Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Ανατρεπτική ματιά

Τόμας Μπέρνχαρντ
«Τα βραβεία μου»
Μετάφραση: Σπύρος Μοσκόβου
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον
της Εστίας
Νοέμβριος 2010

Ο Τό­μας Μπέρν­χαρ­ντ εί­χε το χά­ρι­σμα ή και το ε­λάτ­τω­μα, ε­ξαρ­τά­ται α­πό την ο­πτι­κή γω­νία, να βλέ­πει την ά­σχη­μη πλευ­ρά των πραγ­μά­των, δη­λα­δή ο­τι­δή­πο­τε μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει α­πο­δο­κι­μα­σία και δυ­σα­ρέ­σκεια. Αυ­τή ή­ταν η πλευ­ρά που τον ε­νέ­πνεε. Όσο, μά­λι­στα, πιο α­πα­ρά­δε­κτη έ­βρι­σκε την κα­τά­στα­ση, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­ξορ­γι­ζό­ταν και με τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη θέρ­μη την δια­κω­μω­δού­σε. Για­τί ο Μπέρν­χαρ­ντ δεν αρ­κεί­το στο να σχο­λιά­ζει δυ­σμε­νώς τα κα­κώς κεί­με­να. Εκεί­νο που του ά­ρε­σε δεν ή­ταν να κα­τα­δι­κά­ζει και να κα­ταγ­γέλ­λει σε δρα­μα­τι­κούς τό­νους αλ­λά να γε­λοιο­ποιεί. Το α­γα­πη­μέ­νο του α­ξίω­μα ή­ταν πως ό­λα στον κό­σμο εί­ναι μια κω­μω­δία. Η α­γα­νά­κτη­ση στά­θη­κε η κύ­ρια πη­γή έ­μπνευ­σης για τα πε­ζά και τα θε­α­τρι­κά του έρ­γα, που δεί­χνουν σαν συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεία για έ­ναν καυ­στι­κό με ορ­γί­λες κο­ρυ­φώ­σεις μο­νό­λο­γο. Με μη­δε­νι­στι­κή διά­θε­ση και διά­χυ­τη υ­παρ­ξια­κή α­γω­νία γρά­φει την δι­κή του “αν­θρώ­πι­νη κω­μω­δία”, που ε­μπνέε­ται α­πό την κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κα­τά τις με­τα­πο­λε­μι­κές δε­κα­ε­τίες. Στα­θε­ρός δια βίου στό­χος του στά­θη­κε η χώ­ρα του, η Αυ­στρία και γε­νι­κό­τε­ρα, ο γερ­μα­νι­κός κό­σμος. Απεχ­θα­νό­ταν τον η­θι­κό εκ­φυ­λι­σμό, που τον έ­βλε­πε στην μι­κρο­α­στι­κή νοο­τρο­πία, στο πο­λι­τι­κό κα­τε­στη­μέ­νο και σε α­πα­ξά­πα­ντες τους θε­σμούς. Αν και τε­λι­κά η Αυ­στρία μέ­σα στο έρ­γο του ε­πέ­χει μάλ­λον τη θέ­ση του α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κού πα­ρα­δείγ­μα­τος για τη γε­νι­κό­τε­ρη πα­ρακ­μή του δυ­τι­κού κό­σμου.
Με­τα­ξύ πλεί­στων άλ­λων, ο Μπέρν­χαρ­ντ πε­ρι­φρο­νεί τις βρα­βεύ­σεις και τα πνευ­μα­τι­κά ι­δρύ­μα­τα, που τις α­πο­φα­σί­ζουν και τις α­πο­νέ­μουν. Και σύμ­φω­να με την πά­για τα­κτι­κή του, ό­ταν βρα­βεύε­ται, εκ­φρά­ζει τα αι­σθή­μα­τά του, α­πό δυ­σα­ρέ­σκεια μέ­χρι α­πέχ­θεια, μέ­σω της δια­κω­μώ­δη­σης και της χλεύης. Ο ί­διος, στην αυ­το­βιο­γρα­φία του, σχε­δόν ε­παί­ρε­ται ό­τι, σε ό­λη του τη ζωή, δεν έ­κα­νε τί­πο­τα άλ­λο α­πό το να ε­νο­χλεί και να ε­ρε­θί­ζει. Και αυ­τό α­κρι­βώς φαί­νε­ται ό­τι έ­κα­νε και κα­τά τις α­πο­νο­μές των βρα­βείων. Για­τί, πα­ρά την πε­ρι­φρό­νη­ση, που έ­τρε­φε για τα βρα­βεία και τις τι­μη­τι­κές δια­κρί­σεις, α­να­γκα­ζό­ταν να τα α­πο­δέ­χε­ται λό­γω των πά­ντο­τε στε­νών οι­κο­νο­μι­κών του, υ­πο­λο­γί­ζο­ντας στο χρη­μα­τι­κό έ­πα­θλο, που τα συ­νό­δευε. Όταν, μια φο­ρά, δια­πί­στω­σε με­τά τη βρά­βευ­ση, ό­τι η εν λό­γω διά­κρι­ση δεν συ­νο­δευό­ταν α­πό κά­ποιο χρη­μα­τι­κό πο­σό, χα­ρα­κτή­ρι­σε α­ναί­σχυ­ντους τους α­θλο­θέ­τες κι ας ε­πρό­κει­το για την Ακα­δη­μία Επι­στη­μών της Βιέν­νης.
Τον άλ­λο μή­να συ­μπλη­ρώ­νο­νται εί­κο­σι δύο χρό­νια α­πό τον θά­να­το του Μπέρν­χαρ­ντ, στις 12 Φε­βρουα­ρίου 1989. Πέ­θα­νε α­πό καρ­δια­κή προ­σβο­λή δυο μέ­ρες με­τά τα γε­νέ­θλιά του. Εί­χε κλεί­σει τα 58. Την α­πέχ­θειά του για την Αυ­στρία την υ­πο­γράμ­μι­σε με τη δια­θή­κη του, με την ο­ποία και α­πα­γο­ρεύει ο­τι­δή­πο­τε έ­γρα­ψε, δη­μο­σιευ­μέ­νο και α­δη­μο­σίευ­το, να παι­χτεί, να τυ­πω­θεί ή α­κό­μη, και να δια­βα­στεί δη­μό­σια ε­ντός των ο­ρίων του αυ­στρια­κού κρά­τους. Η αι­τία αυ­τής της ο­λο­κλη­ρω­τι­κής α­πόρ­ρι­ψης θα μπο­ρού­σε να α­νά­γε­ται στη γέν­νη­σή του ως νό­θου σε έ­να μο­να­στή­ρι της Ολλαν­δίας, που χρη­σί­μευε ως “Άσυ­λο πα­ρα­στρα­τη­μέ­νων κο­ρι­τσιώ­ν”. Ωστό­σο, α­πό ε­νός έ­τους, έ­ζη­σε στην Αυ­στρία, με πα­τρι­κό εί­δω­λο αλ­λά και πρό­τυ­πο ζωής, τον παπ­πού του, Γιο­χάν­νες Φροϋμπύ­χλερ. Έναν α­ρι­στε­ρό συγ­γρα­φέα, που στά­θη­κε ο πρώ­τος του δά­σκα­λος. Αυ­τός τον έ­μα­θε να αμ­φι­σβη­τεί την κυ­ρίαρ­χη ο­πτι­κή και να ε­μπι­στεύε­ται την κρί­ση του.
Το βι­βλίο του για τα βρα­βεία εκ­δό­θη­κε α­πό τον γερ­μα­νό εκ­δό­τη του, το 2009, με τη συ­μπλή­ρω­ση εί­κο­σι χρό­νων α­πό τον θά­να­τό του. Στο πρω­τό­τυ­πο φέ­ρει τον υ­πό­τιτ­λο, «Ένας α­πο­λο­γι­σμός. Πρώ­τη έκ­δο­ση α­πό τα κα­τά­λοι­πα». Πι­θα­νο­λο­γεί­ται ό­τι γρά­φτη­κε το 1980 και ό­τι, στις αρ­χές του 1989, ο Μπέρν­χαρ­ντ εί­χε α­πο­φα­σί­σει τε­λι­κά να το εκ­δώ­σει, αλ­λά τον πρό­λα­βε ο θά­να­τος. Ο εκ­δό­της, που εί­χε κρα­τή­σει ση­μειώ­σεις α­πό συ­νά­ντη­σή του με τον α­σθε­νή συγ­γρα­φέα μέ­σα στο 1988, δεν σχο­λιά­ζει, αν η μορ­φή του βι­βλίου, δη­λα­δή η σει­ρά πα­ρά­τα­ξης των κει­μέ­νων εί­χε ο­ρι­στεί α­πό τον ί­διο τον συγ­γρα­φέα. Απο­ρία που δη­μιουρ­γεί­ται α­πό την χρο­νο­λο­γι­κή “α­κα­τα­στα­σία” αυ­τής της πα­ρά­τα­ξης. Πέ­ραν του χρό­νου, δεν δια­κρί­νε­ται κά­ποιο άλ­λο κρι­τή­ριο, που να δι­καιο­λο­γεί, λ.χ., την πρό­τα­ξη ε­νός βρα­βείου του 1971 των βρα­βεύ­σεων της δε­κα­ε­τίας του ’60. Εκτός κι αν πρέ­πει να θεω­ρή­σου­με το βι­βλίο, ό­χι ως μια συ­να­γω­γή ο­μό­θε­μων κει­μέ­νων αλ­λά ως αυ­το­τε­λή πε­ζά, των ο­ποίων η πα­ρά­τα­ξη και συ­γκέ­ντρω­ση διέ­πο­νται α­πό αι­σθη­τι­κά και μό­νο κρι­τή­ρια.
Πά­ντως, το βι­βλίο πόρ­ρω α­πέ­χει α­πό έ­ναν α­πο­λο­γι­σμό των λο­γο­τε­χνι­κών του βρα­βεύ­σεων. Η α­φή­γη­ση α­πλώ­νε­ται στα προ­εόρ­τια και τα με­θεόρ­τια της κά­θε βρά­βευ­σης, ό­που πα­ρα­τί­θε­νται α­πί­θα­να μι­κρο­συμ­βά­ντα με τη μορ­φή κω­μι­κών σκη­νών, δί­νο­ντας στα κεί­με­να τη μορ­φή χρο­νι­κού ή και η­με­ρο­λο­για­κής κα­τα­γρα­φής. Κε­ντρι­κός ή­ρωας εί­ναι ο ε­αυ­τός του, τον ο­ποίο πε­ρι­γρά­φει σε μια α­ξιο­λύ­πη­τη κα­τά­στα­ση. Κι αυ­τό, για­τί α­να­γκά­ζε­ται να παί­ξει τον ρό­λο του βρα­βευ­θέ­ντος, τον ο­ποίο βρί­σκει ά­κρως τα­πει­νω­τι­κό. Προς ψυ­χο­λο­γι­κή ε­ξι­σορ­ρό­πη­ση για την πα­ρα­χώ­ρη­ση να α­πο­δέ­χε­ται έ­να βρα­βείο, προ­ε­τοι­μα­ζό­με­νος για την τε­λε­τή α­πο­νο­μής, μη­ρυ­κά­ζει ό­τι δυ­σά­ρε­στο γνω­ρί­ζει για την πό­λη, ό­που θα γί­νει η α­πο­νο­μή, κυ­ρίως, ό­μως, για τους κρι­τές, φθά­νο­ντας μέ­χρι τον ί­διο τον υ­πουρ­γό Πο­λι­τι­σμού. Έτσι α­φη­γεί­ται, πως έ­νας α­σή­μα­ντος γραμ­μα­τέ­ας ε­νός Αγρο­τι­κού Επι­με­λη­τη­ρίου κα­τέ­λα­βε αυ­τήν την υ­ψη­λή θέ­ση, μό­νο και μό­νο για­τί έ­τυ­χε ο φί­λος του να γί­νει κα­γκε­λά­ριος.
Στην ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση προ­στέ­θη­κε έ­να σύ­ντο­μο ση­μείω­μα του με­τα­φρα­στή, χω­ρίς κα­μία πλη­ρο­φο­ρία για τον συγ­γρα­φέα και το έρ­γο του, ε­κτός α­πό το σύ­ντο­μο βιο­γρα­φι­κό στο “αυ­τά­κι” του βι­βλίου. Βε­βαίως, πρό­κει­ται για έ­ναν ι­διαί­τε­ρα γνω­στό συγ­γρα­φέα στο ελ­λη­νι­κό κοι­νό. Ένα πρώ­το βι­βλίο του, το α­φή­γη­μα «Μπε­τόν» του 1982, εί­χε εκ­δο­θεί ή­δη το 1989 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Όπως, μά­λι­στα, η έκ­δο­ση εί­χε συ­μπέ­σει με το θά­να­τό του, υ­πάρ­χει πρό­λο­γος της φί­λης του Αννε­λόρ Οξ. Η με­τά­φρα­ση ή­ταν του Αλέ­ξαν­δρου Ίσα­ρη, που βρα­βεύ­τη­κε γι’ αυ­τήν πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, το 1996, ό­ταν το βι­βλίο ε­πα­νεκ­δό­θη­κε στην «Εστία». Ταυ­τό­χρο­να με το «Μπε­τόν», εί­χε εκ­δο­θεί και «Ο α­νη­ψιός του Βιτ­τγκεν­στάϊν». Μέ­σα στην ει­κο­σα­ε­τία έ­χει με­τα­φρα­στεί το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος α­πό τα δε­κα­τρία μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, τις νου­βέ­λες και τα τέσ­σε­ρα θε­α­τρι­κά του. Ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στός εί­ναι ο θε­α­τρι­κός Μπέρν­χαρ­ντ, ξε­κι­νώ­ντας με την ε­ξαί­ρε­τη πα­ρά­στα­ση του «Ρίτ­τερ Ντέ­νε, Φος» α­πό τον Λευ­τέ­ρη Βο­γιατ­ζή.
Θα μπο­ρού­σαν, ω­στό­σο, να δο­θούν κά­ποιες πλη­ρο­φο­ρίες για το βι­βλίο, α­ντί της γε­νι­κής και αό­ρι­στης πλη­ρο­φο­ρίας ό­τι “πε­ρι­λαμ­βά­νει κεί­με­να για τα εν­νέα α­πό τα δώ­δε­κα ή δε­κα­τρία βρα­βεία, με τα ο­ποία εί­χε τι­μη­θεί στη ζωή του ο Μπέρν­χαρ­ντ”. Δώ­δε­κα ή δε­κα­τρία; Τό­σο δύ­σκο­λο εί­ναι να α­κρι­βο­λο­γή­σει κα­νείς, α­να­τρέ­χο­ντας στα βιο­γρα­φι­κά του συγ­γρα­φέα. Κι ό­ταν α­να­φέ­ρο­νται δώ­δε­κα ή δε­κα­τρία βρα­βεία, με­τρά­ει κα­νείς μό­νο τα αυ­στρια­κά και γερ­μα­νι­κά, στα ο­ποία ε­πι­κε­ντρώ­νο­νται τα κεί­με­να, ή και τα υ­πό­λοι­πα ευ­ρω­παϊκά; Σύγ­χυ­ση προ­κα­λεί και ο πί­να­κας πε­ριε­χο­μέ­νων, ό­που, ως τίτ­λοι των κει­μέ­νων, α­να­γρά­φο­νται μό­νο οι τίτ­λοι των βρα­βείων, που, για τον έλ­λη­να α­να­γνώ­στη, εί­ναι ε­λά­χι­στα έως κα­θό­λου κα­τα­το­πι­στι­κοί. Ευ­πρόσ­δε­κτες θα ή­ταν κά­ποιες πλη­ρο­φο­ρίες πε­ρί των εν λό­γω βρα­βεύ­σεων, που θα μπο­ρού­σαν να δο­θούν και ως υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις. Ανα­γκαία, πά­ντως, δεί­χνει η προ­σθή­κη στους τίτ­λους του έ­τους α­πο­νο­μής και του βρα­βευ­θέ­ντος έρ­γου. Αν μη τι άλ­λο, ως έ­νας ε­λά­χι­στος α­να­γνω­στι­κός μπού­σου­λας. Όταν, μά­λι­στα, σε κά­ποια κεί­με­να ο συγ­γρα­φέ­ας δεν μνη­μο­νεύει το έρ­γο για το ο­ποίο βρα­βεύε­ται. Αυ­τή η ε­ντύ­πω­ση της προ­χει­ρό­τη­τας ε­ντεί­νε­ται α­πό την λε­κτι­κή α­πό­δο­ση και τις α­σά­φειες που πα­ρει­σφρέ­ουν. Λ.χ., τι ση­μαί­νει “λέ­κτο­ρας” σε εκ­δο­τι­κό οί­κο; Κα­τά τα άλ­λα, μια δη­μο­σιο­γρα­φί­ζου­σα γλώσ­σα μάλ­λον δεν κα­λύ­πτει τις α­νά­γκες ε­νός πε­ζο­γρά­φου της τά­ξης του Μπέρν­χαρ­ντ.
Δε­κα­τρία εί­ναι συ­νο­λι­κά τα κεί­με­να του βι­βλίου και α­φο­ρούν εν­νέα βρα­βεύ­σεις, τρεις ο­μι­λίες που εκ­φώ­νη­σε σε τρεις α­πό αυ­τές και το κεί­με­νο της πα­ραί­τη­σής του α­πό την Αυ­στρια­κή Ακα­δη­μία για τη Γλώσ­σα και την Ποίη­ση. Αν τα α­να­δια­τά­ξου­με κα­τά τη χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά α­πο­νο­μής των βρα­βείων έ­χου­με: Τρία βρα­βεία για το πρώ­το πε­ζο­γρα­φι­κό του βι­βλίο, το «Πα­γε­τός» (έ­χει α­πο­δο­θεί πα­λαιό­τε­ρα ως «Πα­γω­νιά»), που εκ­δό­θη­κε το 1963. Το βρα­βείο Ιού­λιου Κά­μπε, το 1964, το Λο­γο­τε­χνι­κό Βρα­βείο του Ελεύ­θε­ρου και Χαν­σε­α­τι­κού Δή­μου της Βρέ­μης, το 1965, και το Αυ­στρια­κό Κρα­τι­κό Βρα­βείο Λο­γο­τε­χνίας, το 1967. Το κεί­με­νο για το πρώ­το εί­ναι το ε­κτε­νέ­στε­ρο, κα­θώς πρό­κει­ται για την πρώ­τη του βρά­βευ­ση, με α­φορ­μή την ο­ποία δί­νει την πρώ­τη του συ­νέ­ντευ­ξη και μπαί­νει για πρώ­τη φο­ρά η φω­το­γρα­φία του σε ε­φη­με­ρί­δα. Πα­ρό­λο που εκ­φρά­ζει και σε αυ­τό, τα συ­νή­θη αι­σθή­μα­τα κα­τω­τε­ρό­τη­τας και την γνω­στή φυ­γο­κο­σμία του, μάλ­λον κα­μα­ρώ­νει πα­ρά εκ­φρά­ζει τα­πεί­νω­ση. Ύστε­ρα, υ­πο­λή­πτε­ται τον Ιού­λιο Κά­μπε, εκ­δό­τη του Χάιν­ριχ Χάι­νε, και α­γα­πά την πό­λη του Αμβούρ­γου, ό­που έ­χει την έ­δρα του ο εκ­δο­τι­κός οί­κος και ό­που γί­νε­ται η α­πο­νο­μή. Το κεί­με­νο συ­νε­χί­ζει και με­τά τη βρά­βευ­ση, κα­θώς α­φη­γεί­ται πώς, με το χρη­μα­τι­κό έ­πα­θλο, α­πέ­κτη­σε το πρώ­το του αυ­το­κί­νη­το, με το ο­ποίο εί­χε το πρώ­το του αυ­το­κι­νη­τι­στι­κό α­τύ­χη­μα με υ­παι­τιό­τη­τα ε­νός Γιου­γκοσ­λά­βου, α­πό το ο­ποίο πή­ρε την πρώ­τη του α­πο­ζη­μίω­ση και α­γό­ρα­σε έ­να δεύ­τε­ρο αυ­το­κί­νη­το.
Τη δεύ­τε­ρη βρά­βευ­ση την πα­ρου­σιά­ζει σαν φιά­σκο, σε μια πό­λη, που, α­πό την πρώ­τη στιγ­μή, σι­χά­θη­κε. Απο­ρεί κα­νείς, ό­ταν πρό­κει­ται για την χα­ρι­τω­μέ­νη Βρέ­μη. Η ε­πί­φα­ση του κω­μι­κού υ­πάρ­χει σε ό­λα τα κεί­με­να, ε­ντεί­νε­ται, ό­μως, ό­ταν α­να­φέ­ρε­ται στην προ­ε­τοι­μα­σία μιας ο­μι­λίας. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον η σύ­γκρι­ση του τρό­που που πε­ρι­γρά­φει ό­τι την ε­μπνεύ­στη­κε και την έ­γρα­ψε, καλ­λιερ­γώ­ντας την ε­ντύ­πω­ση ό­τι πρό­κει­ται για έ­να συ­νον­θύ­λευ­μα τυ­χαίων πα­ρα­τη­ρή­σεων, με το ί­διο το κεί­με­νο της ο­μι­λίας, που εί­ναι μεν σύ­ντο­μο, αλ­λά ει­ρω­νεύε­ται την δή­θεν ε­πι­στη­μο­νι­κή πρόο­δο και την αν­θρώ­πι­νη με­γα­λο­μα­νία, για να κα­τα­λή­ξει στην υ­παρ­ξια­κή “πα­γω­νιά”. Μια ο­μι­λία, που έρ­χε­ται ως συ­νέ­χεια του βρα­βευ­μέ­νου έρ­γου, «Πα­γω­νιά», και η ο­ποία θα α­παι­τού­σε κα­νο­νι­κά μα­κρά προ­ε­τοι­μα­σία. Στο ί­διο κεί­με­νο α­φη­γεί­ται πως, με το έ­πα­θλο, α­γό­ρα­σε το πρώ­το του σπί­τι. Ένα ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο οί­κη­μα, σε μια έ­ρη­μη το­πο­θε­σία, που ταί­ρια­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο για κα­τοι­κία φα­ντα­σμά­των. Κι ό­μως, αυ­τό α­πο­τέ­λε­σε το μό­νο δι­κό του σπί­τι. Εκεί, α­νά­με­σα στους τέσ­σε­ρις γυ­μνούς τοί­χους, έ­στη­σε τους μο­νο­λό­γους του, και σε αυ­τό πέ­θα­νε. Τε­λειώ­νει, πε­ρι­γρά­φο­ντας πώς, ως κρι­τής, το ε­πό­με­νο έ­τος, για το ί­διο βρα­βείο, πρό­τει­νε τον Ελία Κα­νέτ­τι, τον ο­ποίο δεν βρά­βευ­σαν, για­τί ή­ταν ε­βραϊκής κα­τα­γω­γής, ε­νώ βρά­βευ­σαν έ­ναν τε­λείως ά­γνω­στο, που, εκ των υ­στέ­ρων, α­πο­δείχ­θη­κε ό­τι και ε­κεί­νος ή­ταν ε­βραϊκής κα­τα­γω­γής.
Το τρί­το βρα­βείο για το πρώ­το βι­βλίο του ή­ταν το κρα­τι­κό. Όπως φαί­νε­ται, τα Αυ­στρια­κά Κρα­τι­κά Βρα­βεία Λο­γο­τε­χνίας έ­χουν έ­να με­γά­λο βρα­βείο για το σύ­νο­λο του έρ­γου και έ­να μι­κρό, το ο­ποίο α­πο­νέ­με­ται για έ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο βι­βλίο, που έ­χει υ­πο­βά­λει ο ί­διος ο συγ­γρα­φέ­ας. Όπως συ­νέ­βαι­νε πα­λαιό­τε­ρα και με τα δι­κά μας Κρα­τι­κά Βρα­βεία, αυ­τό α­πο­νέ­με­ται, κυ­ρίως, σε νέ­ους λο­γο­τέ­χνες, ε­νώ ο Μπέρν­χαρ­ντ ή­ταν ή­δη τρια­ντα­πε­ντά­ρης. Την υ­πο­ψη­φιό­τη­τα, ό­μως, δεν την εί­χε υ­πο­βά­λει ο ί­διος, αλ­λά ο ε­τε­ρο­θα­λής α­δελ­φός του, που γνώ­ρι­ζε την κα­κή οι­κο­νο­μι­κή του κα­τά­στα­ση. Αυ­τό το βρα­βείο α­πο­τέ­λε­σε την κο­ρύ­φω­ση της τα­πεί­νω­σής του. Πρώ­τον, για­τί έ­φε­ρε τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό μι­κρό και δεύ­τε­ρον, για­τί ο υ­πουρ­γός Πο­λι­τι­σμού, ή­ταν έ­νας α­δαής, που εί­χε ε­ξί­σου α­δα­είς συμ­βού­λους, με α­πο­τέ­λε­σμα να α­να­κα­τώ­σει τα βιο­γρα­φι­κά του και να τον α­να­φέ­ρει ως Ολλαν­δό. Και πά­λι εί­χε ε­τοι­μά­σει, ό­πως δια­τεί­νε­ται, μια σύ­ντο­μη και α­νώ­δυ­νη ο­μι­λία, που, ό­μως, προ­κά­λε­σε σκάν­δα­λο, με την α­πο­χώ­ρη­ση του Υπουρ­γού και ό­λων των ε­πι­σή­μων. Η ο­μι­λία πα­ρα­τί­θε­ται και μάλ­λον δι­καιώ­νει τους αυ­στρια­κούς ε­πι­φα­νείς. Με­τα­ξύ άλ­λων δια­κή­ρυτ­τε: “Το κρά­τος εί­ναι έ­να δη­μιούρ­γη­μα κα­τα­δι­κα­σμέ­νο μό­νι­μα στην α­πο­τυ­χία, ο λαός έ­να άλ­λο μόρ­φω­μα κα­τα­δι­κα­σμέ­νο α­διά­κο­πα στην α­χρειό­τη­τα και την ά­νοια… Εί­μα­στε Αυ­στρια­κοί… Εί­μα­στε α­ξιο­θρή­νη­τοι…”
Τον ί­διο χρό­νο, το 1967, του α­πο­νέ­μο­νται δυο α­κό­μη δια­κρί­σεις για το δεύ­τε­ρο πε­ζο­γρα­φι­κό του έρ­γο, το «Τα­ρα­χή»: η τι­μη­τι­κή διά­κρι­ση της Πο­λι­τι­στι­κής Επι­τρο­πής του Συν­δέ­σμου Γερ­μα­νών Βιο­μη­χά­νων και το βρα­βείο του Συν­δέ­σμου Αυ­στρια­κών Βιο­μη­χά­νων. Η δεύ­τε­ρη, ω­στό­σο, βρά­βευ­ση α­κυ­ρώ­θη­κε, για­τί εί­χε προ­γραμ­μα­τι­στεί να γί­νει μια ε­βδο­μά­δα με­τά την α­πο­νο­μή του “Μι­κρού” Κρα­τι­κού Βρα­βείου και πά­λι, α­πό τον Υπουρ­γό, που δεν ή­θε­λε να α­κού­σει ού­τε το ό­νο­μα Μπέρν­χαρ­ντ. Ακο­λου­θεί, το 1970, το μό­νο ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στό βρα­βείο, το Βρα­βείο Γκέ­ορ­γκ Μπύ­χνε­ρ, που του α­πο­νέ­με­ται για το τρί­το πε­ζο­γρα­φι­κό του έρ­γο, «Το α­σβε­στο­κά­μι­νο». Η ο­μι­λία, που εκ­φω­νεί, εί­ναι η τρί­τη ο­μι­λία, που δη­μο­σιεύε­ται στο βι­βλίο, και η ο­ποία, α­πό ό­τι γρά­φει, ε­νό­χλη­σε μό­νο λό­γω της συ­ντο­μίας της. Μα­ζί του τι­μά­ται και ο Βέρ­νερ Χάι­ζεν­μπερ­γκ, έ­νας α­πό τους με­γα­λύ­τε­ρους γερ­μα­νούς φυ­σι­κούς, στον ο­ποίο ο­φεί­λου­με τη θεω­ρία της συ­μπλη­ρω­μα­τι­κό­τη­τας. Κα­τά το δεί­πνο που α­κο­λού­θη­σε, ο νο­μπε­λί­στας φυ­σι­κός ε­πέ­με­νε να τον ρω­τά­ει, για­τί οι συγ­γρα­φείς βλέ­πουν μο­νί­μως τα πά­ντα τό­σο μαύ­ρα! Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, η με­τα­φρα­στι­κή δια­τύ­πω­ση ό­τι ο Χάι­ζεν­μπερ­γκ πή­ρε “βρα­βείο ε­πι­στη­μο­νι­κής πρό­ζας” εί­ναι του­λά­χι­στον α­τυ­χής.
Σε ό­λα τα κεί­με­να, που έ­χουν και λαν­θά­νου­σα μορ­φή θε­α­τρι­κού, πρω­τα­γω­νι­στεί δί­πλα του η “θεία” του, ό­πως α­πο­κα­λεί την με­γά­λη φί­λη του, Χέ­ντυ Στα­βια­νί­τσε­κ, που γνώ­ρι­σε το 1949 στο σα­να­τό­ριο και πα­ρέ­μει­ναν σύ­ντρο­φοι μέ­χρι τον θά­να­τό της, το 1984. Η α­γέ­ρω­χη και σώ­φρων στά­ση της ε­ξι­σορ­ρο­πεί τη δι­κή του συ­μπε­ρι­φο­ρά, την ο­ποία συ­χνά πε­ρι­γρά­φει ως πα­ρα­νοϊκή.
Το 1971, βρα­βεύε­ται για το πρώ­το θε­α­τρι­κό του, το «Μια γιορ­τή για τον Μπό­ρις». Αυ­τό το κεί­με­νο προ­τάσ­σε­ται στο βι­βλίο. Ίσως, ο Μπέρν­χαρ­ντ να το θεώ­ρη­σε το πιο κω­μι­κό, κα­θώς ε­στιά­ζει στο κου­στού­μι που α­γο­ρά­ζει μια ώ­ρα πριν την α­πο­νο­μή και μια ώ­ρα με­τά, το αλ­λά­ζει με άλ­λο, έ­να νού­με­ρο με­γα­λύ­τε­ρο. Ενώ, το 1972, τι­μά­ται για το τρί­το θε­α­τρι­κό του, «Ο Αδαής και ο Τρε­λός». Εί­ναι το Βρα­βείο Φρα­ντς Τέ­ο­ντορ Τσό­κο­ρ, ε­νός φι­λο­σό­φου και δρα­μα­τουρ­γού, που ή­ταν φί­λος του παπ­πού του και η α­φή­γη­ση προ­σθέ­τει σε­λί­δες στην Αυ­το­βιο­γρα­φία του. Τέ­λος, το 1976, του α­πο­νέ­με­ται το Λο­γο­τε­χνι­κό Βρα­βείο του Ομο­σπον­δια­κού Επι­με­λη­τη­ρίου για το «Υπό­γειο», που εί­ναι ο δεύ­τε­ρος τό­μος της Αυ­το­βιο­γρα­φίας του.
Όλα τα κεί­με­να έ­χουν α­νά­λα­φρο τό­νο, α­κό­μη και ό­ταν πε­ρι­γρά­φουν έ­ναν θά­να­το. Σε μια βρά­βευ­σή του, κα­τά την ο­ποία συμ­βαί­νουν ποι­κί­λες πα­ρα­τυ­πίες, έ­νας φί­λος του, μέ­λος της Κρι­τι­κής Επι­τρο­πής δεν δια­μαρ­τύ­ρε­ται ού­τε πα­ραι­τεί­ται, με τη δι­καιο­λο­γία ό­τι έ­χει α­νά­γκη την προ­βλε­πό­με­νη για τη συμ­με­το­χή του στην Επι­τρο­πή α­μοι­βή. Ωστό­σο, λί­γο αρ­γό­τε­ρα, κρε­μιέ­ται α­πό τον γά­ντζο της ε­ξώ­πορ­τας του σπι­τιού του. Δια­βά­ζο­ντας τα κεί­με­νά του για τα βρα­βεία, βρή­κα­με πολ­λά ση­μεία, που θυ­μί­ζουν τα κα­θ’ η­μάς. Σε ε­μάς ο­ρι­σμέ­νοι έ­χουν πα­ραι­τη­θεί, αλ­λά σιω­πη­λά χω­ρίς να δια­μαρ­τυ­ρη­θούν. Αυ­το­χει­ρία, πά­ντως, δεν έ­χει κα­τα­γρα­φεί στα χρο­νι­κά κα­νε­νός ελ­λη­νι­κού βρα­βείου, πα­ρό­λο που μι­κρές ή με­γά­λες πα­ρα­τυ­πίες δεν λεί­πουν.


Μ. Θεοδοσοπούλου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 16/1/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: