Μαργαρίτα Γιουρσενάρ
«Ο γύρος της φυλακής»
Μετάφραση Νίκος Δομαζάκης
Εκδόσεις Χατζηνικολή
Νοέμβριος 2009
Η Μαργαρίτα Γιουρσενάρ είναι μια σημαντική συγγραφέας και φίλη της Ελλάδας από τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ωστόσο, οι εκδόσεις των βιβλίων της ελάχιστα απασχολούν τον ελληνικό Τύπο, ενώ δεν φαίνεται να ενδιαφέρουν ούτε το ευρύ αναγνωστικό κοινό της χώρας μας. Πιθανώς, γιατί πρόκειται για ένα είδος λόγιου συγγραφέα κλασικής παιδείας, που σπανίζει στις ημέρες μας. Πάντως, η αδιαφορία της αγοράς δεν πτοεί την Ιωάννα Χατζηνικολή, που φροντίζει το έργο της Γιουρσενάρ πάνω από μια τριακονταετία. Ξεκίνησε μεταφράζοντας το «Αδριανού Απομνημονεύματα», μια μετάφραση που ο Κ.Θ. Δημαράς, φίλος της Γιουρσενάρ, είχε εγκωμιάσει για την πιστή απόδοση του ύφους. Συνέχισε μεταφράζοντας τα σημαντικότερα από τα βιβλία της, ενώ, με τη βοήθεια και άλλων μεταφραστών, έχει εκδώσει σχεδόν το σύνολο του έργου της. Τελευταία, εξέδωσε δυο βιβλία, που, στα γαλλικά, κυκλοφόρησαν μετά το θάνατο της συγγραφέως, το 1991. Απρίλιο 2008, κυκλοφόρησαν «Τα όνειρα και οι μοίρες» και πέρυσι, τον Νοέμβριο, «Ο γύρος της φυλακής».
Στις 8 Νοεμβρίου 1987, όταν η Γιουρσενάρ υπέστη το εγκεφαλικό επεισόδιο έγραφε τον τελευταίο τόμο της τριλογίας «Λαβύρινθος του Κόσμου», με τίτλο «Τι; Η Αιωνιότητα», που αποτελεί τη συνέχεια στις «Ευλαβικές Αναμνήσεις» και τα «Αρχεία του Βορρά». Πέθανε στις 17 Δεκεμβρίου, χωρίς να συνέλθει, αφήνοντας το βιβλίο ημιτελές. Έτσι και εκδόθηκε ένα χρόνο μετά το θάνατό της, ενώ η ελληνική μετάφραση, κι αυτή της Χατζηνικολή, κυκλοφόρησε με τη συμπλήρωση δεκαετίας από το θάνατό της. Οι δυο πρόσφατες εκδόσεις προέκυψαν κατά την τακτοποίηση των φακέλων της Γιουρσενάρ και αφορούν συγγραφικά σχέδια, που εκείνη δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Για το πρώτο, έχουμε ήδη αφιερώσει προ διετίας ένα εκτενές κείμενο, οπότε περιοριζόμαστε στο πρόσφατο. Δηλαδή, σε δεκατέσσερις αφηγήσεις από το ταξίδι της Γιουρσενάρ στην Ιαπωνία, το φθινόπωρο του 1982. Ήδη, τον Απρίλιο του 1983, είχε εμπιστευτεί στον γάλλο εκδότη της, Αντουάν Γκαλιμάρ, τα σχέδιά της για ένα βιβλίο με αφηγήσεις από τα τελευταία ταξίδιά της. Είχε, μάλιστα, αποφασίσει τον τίτλο και το μότο του βιβλίου: «Ποιος θα ’ταν τόσο ανόητος να πεθάνει χωρίς να ’χει κάνει έστω και μία φορά τον γύρο της φυλακής του;» Είναι φράση ενός μυθιστορηματικού της ήρωα, του Ζήνωνα. Ο δεύτερος σημαντικότερος, μετά τον ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό. Ένας γιατρός, αλχημιστής και λόγιος του 16ου αιώνα, όταν η επιστήμη συγκρούεται με την Εκκλησία. Δεν πρόκειται, όμως, απλώς για ένα στοχαστικού περιεχομένου μότο, αλλά, για μία φράση, που συνόψιζε τις προσωπικές της επιλογές σε εκείνα τα κρίσιμα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Το 1979, η Γιουρσενάρ έχασε, μετά μια επώδυνη και μακρόχρονη ασθένεια, τη σύντροφό της Γκρέϊς Φρανκ. Το Μάρτιο του 1980, εξελέγη στη Γαλλική Ακαδημία. Ήταν η πρώτη γυναίκα, που γινόταν δεκτή στο ακαδημαϊκό άβατο, που είχε ιδρύσει το 1635 ο καρδινάλιος Ρισελιέ. Εκτός από γυναίκα η Γιουρσενάρ είχε και άλλα μειονεκτήματα με βάση τα κριτήρια των γάλλων Ακαδημαϊκών. Ήταν γεννημένη στις Βρυξέλλες, από μητέρα Βελγίδα, ζούσε μόνιμα από το 1940 στις ΗΠΑ και το 1947 είχε πάρει την αμερικανική υπηκοότητα. Παρόλα αυτά, εκλέχτηκε ακαδημαϊκός σε ηλικία 77 ετών. Συμπτωματικά, την ίδια ηλικία είχε και η πρώτη γυναίκα, που εισήλθε στην ελληνική Ακαδημία. Η Γαλάτεια Σαράντη, ήταν 17 χρόνια μικρότερη της Γιουρσενάρ και εισήλθε 17 χρόνια αργότερα. Αυτά, για όσους, όπως ο Μπέρναντ Ράσσελ, τους αρέσουν οι αριθμητικές συμπτώσεις. Όσο αφορά το μότο του βιβλίου, η Γιουρσενάρ θα μπορούσε μετά το θάνατο της φίλης της να καταρρεύσει ή, μετά το χρίσμα του Ακαδημαϊκού, να αναπαυθεί στις δάφνες της. Αυτή, όμως, δεν ήταν “τόσο ανόητη”. Προτίμησε να κάνει, έστω και μία φορά, “το γύρο της φυλακής της”. Με συνοδό τον τριαντάχρονο μουσικό Τζέρρυ Ουίλσον, ξεκίνησε τον γύρο του κόσμου. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και το Μαρόκο, την Ιαπωνία και την Ταϋλάνδη, την Κένυα και την Ινδία. Τα ταξίδια τα ανέκοψαν οι αρρώστιες· η ίδια υποβλήθηκε σε πενταπλό μπαϊπάς της στεφανιαίας στις 9 Οκτωβρίου 1985, ενώ ο Ουίλσον προσβλήθηκε από καλπάζουσα φυματίωση και πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1986. Ανάμεσα στα ταξίδιά της, τον Ιανουάριο του 1981, έκανε μία στάση στο Παρίσι για την επίσημη τελετή της υποδοχής της στην Ακαδημία, και τον Φεβρουάριο του 1983, επισκέφτηκε για τελευταία φορά την Αθήνα, εξήντα χρόνια μετά την πρώτη της επίσκεψη.
Το εναρκτήριο κεφάλαιο του βιβλίου φέρει τον τίτλο, «Μπάσο ο οδοιπόρος». Πρόκειται για τον γνωστό ιάπωνα ποιητή του 17ου αιώνα. Το πραγματικό του όνομα είναι Ματσούο Μουνεφούσα. Το ψευδώνυμό του Μπάσο, το οφείλει στην ερημική τοποθεσία, όπου ζούσε απομονωμένος. Βουδιστής της σχολής Ζεν, είχε δημιουργήσει μια δική του ομάδα πιστών. Ακολουθώντας το παράδειγμα των ασκητών του Μεσαίωνα, έκανε μακριές περιοδείες στα βόρεια της χώρας. Η Γιουρσενάρ μεταφράζει και ενσωματώνει στην αφήγησή της αποσπάσματα από το ταξιδιωτικό του ημερολόγιο, που έχει κυκλοφορήσει με τον τίτλο, «Το στενό μονοπάτι στην άκρη του κόσμου». Είναι γνωστός για τα εξαίρετα χαϊκού του, όπως αυτό, με το οποίο κλείνει το κεφάλαιο: «Κανένα ίχνος στη φωνή του τζίτζικα ότι πεθαίνει.» Εμείς, που διαβάζουμε το τελευταίο κεφάλαιο του τελευταίου βιβλίου της Γιουρσενάρ, αυτό που πρόλαβε και τελείωσε πριν πέσει οριστικά η πένα από το χέρι της, μπορούμε να εκτιμήσουμε πόσο αυτό το χαϊκού ταιριάζει στην περίπτωσή της. Η Γιουρσενάρ, όμως, δεν βιογραφεί τον Ιάπωνα, αλλά γράφει την εισαγωγή στο ταξιδιωτικό της, έχοντας εκείνον για πρότυπο. Έναν “περιπλανώμενο άνθρωπο”, που δεν επιζητάει τη μόρφωση ούτε τη συγκίνηση αλλά τη δοκιμασία του ταξιδιού. Πίστευε ότι “η συγκίνηση και η γνώση γεννιούνται από αυτήν την υποταγή στο γεγονός”. Με άλλα λόγια από την εγκαρτέρηση, ένα κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό των Ιαπώνων, που φτάνει κάποτε μέχρι το μαζοχισμό.
Η Γιουρσερνάρ ξεκίνησε για την Ιαπωνία οδικώς, από την κατοικία της, στο νησί των “Έρημων Λόφων”, στο βορειοανατολικό άκρο των ΗΠΑ, στην πολιτεία του Μαίην, και συνέχισε σιδηροδρομικώς, από το Μόντρεαλ μέχρι το Βανκούβερ. Μέσα σε τέσσερις μέρες πέρασε από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό. Οι αρετές των ταξιδιωτικών της αφηγήσεων είναι η ακριβολογία και το άπλωμα των παρατηρήσεων, που τοποθετούνται σε ένα συγκριτικό πλαίσιο, τόσο τοπικό -τα χωριά του Καναδά σε σχέση με της Αγγλίας ή της Γαλλίας- όσο και χρονικό. Το παρόν αντιπαραβάλλεται με ένα βιωμένο παρελθόν αλλά και με την περίοδο των πρώτων αποίκων της αμερικανικής ηπείρου. Εκφράζεται με πικρή ειρωνεία για την επικρατούσα κατάσταση, επιμένοντας στην κακομεταχείριση των ζώων. Θεωρούσε την προστασία τους τόσο σημαντική, όσο τον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σε χωριστό κεφάλαιο, αφηγείται την επίσκεψη στο Σαν Φραγκίσκο, από όπου ξεκίνησε το θαλάσσιο ταξίδι της. Αποκαλεί την πόλη “μπλε, άσπρη, ροζ, γκέι”, ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις της για τον τελευταίο χαρακτηρισμό, που τότε αποτελούσε νεολογισμό. Της αρέσει η λέξη, καθώς της φέρνει στο νου την “gaya scienza”, δηλαδή την ποιητική τέχνη των τροβαδούρων του Μεσαίωνα. Την αντιπαραβάλλει με τη λέξη “αδελφή” και την αντίστοιχη αμερικανική υποκουλτούρα. Κάνει λόγο για τη διακωμώδηση της σεξουαλικής ιδιαιτερότητας, την ταύτισή της με την ακολασία και τη χυδαιότητα. Καταλήγει υπερασπιζόμενη τη λαϊκή ρήση, “η ποικιλία είναι το άλας της γης”.
Κατά τον διάπλου του Ειρηνικού υπερισχύει στην αφήγηση μια ποιητική πνοή και πληθαίνουν οι στοχαστικές παρεκβάσεις. Μετά, σε οκτώ κεφάλαια, απλώνει την αφήγηση από την παραμονή της στο Τόκιο. Η μητροπολιτική περιοχή Τόκιο-Γιοκοχάμα δεν είναι μια πόλη αλλά ένα συγκρότημα πόλεων. Η σύγκριση με το παρελθόν και την παλαιά πόλη, το Έντο, γίνεται από την πρώτη σελίδα και η κριτική για την εξαφάνιση της παλιάς Ιαπωνίας παίρνει σκληρούς τόνους. Παρουσιάζει τον σημερινό Ιάπωνα, σε αντιπαραβολή με τους προγόνους του, ανασύροντας εικόνες από τη ιαπωνική λογοτεχνία. Περιγράφει κατοικίες και ξενοδοχεία, δείχνοντας το σύγχρονο τρόπο ζωής ως ένα συχνά γελοίο πάντρεμα της παράδοσης με τους αμερικανικούς τρόπους διαβίωσης. Κατά την περιήγηση της πόλης δεν ακολουθεί τις τουριστικές διαδρομές. Για παράδειγμα, προτιμά να επισκεφτεί έναν μικρό βουδιστικό ναό, καθώς την γοητεύει μια παλαιά ιστορία με σαμουράι, που διαδραματίστηκε εκεί. Από τους σαμουράι ξεχωρίζει τους ρόνιν, που, στους παλαιότερους αιώνες, εγκατέλειπαν τους αφέντες τους και περιπλανιόνταν στη χώρα αναζητώντας την περιπέτεια.
Η Γιουρσενάρ ήταν λάτρης και του ιαπωνικού θεάτρου. Δεν κουράζεται να παρακολουθεί τα λαϊκά θεάματα του καμπούκι, περιγράφοντας το συνδυασμό τραγουδιού, χορού και παντομίμας. Ένα θέατρο χωρίς σκηνοθέτη, με τις παραστάσεις να κρατούν ολημερίς. Πηγαίνει ακόμη σε παραστάσεις κουκλοθέατρου. Κυρίως, όμως, την μαγνητίζει το θέατρο Νο. Θεωρεί, μάλιστα, ότι η ευαισθησία της θα ήταν διαφορετική αν δεν είχε τύχει να γνωρίσει δυο κορυφαία έργα του Νο, γραμμένα από τον Κάνζε Μοτομάσα και τον Ζεάμι, στην ίδια νεαρή ηλικία με την «Αντιγόνη». Είχε μάθει ιαπωνικά και είχε μεταφράσει τα θεατρικά έργα Νο του Γιούκιο Μισίμα. Λίγο αργότερα, το 1981, είχε εκδώσει το βιβλίο της «Μισίμα ή το όραμα του κενού». Το είχε ξεκινήσει με τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από τη δημόσια τελετουργική αυτοκτονία του, στις 25 Νοεμβρίου 1970. Ήταν μια ύστατη πράξη αντίστασης στον εξαμερικανισμό της χώρας του και υπεράσπισης των παραδοσιακών ιαπωνικών αξιών. Ένα κεφάλαιο αφιερώνεται στην επίσκεψη στο σπίτι του, που σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο.
Στο ταξιδιωτικό σκιαγραφούνται και φευγαλέες εικόνες της καθημερινότητας, που κινητοποιούν το μηχανισμό της μνήμης, δίνοντας στις αφηγήσεις τον εξαιρετικό συνδυασμό εμβρίθειας και γλαφυρότητας, που χαρακτηρίζει τα βιβλία της. Ιδιαίτερη αναφορά επιφυλάσσει σε δυο ξένους, που έκαναν δεύτερη πατρίδα τους την Ιαπωνία: τον ελληνοϊρλανδό Λευκάδιο Χερν και τον εξαμερικανισμένο Ισπανό Ερνέστο Φενολλόζα. Ακόμη, καταγράφονται όψεις από το σύγχρονο Τόκυο. Εξαιρετικές είναι οι περιγραφές από τους γιαπωνέζικους κήπους, που θεωρούσε έργα τέχνης ισάξια με τις εικόνες που φιλοτεχνούσαν οι φλαμανδοί ζωγράφοι. Η τελευταία αφήγηση είναι από το Κιότο. Μένει ημιτελής, με την τελευταία φράση κομμένη στη μέση, να αναφέρεται στους περιπλανώμενους σαμουράι, τους ρόνιν. Οι επιμελητές, ωστόσο, της έκδοσης φρόντισαν να κλείσουν το βιβλίο με τη διάλεξη, που έδωσε η Γιουρσενάρ στο Γαλλικό Ινστιτούτο του Τόκυο, μόλις είχε φτάσει, στις 26 Οκτωβρίου 1982.
Αφού εμείς είμαστε “τόσο ανόητοι”, που θα πεθάνουμε χωρίς να κάνουμε, ούτε μια φορά, “το γύρο της φυλακής μας”, ας διαβάσουμε τουλάχιστον τα τρία βιβλία για την Ιαπωνία, που εκδόθηκαν στα τέλη του περασμένου χρόνου. Εκτός από αυτό της Γιουρσενάρ, που ουδόλως μνημονεύθηκε στον Τύπο, κυκλοφόρησαν τα βιβλία δύο Ελλήνων, που θα μπορούσαν ηλικιακά να ήταν εγγόνιά της: «Ματιές στον κήπο του χαϊκού» της Ευρυδίκης Τρισόν-Μιλσανή (Εκδόσεις Γαβριηλίδης) και το ήμισυ του ταξιδιωτικού «Από το Τόκιο στο Χαρτούμ» (Εκδόσεις Κέδρος) του ποιητή και διπλωμάτη Γιώργου Βέη. Μάλιστα, ο Βέης θυμίζει τη θαυμάσια, όπως την χαρακτηρίζει, μονογραφία της Γιουρσενάρ για τον Μισίμα, θεωρώντας ότι άνοιξε νέους δρόμους στην επανεκτίμηση της προσφοράς του.
«Ο γύρος της φυλακής»
Μετάφραση Νίκος Δομαζάκης
Εκδόσεις Χατζηνικολή
Νοέμβριος 2009
Η Μαργαρίτα Γιουρσενάρ είναι μια σημαντική συγγραφέας και φίλη της Ελλάδας από τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ωστόσο, οι εκδόσεις των βιβλίων της ελάχιστα απασχολούν τον ελληνικό Τύπο, ενώ δεν φαίνεται να ενδιαφέρουν ούτε το ευρύ αναγνωστικό κοινό της χώρας μας. Πιθανώς, γιατί πρόκειται για ένα είδος λόγιου συγγραφέα κλασικής παιδείας, που σπανίζει στις ημέρες μας. Πάντως, η αδιαφορία της αγοράς δεν πτοεί την Ιωάννα Χατζηνικολή, που φροντίζει το έργο της Γιουρσενάρ πάνω από μια τριακονταετία. Ξεκίνησε μεταφράζοντας το «Αδριανού Απομνημονεύματα», μια μετάφραση που ο Κ.Θ. Δημαράς, φίλος της Γιουρσενάρ, είχε εγκωμιάσει για την πιστή απόδοση του ύφους. Συνέχισε μεταφράζοντας τα σημαντικότερα από τα βιβλία της, ενώ, με τη βοήθεια και άλλων μεταφραστών, έχει εκδώσει σχεδόν το σύνολο του έργου της. Τελευταία, εξέδωσε δυο βιβλία, που, στα γαλλικά, κυκλοφόρησαν μετά το θάνατο της συγγραφέως, το 1991. Απρίλιο 2008, κυκλοφόρησαν «Τα όνειρα και οι μοίρες» και πέρυσι, τον Νοέμβριο, «Ο γύρος της φυλακής».
Στις 8 Νοεμβρίου 1987, όταν η Γιουρσενάρ υπέστη το εγκεφαλικό επεισόδιο έγραφε τον τελευταίο τόμο της τριλογίας «Λαβύρινθος του Κόσμου», με τίτλο «Τι; Η Αιωνιότητα», που αποτελεί τη συνέχεια στις «Ευλαβικές Αναμνήσεις» και τα «Αρχεία του Βορρά». Πέθανε στις 17 Δεκεμβρίου, χωρίς να συνέλθει, αφήνοντας το βιβλίο ημιτελές. Έτσι και εκδόθηκε ένα χρόνο μετά το θάνατό της, ενώ η ελληνική μετάφραση, κι αυτή της Χατζηνικολή, κυκλοφόρησε με τη συμπλήρωση δεκαετίας από το θάνατό της. Οι δυο πρόσφατες εκδόσεις προέκυψαν κατά την τακτοποίηση των φακέλων της Γιουρσενάρ και αφορούν συγγραφικά σχέδια, που εκείνη δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Για το πρώτο, έχουμε ήδη αφιερώσει προ διετίας ένα εκτενές κείμενο, οπότε περιοριζόμαστε στο πρόσφατο. Δηλαδή, σε δεκατέσσερις αφηγήσεις από το ταξίδι της Γιουρσενάρ στην Ιαπωνία, το φθινόπωρο του 1982. Ήδη, τον Απρίλιο του 1983, είχε εμπιστευτεί στον γάλλο εκδότη της, Αντουάν Γκαλιμάρ, τα σχέδιά της για ένα βιβλίο με αφηγήσεις από τα τελευταία ταξίδιά της. Είχε, μάλιστα, αποφασίσει τον τίτλο και το μότο του βιβλίου: «Ποιος θα ’ταν τόσο ανόητος να πεθάνει χωρίς να ’χει κάνει έστω και μία φορά τον γύρο της φυλακής του;» Είναι φράση ενός μυθιστορηματικού της ήρωα, του Ζήνωνα. Ο δεύτερος σημαντικότερος, μετά τον ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό. Ένας γιατρός, αλχημιστής και λόγιος του 16ου αιώνα, όταν η επιστήμη συγκρούεται με την Εκκλησία. Δεν πρόκειται, όμως, απλώς για ένα στοχαστικού περιεχομένου μότο, αλλά, για μία φράση, που συνόψιζε τις προσωπικές της επιλογές σε εκείνα τα κρίσιμα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Το 1979, η Γιουρσενάρ έχασε, μετά μια επώδυνη και μακρόχρονη ασθένεια, τη σύντροφό της Γκρέϊς Φρανκ. Το Μάρτιο του 1980, εξελέγη στη Γαλλική Ακαδημία. Ήταν η πρώτη γυναίκα, που γινόταν δεκτή στο ακαδημαϊκό άβατο, που είχε ιδρύσει το 1635 ο καρδινάλιος Ρισελιέ. Εκτός από γυναίκα η Γιουρσενάρ είχε και άλλα μειονεκτήματα με βάση τα κριτήρια των γάλλων Ακαδημαϊκών. Ήταν γεννημένη στις Βρυξέλλες, από μητέρα Βελγίδα, ζούσε μόνιμα από το 1940 στις ΗΠΑ και το 1947 είχε πάρει την αμερικανική υπηκοότητα. Παρόλα αυτά, εκλέχτηκε ακαδημαϊκός σε ηλικία 77 ετών. Συμπτωματικά, την ίδια ηλικία είχε και η πρώτη γυναίκα, που εισήλθε στην ελληνική Ακαδημία. Η Γαλάτεια Σαράντη, ήταν 17 χρόνια μικρότερη της Γιουρσενάρ και εισήλθε 17 χρόνια αργότερα. Αυτά, για όσους, όπως ο Μπέρναντ Ράσσελ, τους αρέσουν οι αριθμητικές συμπτώσεις. Όσο αφορά το μότο του βιβλίου, η Γιουρσενάρ θα μπορούσε μετά το θάνατο της φίλης της να καταρρεύσει ή, μετά το χρίσμα του Ακαδημαϊκού, να αναπαυθεί στις δάφνες της. Αυτή, όμως, δεν ήταν “τόσο ανόητη”. Προτίμησε να κάνει, έστω και μία φορά, “το γύρο της φυλακής της”. Με συνοδό τον τριαντάχρονο μουσικό Τζέρρυ Ουίλσον, ξεκίνησε τον γύρο του κόσμου. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και το Μαρόκο, την Ιαπωνία και την Ταϋλάνδη, την Κένυα και την Ινδία. Τα ταξίδια τα ανέκοψαν οι αρρώστιες· η ίδια υποβλήθηκε σε πενταπλό μπαϊπάς της στεφανιαίας στις 9 Οκτωβρίου 1985, ενώ ο Ουίλσον προσβλήθηκε από καλπάζουσα φυματίωση και πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1986. Ανάμεσα στα ταξίδιά της, τον Ιανουάριο του 1981, έκανε μία στάση στο Παρίσι για την επίσημη τελετή της υποδοχής της στην Ακαδημία, και τον Φεβρουάριο του 1983, επισκέφτηκε για τελευταία φορά την Αθήνα, εξήντα χρόνια μετά την πρώτη της επίσκεψη.
Το εναρκτήριο κεφάλαιο του βιβλίου φέρει τον τίτλο, «Μπάσο ο οδοιπόρος». Πρόκειται για τον γνωστό ιάπωνα ποιητή του 17ου αιώνα. Το πραγματικό του όνομα είναι Ματσούο Μουνεφούσα. Το ψευδώνυμό του Μπάσο, το οφείλει στην ερημική τοποθεσία, όπου ζούσε απομονωμένος. Βουδιστής της σχολής Ζεν, είχε δημιουργήσει μια δική του ομάδα πιστών. Ακολουθώντας το παράδειγμα των ασκητών του Μεσαίωνα, έκανε μακριές περιοδείες στα βόρεια της χώρας. Η Γιουρσενάρ μεταφράζει και ενσωματώνει στην αφήγησή της αποσπάσματα από το ταξιδιωτικό του ημερολόγιο, που έχει κυκλοφορήσει με τον τίτλο, «Το στενό μονοπάτι στην άκρη του κόσμου». Είναι γνωστός για τα εξαίρετα χαϊκού του, όπως αυτό, με το οποίο κλείνει το κεφάλαιο: «Κανένα ίχνος στη φωνή του τζίτζικα ότι πεθαίνει.» Εμείς, που διαβάζουμε το τελευταίο κεφάλαιο του τελευταίου βιβλίου της Γιουρσενάρ, αυτό που πρόλαβε και τελείωσε πριν πέσει οριστικά η πένα από το χέρι της, μπορούμε να εκτιμήσουμε πόσο αυτό το χαϊκού ταιριάζει στην περίπτωσή της. Η Γιουρσενάρ, όμως, δεν βιογραφεί τον Ιάπωνα, αλλά γράφει την εισαγωγή στο ταξιδιωτικό της, έχοντας εκείνον για πρότυπο. Έναν “περιπλανώμενο άνθρωπο”, που δεν επιζητάει τη μόρφωση ούτε τη συγκίνηση αλλά τη δοκιμασία του ταξιδιού. Πίστευε ότι “η συγκίνηση και η γνώση γεννιούνται από αυτήν την υποταγή στο γεγονός”. Με άλλα λόγια από την εγκαρτέρηση, ένα κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό των Ιαπώνων, που φτάνει κάποτε μέχρι το μαζοχισμό.
Η Γιουρσερνάρ ξεκίνησε για την Ιαπωνία οδικώς, από την κατοικία της, στο νησί των “Έρημων Λόφων”, στο βορειοανατολικό άκρο των ΗΠΑ, στην πολιτεία του Μαίην, και συνέχισε σιδηροδρομικώς, από το Μόντρεαλ μέχρι το Βανκούβερ. Μέσα σε τέσσερις μέρες πέρασε από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό. Οι αρετές των ταξιδιωτικών της αφηγήσεων είναι η ακριβολογία και το άπλωμα των παρατηρήσεων, που τοποθετούνται σε ένα συγκριτικό πλαίσιο, τόσο τοπικό -τα χωριά του Καναδά σε σχέση με της Αγγλίας ή της Γαλλίας- όσο και χρονικό. Το παρόν αντιπαραβάλλεται με ένα βιωμένο παρελθόν αλλά και με την περίοδο των πρώτων αποίκων της αμερικανικής ηπείρου. Εκφράζεται με πικρή ειρωνεία για την επικρατούσα κατάσταση, επιμένοντας στην κακομεταχείριση των ζώων. Θεωρούσε την προστασία τους τόσο σημαντική, όσο τον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σε χωριστό κεφάλαιο, αφηγείται την επίσκεψη στο Σαν Φραγκίσκο, από όπου ξεκίνησε το θαλάσσιο ταξίδι της. Αποκαλεί την πόλη “μπλε, άσπρη, ροζ, γκέι”, ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις της για τον τελευταίο χαρακτηρισμό, που τότε αποτελούσε νεολογισμό. Της αρέσει η λέξη, καθώς της φέρνει στο νου την “gaya scienza”, δηλαδή την ποιητική τέχνη των τροβαδούρων του Μεσαίωνα. Την αντιπαραβάλλει με τη λέξη “αδελφή” και την αντίστοιχη αμερικανική υποκουλτούρα. Κάνει λόγο για τη διακωμώδηση της σεξουαλικής ιδιαιτερότητας, την ταύτισή της με την ακολασία και τη χυδαιότητα. Καταλήγει υπερασπιζόμενη τη λαϊκή ρήση, “η ποικιλία είναι το άλας της γης”.
Κατά τον διάπλου του Ειρηνικού υπερισχύει στην αφήγηση μια ποιητική πνοή και πληθαίνουν οι στοχαστικές παρεκβάσεις. Μετά, σε οκτώ κεφάλαια, απλώνει την αφήγηση από την παραμονή της στο Τόκιο. Η μητροπολιτική περιοχή Τόκιο-Γιοκοχάμα δεν είναι μια πόλη αλλά ένα συγκρότημα πόλεων. Η σύγκριση με το παρελθόν και την παλαιά πόλη, το Έντο, γίνεται από την πρώτη σελίδα και η κριτική για την εξαφάνιση της παλιάς Ιαπωνίας παίρνει σκληρούς τόνους. Παρουσιάζει τον σημερινό Ιάπωνα, σε αντιπαραβολή με τους προγόνους του, ανασύροντας εικόνες από τη ιαπωνική λογοτεχνία. Περιγράφει κατοικίες και ξενοδοχεία, δείχνοντας το σύγχρονο τρόπο ζωής ως ένα συχνά γελοίο πάντρεμα της παράδοσης με τους αμερικανικούς τρόπους διαβίωσης. Κατά την περιήγηση της πόλης δεν ακολουθεί τις τουριστικές διαδρομές. Για παράδειγμα, προτιμά να επισκεφτεί έναν μικρό βουδιστικό ναό, καθώς την γοητεύει μια παλαιά ιστορία με σαμουράι, που διαδραματίστηκε εκεί. Από τους σαμουράι ξεχωρίζει τους ρόνιν, που, στους παλαιότερους αιώνες, εγκατέλειπαν τους αφέντες τους και περιπλανιόνταν στη χώρα αναζητώντας την περιπέτεια.
Η Γιουρσενάρ ήταν λάτρης και του ιαπωνικού θεάτρου. Δεν κουράζεται να παρακολουθεί τα λαϊκά θεάματα του καμπούκι, περιγράφοντας το συνδυασμό τραγουδιού, χορού και παντομίμας. Ένα θέατρο χωρίς σκηνοθέτη, με τις παραστάσεις να κρατούν ολημερίς. Πηγαίνει ακόμη σε παραστάσεις κουκλοθέατρου. Κυρίως, όμως, την μαγνητίζει το θέατρο Νο. Θεωρεί, μάλιστα, ότι η ευαισθησία της θα ήταν διαφορετική αν δεν είχε τύχει να γνωρίσει δυο κορυφαία έργα του Νο, γραμμένα από τον Κάνζε Μοτομάσα και τον Ζεάμι, στην ίδια νεαρή ηλικία με την «Αντιγόνη». Είχε μάθει ιαπωνικά και είχε μεταφράσει τα θεατρικά έργα Νο του Γιούκιο Μισίμα. Λίγο αργότερα, το 1981, είχε εκδώσει το βιβλίο της «Μισίμα ή το όραμα του κενού». Το είχε ξεκινήσει με τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από τη δημόσια τελετουργική αυτοκτονία του, στις 25 Νοεμβρίου 1970. Ήταν μια ύστατη πράξη αντίστασης στον εξαμερικανισμό της χώρας του και υπεράσπισης των παραδοσιακών ιαπωνικών αξιών. Ένα κεφάλαιο αφιερώνεται στην επίσκεψη στο σπίτι του, που σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο.
Στο ταξιδιωτικό σκιαγραφούνται και φευγαλέες εικόνες της καθημερινότητας, που κινητοποιούν το μηχανισμό της μνήμης, δίνοντας στις αφηγήσεις τον εξαιρετικό συνδυασμό εμβρίθειας και γλαφυρότητας, που χαρακτηρίζει τα βιβλία της. Ιδιαίτερη αναφορά επιφυλάσσει σε δυο ξένους, που έκαναν δεύτερη πατρίδα τους την Ιαπωνία: τον ελληνοϊρλανδό Λευκάδιο Χερν και τον εξαμερικανισμένο Ισπανό Ερνέστο Φενολλόζα. Ακόμη, καταγράφονται όψεις από το σύγχρονο Τόκυο. Εξαιρετικές είναι οι περιγραφές από τους γιαπωνέζικους κήπους, που θεωρούσε έργα τέχνης ισάξια με τις εικόνες που φιλοτεχνούσαν οι φλαμανδοί ζωγράφοι. Η τελευταία αφήγηση είναι από το Κιότο. Μένει ημιτελής, με την τελευταία φράση κομμένη στη μέση, να αναφέρεται στους περιπλανώμενους σαμουράι, τους ρόνιν. Οι επιμελητές, ωστόσο, της έκδοσης φρόντισαν να κλείσουν το βιβλίο με τη διάλεξη, που έδωσε η Γιουρσενάρ στο Γαλλικό Ινστιτούτο του Τόκυο, μόλις είχε φτάσει, στις 26 Οκτωβρίου 1982.
Αφού εμείς είμαστε “τόσο ανόητοι”, που θα πεθάνουμε χωρίς να κάνουμε, ούτε μια φορά, “το γύρο της φυλακής μας”, ας διαβάσουμε τουλάχιστον τα τρία βιβλία για την Ιαπωνία, που εκδόθηκαν στα τέλη του περασμένου χρόνου. Εκτός από αυτό της Γιουρσενάρ, που ουδόλως μνημονεύθηκε στον Τύπο, κυκλοφόρησαν τα βιβλία δύο Ελλήνων, που θα μπορούσαν ηλικιακά να ήταν εγγόνιά της: «Ματιές στον κήπο του χαϊκού» της Ευρυδίκης Τρισόν-Μιλσανή (Εκδόσεις Γαβριηλίδης) και το ήμισυ του ταξιδιωτικού «Από το Τόκιο στο Χαρτούμ» (Εκδόσεις Κέδρος) του ποιητή και διπλωμάτη Γιώργου Βέη. Μάλιστα, ο Βέης θυμίζει τη θαυμάσια, όπως την χαρακτηρίζει, μονογραφία της Γιουρσενάρ για τον Μισίμα, θεωρώντας ότι άνοιξε νέους δρόμους στην επανεκτίμηση της προσφοράς του.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου