­λής προς τον διευ­θυ­ντή του πε­ριο­δι­κού. Υπο­γρά­φε­ται α­πό τον ά­γνω­στο σε ε­μάς Βά­γιο Λα­γε­νά. Ο ε­πι­στο­λο­γρά­φος συ­στή­νε­ται ως φι­λό­λο­γος, συ­ντα­ξιού­χος κα­θη­γη­τής μέ­σης εκ­παί­δευ­σης, γεν­νη­θείς το 1925 στα Βρα­στά, τα ση­με­ρι­νά Βρά­στα­μα, Χαλ­κι­δι­κής. Δη­λώ­νει κά­τοι­κος Πο­λύ­γυ­ρου, ό­που και ε­ξέ­δω­σε προ τριε­τίας το τε­λευ­ταίο βι­βλίο του, «Ισλαν­δι­κά Κέ­νινγ και Ωδαί. Ο Ανδρέ­ας Κάλ­βος α­να­γνώ­στης της Βο­ρείου Ευ­ρω­παϊκής Ποιή­σεως». Ωστό­σο, δια της ε­πι­στο­λής του, δεν δια­μαρ­τύ­ρε­ται για την μη πα­ρου­σία­ση της με­λέ­της του, ό­πως θα εί­χε κά­θε δι­καίω­μα, δε­δο­μέ­νου ό­τι α­νοί­γει έ­να νέο κε­φά­λαιο στο πά­ντο­τε φλέ­γον θέ­μα του Κάλ­βου. Αν ο γη­ραιός φι­λό­λο­γος κα­ταγ­γέλ­λει την α­δια­φο­ρία της κρι­τι­κής, ό­χι μό­νο του πε­ριο­δι­κού αλ­λά και ο­λό­κλη­ρου του λο­γο­τε­χνι­κού χώ­ρου, δεν το κά­νει για το προ­σω­πι­κό του συμ­φέ­ρον αλ­λά για την ε­πί­το­μη έκ­δο­ση των «Ποιη­μά­των» τού προ­σφι­λούς του ποιη­τή Ηλία Λά­γιου. Την α­δια­φο­ρία αυ­τή την θεω­ρεί ε­ντε­λώς α­δι­καιο­λό­γη­τη, ό­ταν, μά­λι­στα, ο εκ­δο­τι­κός οί­κος που στέ­γα­σε τα «Ποιή­μα­τα» δεν εί­ναι ο τυ­χών, αλ­λά ε­κεί­νος των δυο ελ­λη­νι­κών νό­μπελ. Γε­γο­νός που ση­μαί­νει πως τέσ­σε­ρα μό­λις χρό­νια με­τά το θά­να­το του ποιη­τή, σε η­λι­κία 47 ε­τών, το έρ­γο του, που πολ­λοί θεω­ρούν ως ά­νι­σο και προ­σώ­ρας α­νε­παρ­κώς με­λε­τη­μέ­νο, α­να­γνω­ρί­ζε­ται και το­πο­θε­τεί­ται “δί­πλα στα δια­χρο­νι­κά ποιη­τι­κά α­ρι­στουρ­γή­μα­τα των με­γα­λυ­τέ­ρων Ελλή­νων ποιη­τώ­ν”, ό­πως το­νί­ζει.
Πά­ντως, η έκ­φρα­ση της α­γα­νά­κτη­σής του α­πο­τε­λεί μό­νο τον πρό­λο­γο της ε­πι­στο­λής. Όπως σπεύ­δει να διευ­κρι­νί­σει, ο δι­κός του στό­χος εί­ναι να σώ­σει τη φή­μη του κρι­τι­κού Ηλία Λά­γιου, την ο­ποία α­μαύ­ρω­σε “έ­να τε­ρά­στιο φι­λο­λο­γι­κό λά­θος”. Συ­γκε­κρι­μέ­να, ο Λά­γιος, σε πα­λαιό­τε­ρο δη­μο­σίευ­μά του (πε­ριο­δι­κό «Ωλήν», τχ. 4, Απρί­λιος-Μάιος 1981), ε­ξαί­ρει την ποιή­τρια Φι­λη­σία Στά­θη, στη­ρί­ζο­ντας την ε­κτί­μη­σή του σε μό­λις τρία ποιή­μα­τά της, που ε­ντό­πι­σε σε δύο τεύ­χη της «Νέ­ας Εστίας» του 1951. Πρό­σφα­τα, “νε­α­ρός ελ­λη­νι­στής”, ο­νό­μα­τι Αρι­στο­τέ­λης Σαΐνης, σε άρ­θρο του (πε­ριο­δι­κό «Πόρ­φυ­ρας», τχ. 130, Ια­νουά­ριος-Μάρ­τιος 2009), σχο­λιά­ζο­ντας, πα­ρε­μπι­πτό­ντως, το πρώι­μο έρ­γο του Λά­γιου, α­να­φέ­ρε­ται στην εν λό­γω ποιή­τρια ως πρό­σω­πο ε­πι­νο­η­μέ­νο α­πό τον ποιη­τή, το­πο­θε­τώ­ντας την δί­πλα στα άλ­λα δυο γνω­στά προ­σω­πεία του Λά­γιου, τον Αλέ­ξη Φω­κά και τον Γε­ρά­σι­μο Σπα­νο­δη­μη­τρα­κό­που­λο.
Ο γη­ραιός φι­λό­λο­γος κα­τα­φέ­ρε­ται ε­να­ντίον “σύσ­σω­μης της κρι­τι­κής, τό­σο της πα­νε­πι­στη­μια­κής ό­σο και της α­ρι­στε­ρής ή ε­λευ­θέ­ρας σκο­πεύ­σεως”, για­τί πα­ρέ­μει­νε βου­βή προ αυ­τού “του α­νι­στό­ρη­του φι­λο­λο­γι­κού ο­λι­σθή­μα­τος”. Πα­ρα­τάσ­σει κα­τά σει­ρά, υ­πό την μορ­φή ρη­το­ρι­κών ε­ρω­τη­μά­των, τα ο­νό­μα­τα των, κα­τά την κρί­ση του, δό­κι­μων κρι­τι­κών, που σιώ­πη­σαν. Και μά­λι­στα, χω­ρίς τα βα­φτι­στι­κά τους ο­νό­μα­τα, δείγ­μα α­πα­ξιω­τι­κής οι­κειό­τη­τας. Πα­ρα­δό­ξως ε­ξαι­ρεί τον γνω­στό φι­λό­λο­γο και ε­πι­στή­θιο φί­λο τού ποιη­τή, Νά­σο Βα­γε­νά. Απο­ρού­με, δεν έ­χει φτά­σει μέ­χρι τις πλα­γιές του Χο­λο­μώ­ντα, το κύ­ρος των ε­πι­φυλ­λί­δων “του έν­δο­ξου πα­νε­πι­στη­μια­κού Αθα­να­σίου Βα­γε­νά”, ό­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τον α­πο­κα­λεί σε άλ­λο ση­μείο της ε­πι­στο­λής του; Δεν θα αρ­κού­σε ά­ρα­γε έ­να α­πό τα μη­νιαία, η­μι­σε­λί­δια κεί­με­να τού εν λό­γω πα­νε­πι­στη­μια­κού για να γνω­ρί­σει το πα­νελ­λή­νιο “τα λά­για ποιή­μα­τα” και ταυ­τό­χρο­να, το μο­να­δι­κό κρι­τι­κό αι­σθη­τή­ριο του α­πο­θα­νό­ντος ποιη­τή, ό­πως πε­ρί­τρα­να το ε­πέ­δει­ξε στην πε­ρί­πτω­ση της α­φα­νούς Φι­λη­σίας Στά­θη;
Προ­χω­ρά­ει, ό­μως, α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο στις ε­πι­κρί­σεις του ο γη­ραιός φι­λό­λο­γος, κα­τη­γο­ρώ­ντας τους κρι­τι­κούς πως δεν δια­βά­ζουν τα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά και πως, αν τυ­χόν τα δια­βά­ζουν, δεν τα κα­τα­λα­βαί­νουν. Εί­τε πρό­κει­ται για το βρα­χύ­βιο «Ωλήν» εί­τε για έ­να α­ξιό­λο­γο πε­ριο­δι­κό λό­γου και τέ­χνης, ό­πως χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον κερ­κυ­ραϊκό «Πόρ­φυ­ρα». Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, α­πο­ρού­με πως έ­νας τό­σο προ­σε­κτι­κός φι­λό­λο­γος α­να­φέ­ρει ως διευ­θυ­ντή του πε­ριο­δι­κού τον Θε­ο­δό­ση Πυ­λα­ρι­νό α­ντί των α­νέ­κα­θεν εκ­δο­τών και διευ­θυ­ντών του, Δη­μή­τρη Κο­νι­δά­ρη και Πε­ρι­κλή Πα­γκρά­τη. Μπο­ρεί ο Πυ­λα­ρι­νός να εί­ναι “σε­βα­στός κα­θη­γη­τής της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας στο Ιό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο”, ό­πως τον πα­ρου­σιά­ζει, στο πε­ριο­δι­κό, ω­στό­σο, ε­πέ­χει θέ­ση μό­νο συμ­βού­λου έκ­δο­σης.
Ας πε­ριο­ρι­στού­με, ό­μως, στο ση­μείο της ε­πι­στο­λής, που μας θί­γει προ­σω­πι­κά. Στους έ­γκρι­τους κρι­τι­κούς, πα­ρα­δό­ξως, πε­ρι­λαμ­βά­νει και ε­μάς, πα­ρό­λο που η πα­ρου­σία μας πε­ριο­ρί­ζε­ται σε δυο έ­ντυ­πα, τα ο­ποία δεν θα πρέ­πει να πα­ρα­κο­λου­θεί. Το έ­να, λό­γω μι­κρής κυ­κλο­φο­ρίας και το άλ­λο, λό­γω του “χα­ρού­με­νου” χα­ρα­κτή­ρα του, ό­πως κά­που πα­ρα­τη­ρεί, το ο­ποίο πρέ­πει να α­πω­θεί έ­να σο­βα­ρό φι­λό­λο­γο του δι­κού του α­να­στή­μα­τος. Ίσως πά­λι, να γνω­ρί­ζει την κρι­τι­κή μας πα­ρου­σία α­πό την πα­λαιό­τε­ρη συ­νερ­γα­σία μας στις βι­βλιο­φι­λι­κές σε­λί­δες του «Βή­μα­τος», ό­πως θαυ­μα­στι­κά τις χα­ρα­κτη­ρί­ζει. Αν και το πι­θα­νό­τε­ρο εί­ναι να ε­πε­σή­μα­νε την πα­ρου­σία μας χά­ρις στις ευά­ριθ­μες βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις, που εί­χα­με την ευ­και­ρία να δη­μο­σιεύ­σου­με στη «Νέα Εστία», την ο­ποία και θεω­ρεί την κο­ρω­νί­δα των λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών.
Ει­δι­κά, ε­μάς, ο γη­ραιός λό­γιος μας ε­γκα­λεί με το ε­ρώ­τη­μα: «Για­τί σιω­πά η Θε­ο­δο­σο­πού­λου;» Άκρως προ­σβλη­τι­κό, κα­θό­σον με­θερ­μη­νευό­με­νο υ­πο­νο­εί πως κά­ποιον κα­λύ­πτου­με δια της σιω­πής μας. Όπου, εν προ­κει­μέ­νω, δεν μπο­ρεί πα­ρά να πρό­κει­ται για τον Αρι­στο­τέ­λη Σαΐνη και στην χει­ρό­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, που δεν θέ­λου­με ού­τε να την σκε­φτού­με, για κά­ποιους σκο­τει­νούς κύ­κλους, που ζη­τούν να υ­πο­βαθ­μί­σουν το έρ­γο του πρόω­ρα χα­μέ­νου ποιη­τή. Να α­πα­ντή­σου­με ευ­θαρ­σώς. Δεν γνω­ρί­ζου­με τον Αρι­στο­τέ­λη Σαΐνη.
Μά­λι­στα ο­μο­λο­γού­με πως μέ­χρι πρό­τι­νος, λό­γω του ο­νο­μα­τε­πώ­νυ­μού του, που προ­σφέ­ρε­ται για πα­ρε­τυ­μο­λό­γη­ση, θεω­ρού­σα­με πως πρό­κει­ται για ψευ­δώ­νυ­μο. Συ­γκε­κρι­μέ­να, πι­στεύα­με πως εί­ναι ψευ­δώ­νυ­μο του γνω­στού συγ­γρα­φέα και κρι­τι­κού Κώ­στα Βούλ­γα­ρη. Κι αυ­τό, για­τί συ­να­ντή­σα­με για πρώ­τη φο­ρά το ό­νο­μά του σε συ­να­γω­γή κει­μέ­νων για τον Γιάν­νη Πά­νου, που εί­χε ε­τοι­μά­σει ο Βούλ­γα­ρης και ό­που ο Σαΐνης υ­πέ­γρα­φε ως συ­ντά­κτης της βι­βλιο­γρα­φίας. Εκεί, κα­τα­γρά­φο­νταν και δη­μο­σιεύ­μα­τα α­πό το «Ex Libris» της «Επο­χής», το ο­ποίο ε­λά­χι­στοι πα­ρα­κο­λου­θούν. Με­τα­ξύ αυ­τών, θέ­λου­με να πι­στεύου­με και ο Βούλ­γα­ρης. Πα­ρα­δό­ξως, ο γη­ραιός φι­λό­λο­γος δεν τον συ­γκα­τα­λέ­γει στους έ­γκρι­τους κρι­τι­κούς, πα­ρό­τι, μά­λι­στα, φέ­ρε­ται και αυ­τός ως ε­πι­στή­θιος φί­λος του ε­κλι­πό­ντος ποιη­τή. Όπως και να έ­χει, την α­λη­θή ύ­παρ­ξη του Σαΐνη, την α­ντι­λη­φθή­κα­με, ό­ταν έ­φθα­σε στα χέ­ριά μας το ε­πι­βλη­τι­κό, σε ό­γκο και ό­χι μό­νον, μυ­θι­στό­ρη­μα του Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κού, «Γλαύ­κος Θρα­σά­κης», του ο­ποίου έ­χει την ε­πι­μέ­λεια.
Απο­μέ­νει η ά­κρως δυ­σμε­νής για ε­μάς εκ­δο­χή πως δεν δια­βά­ζου­με γε­νι­κώς τα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά και ει­δι­κώς, τον «Πόρ­φυ­ρα». Με άλ­λα λό­για, ό­τι α­νή­κου­με στη χο­ρεία ε­κεί­νων, που συμ­φω­νούν με την δη­μο­σιο­γρά­φο Όλγα Σελ­λά, ει­δι­κή σε πα­ντοία πε­ρί το βι­βλίο θέ­μα­τα, πως τα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, “με με­γά­λη πα­ρά­δο­ση και με­γά­λη δια­δρο­μή”, συ­νε­χί­ζουν “α­σθαί­μο­ντας” μια “α­νέ­μπνευ­στη πο­ρεία”. Ωστό­σο, α­κό­μη και έ­τσι, το συ­γκε­κρι­μέ­νο τεύ­χος α­πο­κλειό­ταν να μην το δια­βά­σου­με. Αρκεί να θυ­μί­σου­με πως το 130ο τεύ­χος του «Πόρ­φυ­ρα» συ­νι­στά σταθ­μό στην ε­μπνευ­σμέ­νη πο­ρεία του πε­ριο­δι­κού, συ­γκρι­νό­με­νο μό­νο με ε­κεί­νο του Κάλ­βου. Κι αυ­τό, για­τί εί­ναι εξ ο­λο­κλή­ρου α­φιε­ρω­μέ­νο σε έ­ναν “α­πό τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους ποιη­τές της γε­νιάς του ’70, τον σπου­δαίο θεω­ρη­τι­κό, πα­νε­πι­στη­μια­κό δά­σκα­λο με πο­λυε­τή θη­τεία, ...έ­ναν α­πό τους βα­σι­κό­τε­ρους πα­ρά­γο­ντες της με­τα­πο­λε­μι­κής λο­γο­τε­χνίας μας. Τον Νά­σο Βα­γε­νά.” Αυ­τά, σύμ­φω­να με το προ­λο­γι­κό ση­μείω­μα του τεύ­χους, που φέ­ρει τον εμ­φα­τι­κό τίτ­λο, «Μία ο­φει­λή». Ένα πα­ρό­μοιο α­φιέ­ρω­μα δεν το δια­βά­ζει κα­νείς, το ξε­κο­κα­λί­ζει μέ­χρι του ύ­στα­του, δέ­κα­του τρί­του κει­μέ­νου, που εί­ναι αυ­τό του Σαΐνη. Κι ας εί­ναι το τρί­το στη σει­ρά, που ου­σια­στι­κά κα­λύ­πτει στο ί­διο θέ­μα, δη­λα­δή α­φο­ρά έ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο βι­βλίο του τι­μώ­με­νου ποιη­τή. Τό­τε, πώς συ­νέ­βη και δεν α­ντι­λη­φθή­κα­με την σύγ­χυ­ση ε­νός υ­παρ­κτού προ­σώ­που, ό­πως η Φι­λη­σία Στά­θη, με τα δυο λά­για προ­σω­πεία;
Μπο­ρεί ό­ντως να μην δια­θέ­του­με την α­παι­τού­με­νη φι­λο­λο­γι­κή σκευή, ώ­στε να κα­τα­νοού­με πά­ντο­τε τι δια­βά­ζου­με. Σε αυ­τό το ση­μείο, και ό­σο α­φο­ρά την πε­ρί­πτω­σή μας, δεν έ­χει ά­δι­κο ο γη­ραιός φι­λό­λο­γος. Ωστό­σο, φι­λο­πε­ρίερ­γοι ό­ντες, σπεύ­σα­με να ε­ξα­κρι­βώ­σου­με κα­τά πό­σο εί­ναι υ­παρ­κτά τα ί­χνη της Στά­θη, που α­να­φέ­ρει ο ποιη­τής. Και γι’ αυ­τό δεν χρεια­ζό­ταν μια πλή­ρης σει­ρά της μα­κρό­βιας «Νέ­ας Εστίας», ό­πως αυ­τή που φυ­λάσ­σε­ται στο Αρχο­ντι­κό των Για­τρά­δων και στην ο­ποία κα­τέ­φυ­γε ο γη­ραιός φι­λό­λο­γος. Αρκού­σαν τα ευ­ρε­τή­ρια του πε­ριο­δι­κού, έ­να θεά­ρε­στο έρ­γο ο­μά­δας φοι­τη­τών του κα­θη­γη­τή Γεωρ­γίου Ζώ­ρα, το ο­ποίο έ­γι­νε υ­πό την κα­θο­δή­γη­σή του. Άλλοι και­ροί, λι­γό­τε­ρο ω­φε­λι­μι­στι­κοί, τό­τε οι κα­θη­γη­τές πα­ρό­τρυ­ναν τους μα­θη­τές τους σε έρ­γα γε­νι­κό­τε­ρης χρη­σι­μό­τη­τας. Έτσι ε­ντο­πί­σα­με τα τρία ποιή­μα­τα της Φι­λη­σίας Στά­θη στους τό­μους 49 και 50 του 1951. Ταυ­τό­χρο­να, και χω­ρίς την ερ­γώ­δη προ­σπά­θεια που κα­τέ­βα­λε ο γη­ραιός φι­λό­λο­γος, ε­ντο­πί­σα­με και το δι­κό του εύ­ρη­μα. Ένα α­κό­μη ποίη­μα τής Στά­θη, πά­λι στη «Νέα Εστία», στον 18ο τό­μο του 1935. Να πα­ρα­δε­χτού­με πως σε αυ­τό το ση­μείο εί­χα­με εν­θου­σια­στεί. Μέ­χρι, που, για μια στιγ­μή, μας πέ­ρα­σε η ι­δέα να δη­μο­σιεύ­σου­με το εύ­ρη­μά μας. Κα­τό­πιν ό­μως ω­ρι­μό­τε­ρης σκέ­ψης, συ­νε­χί­σα­με να α­να­ζη­τού­με κι άλ­λα ί­χνη της ποιή­τριας. Και πράγ­μα­τι, ε­ντο­πί­σα­με δυο α­κό­μη ποιή­μα­τά της, αυ­τή τη φο­ρά, ε­κτός «Νέ­ας Εστίας», τα ο­ποία και πα­ρα­θέ­του­με. Όσο α­φο­ρά τα βιο­γρα­φι­κά της ποιή­τριας, γνω­ρί­ζα­με κά­ποια στοι­χεία για την πα­τρι­κή της οι­κο­γέ­νεια. Μέ­χρι που δια­βά­σα­με στην ε­πι­στο­λή του συ­ντα­ξιού­χου φι­λό­λο­γου ό­τι η Φι­λη­σία Στά­θη εί­ναι η σύ­ζυ­γος του Πα­ντε­λή Που­λιό­που­λου.
Ο γη­ραιός λό­γιος δράτ­τε­ται της ευ­και­ρίας και μα­κρη­γο­ρεί για “την ευ­γε­νι­κή πο­λι­τι­κή φυ­σιο­γνω­μία του πρω­το­πό­ρου και δια­νοού­με­νου”, ό­πως α­πο­κα­λεί τον Που­λιό­που­λο. Εμφα­νί­ζε­ται, μά­λι­στα, ε­ξαι­ρε­τι­κά ε­νη­με­ρω­μέ­νος γύ­ρω α­πό το α­ρι­στε­ρό κί­νη­μα στην Ελλά­δα και δη, στις πλέ­ον α­θέ­α­τες πτυ­χές του. Από την άλ­λη, λό­γω και η­λι­κίας, α­να­με­νό­με­νος εί­ναι ο λαν­θά­νων α­ντι­κομ­μου­νι­σμός του, κα­θώς και η πα­ντε­λής α­πο­σιώ­πη­ση των θέ­σεων, που υ­πε­ρα­σπί­στη­κε ο Που­λιό­που­λος στη δε­κα­ε­τία του ’20, α­φού α­φο­ρούν καυ­τά μέ­χρι σή­με­ρα ε­θνι­κά ζη­τή­μα­τα. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, να ση­μειώ­σου­με ό­τι ο Που­λιό­που­λος δεν α­νέ­λα­βε, α­πλώς, την η­γε­σία του ΚΚΕ για έ­να μι­κρό διά­στη­μα, το 1924, ό­πως δια­τυ­πώ­νε­ται στην ε­πι­στο­λή. Υπήρ­ξε ο πρώ­τος γραμ­μα­τέ­ας του Κόμ­μα­τος. Κα­τέ­χει αυ­τόν τον ι­στο­ρι­κά ση­μαί­νο­ντα τίτ­λο, δε­δο­μέ­νου ό­τι ε­κλέ­χτη­κε, Σε­πτέμ­βριο 1923, στο 3ο έ­κτα­κτο συ­νέ­δριο του Σο­σια­λι­στι­κού Εργα­τι­κού Κόμ­μα­τος Ελλά­δος (ΣΕ­ΚΕ), κα­τά το ο­ποίο ο εν λό­γω κομ­μα­τι­κός σχη­μα­τι­σμός ε­ντάχ­θη­κε στην Κου­μου­νι­στι­κή Διε­θνή και με­το­νο­μά­στη­κε σε Κου­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Ελλά­δος. Πα­ρέ­μει­νε στη θέ­ση του γραμ­μα­τέα μέ­χρι το 3ο Τα­κτι­κό Συ­νέ­δριο, Μάρ­τιο 1927, ο­πό­τε και α­πο­μα­κρύν­θη­κε. Ήταν τρία χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος του Νί­κου Ζα­χα­ριά­δη, γεν­νη­θείς στη Θή­βα στις 10 Μαρ­τίου 1900, και ε­κτε­λέ­στη­κε στις 6 Ιου­νίου 1943, τριά­ντα χρό­νια πριν τον ά­δο­ξο θά­να­το (αυ­το­κτο­νία;) του Ζα­χα­ριά­δη.
Σε αυ­τό το ση­μείο, θα θέ­λα­με να ε­πι­ση­μά­νου­με το πρό­βλη­μα που δη­μιουρ­γεί το βα­φτι­στι­κό ό­νο­μα της συ­ζύ­γου του Που­λιό­που­λου. Εί­ναι Φι­λή­σια, ό­πως το βρί­σκου­με σε ό­λες τις πη­γές, ή Φι­λη­σία, κα­θώς το πα­ρα­τό­νι­σε ο Λά­γιος και το κρά­τη­σαν ο Σαΐνης και ο ε­πι­στο­λο­γρά­φος; Ο γη­ραιός φι­λό­λο­γος θα πρέ­πει να κα­τα­λή­ξει, α­φού, ό­πως α­πο­κα­λύ­πτει, έ­χει σχε­δόν έ­τοι­μη “αν­θο­λο­γία Ελλή­νων α­φα­νών ποιη­τών του 20ου αιώ­να”. Συ­μπλη­ρώ­νο­ντας το λήμ­μα της Φι­λη­σίας Στά­θη, κα­λό θα ή­ταν να τσε­κά­ρει και την κα­τα­γω­γή της. Νη­σιώ­τισ­σα μεν, αλ­λά ό­χι α­πό την Νά­ξο. Με την ευ­και­ρία ε­πι­ση­μαί­νου­με και δυο λαν­θα­σμέ­νες α­να­φο­ρές στην ε­πι­στο­λή (πι­θα­νώς, τυ­πο­γρα­φι­κά σφάλ­μα­τα): το “μί­νι” α­φιέ­ρω­μα της «Νέ­ας Εστίας» στον Ηλία Λά­γιο βρί­σκε­ται στον τό­μο 164 (και ό­χι στον 64) και η κρι­τι­κή για το βι­βλίο του Κώ­στα Πα­πα­χρί­στου, «Ο ά­γνω­στος Πα­πα­δια­μά­ντης», α­πό τον παπ­πού του ποιη­τή, Ηλία Λά­γιο (ό­πως ο εγ­γο­νός του, ού­τε ε­κεί­νος πα­ρέ­θε­τε το αρ­χι­κό του πα­τρώ­νυ­μου) δη­μο­σιεύ­τη­κε στη «Νέα Εστία», στις 15 Απρι­λίου 1947 (και ό­χι τον Αύ­γου­στο). Τέ­λος, ας μας ε­πι­τρα­πεί να πα­ρα­τη­ρή­σου­με πως η α­να­φο­ρά στον Αλέ­ξαν­δρο Αργυ­ρίου, με τον προσ­διο­ρι­σμό, ο πά­λαι πο­τέ Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου, εί­ναι του­λά­χι­στον ά­κομ­ψη. Ελπί­ζου­με, ό­μως, να έ­χου­με την ευ­και­ρία μιας δια ζώ­σης συ­ζή­τη­σης μα­ζί του με­θαύ­ριο κα­τά την πα­ρου­σία­ση των “λά­γιων ποιη­μά­τω­ν” στο Μου­σείο Μπε­νά­κη. Πο­λύ μας έ­θλι­ψε που δεν θα τον πα­ρου­σιά­σει ο υ­πουρ­γός Πο­λι­τι­σμού, ό­πως εί­χε α­κου­στεί, ού­τε καν ο πα­νε­πι­στη­μια­κός και ε­πι­στή­θιος φί­λος του Νά­σος Βα­γε­νάς. Αντ’ αυ­τών, θα μι­λή­σουν δυο ποιη­τές, ο Κώ­στας Κου­τσου­ρέ­λης και ο Δη­μή­τρης Κο­σμό­που­λος, με πρώ­το ο­μι­λη­τή, τον Αρι­στο­τέ­λη Σαΐνη. Το πι­θα­νό­τε­ρο, οι διορ­γα­νω­τές να μην ε­νη­με­ρώ­θη­καν για την ε­πι­στο­λή. Πώς, ό­μως, εί­ναι δυ­να­τόν, α­φού ο Νά­σος Βα­γε­νάς, που συ­ντο­νί­ζει την βρα­διά, δη­μο­σιεύει στις πρώ­τες σε­λί­δες του ί­διου τεύ­χους μα­κριά ποιη­τι­κή σύν­θε­ση καλ­βι­κής ε­μπνεύ­σεως; Οι συγ­γρα­φείς, ό­μως, εί­ναι τό­σο υ­πέ­ρο­χοι νάρ­κισ­σοι, που ο­λό­κλη­ρος ο κό­σμος σβή­νει μπρο­στά στο έρ­γο τους. Δεν α­πο­κλείε­ται ού­τε καν να φυλ­λο­μέ­τρη­σε το υ­πό­λοι­πο τεύ­χος.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητή Κυρία Θεοδοσοπούλου,

όσο χαίρομαι που και άλλοι πανεπιστημιακοί συνεχίζουν το ευφάνταστο παιχνίδι των παρωδικών «παστίτσιων» εκφράζοντας τις απόψεις τους (έστω και στο απυρόβλητο διώξεων που συνηθίζονται, στις μέρες μας. τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο), άλλο τόσο και περισσότερο χαίρομαι που εσείς μένετε πάντα σταθερή στην ανιδιοτελή και δικαίως καυστική επισήμανση ατόπων, καθώς και φιλολογικών «πατατών».
Μη σιγήσετε ποτέ,

φιλικά
Γ. Κεχαγιόγλου

Unknown είπε...

Αγαπητή Κυρία Θεοδοσοπούλου,

ύστερα από επιστολή που έλαβα σήμερα από τον συνάδελφο και φίλο κ. Νάσο Βαγενά, η οποία με πληροφορεί ότι εκείνος οχλήθηκε, ύστερα από το πρώτο σχόλιό μου, από «οκτώ ανθρώπους [που] του τηλεφώνησαν για τον ρωτήσουν: “γιατί σου επιτίθεται ο Κεχαγιόγλου;”», θα ήθελα να διευκρινίσω. μια για πάντα:

αφενός ότι δεν θεωρώ ούτε επίθεση ούτε αρνητικό σχόλιο την επιδοκιμασία μου για τα λογοτεχνικά παρωδικά «παστίτσια», απ’ οποιονδήποτε κι αν προέρχονται και οποιονδήποτε κι αν αφορούν·

αφετέρου ότι εξακολουθώ να εκτιμώ και να θαυμάζω, για το έργο και των δύο σας, και τον κ. Ν. Βαγενά και εσάς (εσάς ιδίως για την εγρήγορση, την ανιδιοτέλεια, τη μαχητικότητα και την καυστικότητά σας), ανεξάρτητα από το αν κάποιος από τους δυο σας ή και άλλοι (και εμού συμπεριλαμβανομένου) υποπέσαμε ή θα υποπέσουμε, σε τούτο τον βίο τον ατελή, σε κάποιαν από τις λεγόμενες «φιλολογικές “πατάτες”».

Πάντα φιλικά,
Γ. Κεχαγιόγλου

νάρκισσος είπε...

Κυρία Θεοδοσοπούλου,
Ως προς την πληροφορία σας (Εποχή,13.12.09) ότι δεν υπάρχει βιβλιογραφία Κ.Γ.Καρυωτάκη,θα ήθελα, με όλο το σεβασμό προς την αξιοσύνη σας, να θυμίσω ότι υπάρχει ένα σχεδίασμα, έκδοση της Βικελαίας,προ δεκαετίας και πλέον, συντεταγμένο από τον μακαρίτη Αλεξ.Αργυρίου.