«Τα βραβεία μου»
Μετάφραση: Σπύρος Μοσκόβου
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον
της Εστίας Νοέμβριος 2010
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ είχε το χάρισμα ή και το ελάττωμα, εξαρτάται από την οπτική γωνία, να βλέπει την άσχημη πλευρά των πραγμάτων, δηλαδή οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει αποδοκιμασία και δυσαρέσκεια. Αυτή ήταν η πλευρά που τον ενέπνεε. Όσο, μάλιστα, πιο απαράδεκτη έβρισκε την κατάσταση, τόσο περισσότερο εξοργιζόταν και με τόσο μεγαλύτερη θέρμη την διακωμωδούσε. Γιατί ο Μπέρνχαρντ δεν αρκείτο στο να σχολιάζει δυσμενώς τα κακώς κείμενα. Εκείνο που του άρεσε δεν ήταν να καταδικάζει και να καταγγέλλει σε δραματικούς τόνους αλλά να γελοιοποιεί. Το αγαπημένο του αξίωμα ήταν πως όλα στον κόσμο είναι μια κωμωδία. Η αγανάκτηση στάθηκε η κύρια πηγή έμπνευσης για τα πεζά και τα θεατρικά του έργα, που δείχνουν σαν συγκοινωνούντα δοχεία για έναν καυστικό με οργίλες κορυφώσεις μονόλογο. Με μηδενιστική διάθεση και διάχυτη υπαρξιακή αγωνία γράφει την δική του “ανθρώπινη κωμωδία”, που εμπνέεται από την κοινωνική πραγματικότητα κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες. Σταθερός δια βίου στόχος του στάθηκε η χώρα του, η Αυστρία και γενικότερα, ο γερμανικός κόσμος. Απεχθανόταν τον ηθικό εκφυλισμό, που τον έβλεπε στην μικροαστική νοοτροπία, στο πολιτικό κατεστημένο και σε απαξάπαντες τους θεσμούς. Αν και τελικά η Αυστρία μέσα στο έργο του επέχει μάλλον τη θέση του αντιπροσωπευτικού παραδείγματος για τη γενικότερη παρακμή του δυτικού κόσμου.
Μεταξύ πλείστων άλλων, ο Μπέρνχαρντ περιφρονεί τις βραβεύσεις και τα πνευματικά ιδρύματα, που τις αποφασίζουν και τις απονέμουν. Και σύμφωνα με την πάγια τακτική του, όταν βραβεύεται, εκφράζει τα αισθήματά του, από δυσαρέσκεια μέχρι απέχθεια, μέσω της διακωμώδησης και της χλεύης. Ο ίδιος, στην αυτοβιογραφία του, σχεδόν επαίρεται ότι, σε όλη του τη ζωή, δεν έκανε τίποτα άλλο από το να ενοχλεί και να ερεθίζει. Και αυτό ακριβώς φαίνεται ότι έκανε και κατά τις απονομές των βραβείων. Γιατί, παρά την περιφρόνηση, που έτρεφε για τα βραβεία και τις τιμητικές διακρίσεις, αναγκαζόταν να τα αποδέχεται λόγω των πάντοτε στενών οικονομικών του, υπολογίζοντας στο χρηματικό έπαθλο, που τα συνόδευε. Όταν, μια φορά, διαπίστωσε μετά τη βράβευση, ότι η εν λόγω διάκριση δεν συνοδευόταν από κάποιο χρηματικό ποσό, χαρακτήρισε αναίσχυντους τους αθλοθέτες κι ας επρόκειτο για την Ακαδημία Επιστημών της Βιέννης.
Τον άλλο μήνα συμπληρώνονται είκοσι δύο χρόνια από τον θάνατο του Μπέρνχαρντ, στις 12 Φεβρουαρίου 1989. Πέθανε από καρδιακή προσβολή δυο μέρες μετά τα γενέθλιά του. Είχε κλείσει τα 58. Την απέχθειά του για την Αυστρία την υπογράμμισε με τη διαθήκη του, με την οποία και απαγορεύει οτιδήποτε έγραψε, δημοσιευμένο και αδημοσίευτο, να παιχτεί, να τυπωθεί ή ακόμη, και να διαβαστεί δημόσια εντός των ορίων του αυστριακού κράτους. Η αιτία αυτής της ολοκληρωτικής απόρριψης θα μπορούσε να ανάγεται στη γέννησή του ως νόθου σε ένα μοναστήρι της Ολλανδίας, που χρησίμευε ως “Άσυλο παραστρατημένων κοριτσιών”. Ωστόσο, από ενός έτους, έζησε στην Αυστρία, με πατρικό είδωλο αλλά και πρότυπο ζωής, τον παππού του, Γιοχάννες Φροϋμπύχλερ. Έναν αριστερό συγγραφέα, που στάθηκε ο πρώτος του δάσκαλος. Αυτός τον έμαθε να αμφισβητεί την κυρίαρχη οπτική και να εμπιστεύεται την κρίση του.
Το βιβλίο του για τα βραβεία εκδόθηκε από τον γερμανό εκδότη του, το 2009, με τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τον θάνατό του. Στο πρωτότυπο φέρει τον υπότιτλο, «Ένας απολογισμός. Πρώτη έκδοση από τα κατάλοιπα». Πιθανολογείται ότι γράφτηκε το 1980 και ότι, στις αρχές του 1989, ο Μπέρνχαρντ είχε αποφασίσει τελικά να το εκδώσει, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος. Ο εκδότης, που είχε κρατήσει σημειώσεις από συνάντησή του με τον ασθενή συγγραφέα μέσα στο 1988, δεν σχολιάζει, αν η μορφή του βιβλίου, δηλαδή η σειρά παράταξης των κειμένων είχε οριστεί από τον ίδιο τον συγγραφέα. Απορία που δημιουργείται από την χρονολογική “ακαταστασία” αυτής της παράταξης. Πέραν του χρόνου, δεν διακρίνεται κάποιο άλλο κριτήριο, που να δικαιολογεί, λ.χ., την πρόταξη ενός βραβείου του 1971 των βραβεύσεων της δεκαετίας του ’60. Εκτός κι αν πρέπει να θεωρήσουμε το βιβλίο, όχι ως μια συναγωγή ομόθεμων κειμένων αλλά ως αυτοτελή πεζά, των οποίων η παράταξη και συγκέντρωση διέπονται από αισθητικά και μόνο κριτήρια.
Πάντως, το βιβλίο πόρρω απέχει από έναν απολογισμό των λογοτεχνικών του βραβεύσεων. Η αφήγηση απλώνεται στα προεόρτια και τα μεθεόρτια της κάθε βράβευσης, όπου παρατίθενται απίθανα μικροσυμβάντα με τη μορφή κωμικών σκηνών, δίνοντας στα κείμενα τη μορφή χρονικού ή και ημερολογιακής καταγραφής. Κεντρικός ήρωας είναι ο εαυτός του, τον οποίο περιγράφει σε μια αξιολύπητη κατάσταση. Κι αυτό, γιατί αναγκάζεται να παίξει τον ρόλο του βραβευθέντος, τον οποίο βρίσκει άκρως ταπεινωτικό. Προς ψυχολογική εξισορρόπηση για την παραχώρηση να αποδέχεται ένα βραβείο, προετοιμαζόμενος για την τελετή απονομής, μηρυκάζει ότι δυσάρεστο γνωρίζει για την πόλη, όπου θα γίνει η απονομή, κυρίως, όμως, για τους κριτές, φθάνοντας μέχρι τον ίδιο τον υπουργό Πολιτισμού. Έτσι αφηγείται, πως ένας ασήμαντος γραμματέας ενός Αγροτικού Επιμελητηρίου κατέλαβε αυτήν την υψηλή θέση, μόνο και μόνο γιατί έτυχε ο φίλος του να γίνει καγκελάριος.
Στην ελληνική έκδοση προστέθηκε ένα σύντομο σημείωμα του μεταφραστή, χωρίς καμία πληροφορία για τον συγγραφέα και το έργο του, εκτός από το σύντομο βιογραφικό στο “αυτάκι” του βιβλίου. Βεβαίως, πρόκειται για έναν ιδιαίτερα γνωστό συγγραφέα στο ελληνικό κοινό. Ένα πρώτο βιβλίο του, το αφήγημα «Μπετόν» του 1982, είχε εκδοθεί ήδη το 1989 στη Θεσσαλονίκη. Όπως, μάλιστα, η έκδοση είχε συμπέσει με το θάνατό του, υπάρχει πρόλογος της φίλης του Αννελόρ Οξ. Η μετάφραση ήταν του Αλέξανδρου Ίσαρη, που βραβεύτηκε γι’ αυτήν πολύ αργότερα, το 1996, όταν το βιβλίο επανεκδόθηκε στην «Εστία». Ταυτόχρονα με το «Μπετόν», είχε εκδοθεί και «Ο ανηψιός του Βιττγκενστάϊν». Μέσα στην εικοσαετία έχει μεταφραστεί το μεγαλύτερο μέρος από τα δεκατρία μυθιστορήματα, τις νουβέλες και τα τέσσερα θεατρικά του. Ακόμη περισσότερο γνωστός είναι ο θεατρικός Μπέρνχαρντ, ξεκινώντας με την εξαίρετη παράσταση του «Ρίττερ Ντένε, Φος» από τον Λευτέρη Βογιατζή.
Θα μπορούσαν, ωστόσο, να δοθούν κάποιες πληροφορίες για το βιβλίο, αντί της γενικής και αόριστης πληροφορίας ότι “περιλαμβάνει κείμενα για τα εννέα από τα δώδεκα ή δεκατρία βραβεία, με τα οποία είχε τιμηθεί στη ζωή του ο Μπέρνχαρντ”. Δώδεκα ή δεκατρία; Τόσο δύσκολο είναι να ακριβολογήσει κανείς, ανατρέχοντας στα βιογραφικά του συγγραφέα. Κι όταν αναφέρονται δώδεκα ή δεκατρία βραβεία, μετράει κανείς μόνο τα αυστριακά και γερμανικά, στα οποία επικεντρώνονται τα κείμενα, ή και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά; Σύγχυση προκαλεί και ο πίνακας περιεχομένων, όπου, ως τίτλοι των κειμένων, αναγράφονται μόνο οι τίτλοι των βραβείων, που, για τον έλληνα αναγνώστη, είναι ελάχιστα έως καθόλου κατατοπιστικοί. Ευπρόσδεκτες θα ήταν κάποιες πληροφορίες περί των εν λόγω βραβεύσεων, που θα μπορούσαν να δοθούν και ως υποσελίδιες σημειώσεις. Αναγκαία, πάντως, δείχνει η προσθήκη στους τίτλους του έτους απονομής και του βραβευθέντος έργου. Αν μη τι άλλο, ως ένας ελάχιστος αναγνωστικός μπούσουλας. Όταν, μάλιστα, σε κάποια κείμενα ο συγγραφέας δεν μνημονεύει το έργο για το οποίο βραβεύεται. Αυτή η εντύπωση της προχειρότητας εντείνεται από την λεκτική απόδοση και τις ασάφειες που παρεισφρέουν. Λ.χ., τι σημαίνει “λέκτορας” σε εκδοτικό οίκο; Κατά τα άλλα, μια δημοσιογραφίζουσα γλώσσα μάλλον δεν καλύπτει τις ανάγκες ενός πεζογράφου της τάξης του Μπέρνχαρντ.
Δεκατρία είναι συνολικά τα κείμενα του βιβλίου και αφορούν εννέα βραβεύσεις, τρεις ομιλίες που εκφώνησε σε τρεις από αυτές και το κείμενο της παραίτησής του από την Αυστριακή Ακαδημία για τη Γλώσσα και την Ποίηση. Αν τα αναδιατάξουμε κατά τη χρονολογική σειρά απονομής των βραβείων έχουμε: Τρία βραβεία για το πρώτο πεζογραφικό του βιβλίο, το «Παγετός» (έχει αποδοθεί παλαιότερα ως «Παγωνιά»), που εκδόθηκε το 1963. Το βραβείο Ιούλιου Κάμπε, το 1964, το Λογοτεχνικό Βραβείο του Ελεύθερου και Χανσεατικού Δήμου της Βρέμης, το 1965, και το Αυστριακό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το 1967. Το κείμενο για το πρώτο είναι το εκτενέστερο, καθώς πρόκειται για την πρώτη του βράβευση, με αφορμή την οποία δίνει την πρώτη του συνέντευξη και μπαίνει για πρώτη φορά η φωτογραφία του σε εφημερίδα. Παρόλο που εκφράζει και σε αυτό, τα συνήθη αισθήματα κατωτερότητας και την γνωστή φυγοκοσμία του, μάλλον καμαρώνει παρά εκφράζει ταπείνωση. Ύστερα, υπολήπτεται τον Ιούλιο Κάμπε, εκδότη του Χάινριχ Χάινε, και αγαπά την πόλη του Αμβούργου, όπου έχει την έδρα του ο εκδοτικός οίκος και όπου γίνεται η απονομή. Το κείμενο συνεχίζει και μετά τη βράβευση, καθώς αφηγείται πώς, με το χρηματικό έπαθλο, απέκτησε το πρώτο του αυτοκίνητο, με το οποίο είχε το πρώτο του αυτοκινητιστικό ατύχημα με υπαιτιότητα ενός Γιουγκοσλάβου, από το οποίο πήρε την πρώτη του αποζημίωση και αγόρασε ένα δεύτερο αυτοκίνητο.
Τη δεύτερη βράβευση την παρουσιάζει σαν φιάσκο, σε μια πόλη, που, από την πρώτη στιγμή, σιχάθηκε. Απορεί κανείς, όταν πρόκειται για την χαριτωμένη Βρέμη. Η επίφαση του κωμικού υπάρχει σε όλα τα κείμενα, εντείνεται, όμως, όταν αναφέρεται στην προετοιμασία μιας ομιλίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρουσιάζει ενδιαφέρον η σύγκριση του τρόπου που περιγράφει ότι την εμπνεύστηκε και την έγραψε, καλλιεργώντας την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα συνονθύλευμα τυχαίων παρατηρήσεων, με το ίδιο το κείμενο της ομιλίας, που είναι μεν σύντομο, αλλά ειρωνεύεται την δήθεν επιστημονική πρόοδο και την ανθρώπινη μεγαλομανία, για να καταλήξει στην υπαρξιακή “παγωνιά”. Μια ομιλία, που έρχεται ως συνέχεια του βραβευμένου έργου, «Παγωνιά», και η οποία θα απαιτούσε κανονικά μακρά προετοιμασία. Στο ίδιο κείμενο αφηγείται πως, με το έπαθλο, αγόρασε το πρώτο του σπίτι. Ένα εγκαταλελειμμένο οίκημα, σε μια έρημη τοποθεσία, που ταίριαζε περισσότερο για κατοικία φαντασμάτων. Κι όμως, αυτό αποτέλεσε το μόνο δικό του σπίτι. Εκεί, ανάμεσα στους τέσσερις γυμνούς τοίχους, έστησε τους μονολόγους του, και σε αυτό πέθανε. Τελειώνει, περιγράφοντας πώς, ως κριτής, το επόμενο έτος, για το ίδιο βραβείο, πρότεινε τον Ελία Κανέττι, τον οποίο δεν βράβευσαν, γιατί ήταν εβραϊκής καταγωγής, ενώ βράβευσαν έναν τελείως άγνωστο, που, εκ των υστέρων, αποδείχθηκε ότι και εκείνος ήταν εβραϊκής καταγωγής.
Το τρίτο βραβείο για το πρώτο βιβλίο του ήταν το κρατικό. Όπως φαίνεται, τα Αυστριακά Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας έχουν ένα μεγάλο βραβείο για το σύνολο του έργου και ένα μικρό, το οποίο απονέμεται για ένα συγκεκριμένο βιβλίο, που έχει υποβάλει ο ίδιος ο συγγραφέας. Όπως συνέβαινε παλαιότερα και με τα δικά μας Κρατικά Βραβεία, αυτό απονέμεται, κυρίως, σε νέους λογοτέχνες, ενώ ο Μπέρνχαρντ ήταν ήδη τριανταπεντάρης. Την υποψηφιότητα, όμως, δεν την είχε υποβάλει ο ίδιος, αλλά ο ετεροθαλής αδελφός του, που γνώριζε την κακή οικονομική του κατάσταση. Αυτό το βραβείο αποτέλεσε την κορύφωση της ταπείνωσής του. Πρώτον, γιατί έφερε τον χαρακτηρισμό μικρό και δεύτερον, γιατί ο υπουργός Πολιτισμού, ήταν ένας αδαής, που είχε εξίσου αδαείς συμβούλους, με αποτέλεσμα να ανακατώσει τα βιογραφικά του και να τον αναφέρει ως Ολλανδό. Και πάλι είχε ετοιμάσει, όπως διατείνεται, μια σύντομη και ανώδυνη ομιλία, που, όμως, προκάλεσε σκάνδαλο, με την αποχώρηση του Υπουργού και όλων των επισήμων. Η ομιλία παρατίθεται και μάλλον δικαιώνει τους αυστριακούς επιφανείς. Μεταξύ άλλων διακήρυττε: “Το κράτος είναι ένα δημιούργημα καταδικασμένο μόνιμα στην αποτυχία, ο λαός ένα άλλο μόρφωμα καταδικασμένο αδιάκοπα στην αχρειότητα και την άνοια… Είμαστε Αυστριακοί… Είμαστε αξιοθρήνητοι…”
Τον ίδιο χρόνο, το 1967, του απονέμονται δυο ακόμη διακρίσεις για το δεύτερο πεζογραφικό του έργο, το «Ταραχή»: η τιμητική διάκριση της Πολιτιστικής Επιτροπής του Συνδέσμου Γερμανών Βιομηχάνων και το βραβείο του Συνδέσμου Αυστριακών Βιομηχάνων. Η δεύτερη, ωστόσο, βράβευση ακυρώθηκε, γιατί είχε προγραμματιστεί να γίνει μια εβδομάδα μετά την απονομή του “Μικρού” Κρατικού Βραβείου και πάλι, από τον Υπουργό, που δεν ήθελε να ακούσει ούτε το όνομα Μπέρνχαρντ. Ακολουθεί, το 1970, το μόνο ευρύτερα γνωστό βραβείο, το Βραβείο Γκέοργκ Μπύχνερ, που του απονέμεται για το τρίτο πεζογραφικό του έργο, «Το ασβεστοκάμινο». Η ομιλία, που εκφωνεί, είναι η τρίτη ομιλία, που δημοσιεύεται στο βιβλίο, και η οποία, από ότι γράφει, ενόχλησε μόνο λόγω της συντομίας της. Μαζί του τιμάται και ο Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, ένας από τους μεγαλύτερους γερμανούς φυσικούς, στον οποίο οφείλουμε τη θεωρία της συμπληρωματικότητας. Κατά το δείπνο που ακολούθησε, ο νομπελίστας φυσικός επέμενε να τον ρωτάει, γιατί οι συγγραφείς βλέπουν μονίμως τα πάντα τόσο μαύρα! Παρεμπιπτόντως, η μεταφραστική διατύπωση ότι ο Χάιζενμπεργκ πήρε “βραβείο επιστημονικής πρόζας” είναι τουλάχιστον ατυχής.
Σε όλα τα κείμενα, που έχουν και λανθάνουσα μορφή θεατρικού, πρωταγωνιστεί δίπλα του η “θεία” του, όπως αποκαλεί την μεγάλη φίλη του, Χέντυ Σταβιανίτσεκ, που γνώρισε το 1949 στο σανατόριο και παρέμειναν σύντροφοι μέχρι τον θάνατό της, το 1984. Η αγέρωχη και σώφρων στάση της εξισορροπεί τη δική του συμπεριφορά, την οποία συχνά περιγράφει ως παρανοϊκή.
Το 1971, βραβεύεται για το πρώτο θεατρικό του, το «Μια γιορτή για τον Μπόρις». Αυτό το κείμενο προτάσσεται στο βιβλίο. Ίσως, ο Μπέρνχαρντ να το θεώρησε το πιο κωμικό, καθώς εστιάζει στο κουστούμι που αγοράζει μια ώρα πριν την απονομή και μια ώρα μετά, το αλλάζει με άλλο, ένα νούμερο μεγαλύτερο. Ενώ, το 1972, τιμάται για το τρίτο θεατρικό του, «Ο Αδαής και ο Τρελός». Είναι το Βραβείο Φραντς Τέοντορ Τσόκορ, ενός φιλοσόφου και δραματουργού, που ήταν φίλος του παππού του και η αφήγηση προσθέτει σελίδες στην Αυτοβιογραφία του. Τέλος, το 1976, του απονέμεται το Λογοτεχνικό Βραβείο του Ομοσπονδιακού Επιμελητηρίου για το «Υπόγειο», που είναι ο δεύτερος τόμος της Αυτοβιογραφίας του.
Όλα τα κείμενα έχουν ανάλαφρο τόνο, ακόμη και όταν περιγράφουν έναν θάνατο. Σε μια βράβευσή του, κατά την οποία συμβαίνουν ποικίλες παρατυπίες, ένας φίλος του, μέλος της Κριτικής Επιτροπής δεν διαμαρτύρεται ούτε παραιτείται, με τη δικαιολογία ότι έχει ανάγκη την προβλεπόμενη για τη συμμετοχή του στην Επιτροπή αμοιβή. Ωστόσο, λίγο αργότερα, κρεμιέται από τον γάντζο της εξώπορτας του σπιτιού του. Διαβάζοντας τα κείμενά του για τα βραβεία, βρήκαμε πολλά σημεία, που θυμίζουν τα καθ’ ημάς. Σε εμάς ορισμένοι έχουν παραιτηθεί, αλλά σιωπηλά χωρίς να διαμαρτυρηθούν. Αυτοχειρία, πάντως, δεν έχει καταγραφεί στα χρονικά κανενός ελληνικού βραβείου, παρόλο που μικρές ή μεγάλες παρατυπίες δεν λείπουν.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 16/1/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου