«Η έπαυλις “Μόντε-Χρίστο”
Τρεις ημέρες στην οικία
του κυρίου Αλέξανδρου Δουμά»
Μετάφραση, εισαγωγή, επίμετρο:
Θόδωρος Κατσικάρος
Εκδόσεις: Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Νοέμβριος 2010
Κατά το δεύτερο μισό του προπερασμένου αιώνα, τέσσερις γάλλοι συγγραφείς, σχεδόν συνομήλικοι, γεννημένοι εντός μιας τριετίας στο γύρισμα του 18ου προς τον 19ο αιώνα, ήλκυσαν το ενδιαφέρον ελλήνων λογίων και κοινού, εντός της χώρας αλλά και εκτός, σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη. Σε ηλικιακή παράταξη, πρόκειται για τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ, ένα χρόνο μικρότερο του Σολωμού, τον Βίκτωρα Ουγκώ και τον Αλέξανδρο Δουμά, συνομήλικους του Ιάκωβου Πιτσιπιού, και τον Ευγένιο Σύη, ένα χρόνο μικρότερο του Αλέξανδρου Σούτσου. Αυτοί, ουσιαστικά, αποτέλεσαν για τους έλληνες λογίους της εποχής το πρότυπο του μυθιστοριογράφου. Πρωτοπόρος, πάντως, κατά την “εισβολή” στα καθ’ ημάς του γαλλικού μυθιστορήματος, στάθηκε ο Δουμάς. Γνωστός και ως Δουμάς πατήρ, αφού ευτύχησε ένα από τα παιδιά του να κληρονομήσει το συγγραφικό του ταλέντο. Επειδή, μάλιστα, επρόκειτο για ένα από τα τέσσερα τέκνα του ελεύθερου έρωτα, που απέκτησε, η μητέρα του, σαν μια ελάχιστη κατοχύρωση της πατρότητας, τον βάφτισε Αλέξανδρο. Πρόκειται για τον Δουμά υιό. Κι αυτός υπήρξε ένας γόνιμος συγγραφέας, που έγραψε, μεταξύ πλείστων άλλων, και την «Κυρία με τις καμελίες».
Ο Δουμάς πατήρ, λοιπόν, είναι ο πρώτος της τετράδας, που μεταφράστηκε ελληνικά, προηγούμενος ακόμη και του κατά μια γενιά πρεσβύτερού του, άγγλου μυθιστοριογράφου, Ουώλτερ Σκωτ. Τη διετία 1845-46, μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν οι τρεις τόμοι του «Κόμη του Μόντε-Χρίστο», πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι του πρωτότυπου, ενώ ο «Ιβανόης» του Σκωτ, που είχε εκδοθεί το 1819, μεταφράστηκε μόλις το 1847. Την μετάφραση του «Κόμη του Μόντε-Χρίστο» ακολούθησαν «Οι τρεις σωματοφύλακες», που είχαν εκδοθεί ένα χρόνο νωρίτερα, το 1844. Εκτός, όμως, από αυτήν την πρωτιά, ο Δουμάς πατήρ έμεινε και ως ο πλέον δημοφιλής, καλύπτοντας το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με πλήθος μυθιστορήματά του στην ελληνική, που γνώρισαν πολλαπλές εκδόσεις. Τα πρώτα χρόνια, τον ακολουθούσε κατά πόδας ο Σύης με τα πολύτομα μυθιστορήματά του. Εκείνος, όμως, έμεινε στον 19ο, ενώ τα μυθιστορήματα του Δουμά πατρός αποδείχθηκαν αιωνόβια, φθάνοντας μέχρι και τον τρέχοντα αιώνα. Λίγο αργότερα άρχισαν να μεταφράζονται τα θεατρικά και τα μυθιστορήματα του Ουγκώ, αλλά, συν τω χρόνω, κέρδισε έδαφος. Όσο για τον Μπαλζάκ, στον προπερασμένο αιώνα απασχόλησε μόνο τους λογίους. Η δική του ώρα ήρθε αργότερα. Άλλωστε, είναι εκείνος από την τετράδα, που κυριάρχησε στο χώρο της λογοτεχνίας, στον οποίο διασώθηκε και ο Ουγκώ, ενώ ο Δουμάς πατήρ έμεινε στις οριακές περιπτώσεις. Πάντως, στις 24 Ιουλίου 2002, κατά τη συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από τη γέννησή του, η σορός του μεταφέρθηκε στο παρισινό Πάνθεον, δίπλα στους Ουγκώ και Ζολά. Στην τελετή, ο τότε πρόεδρος Σιράκ δεν μίλησε για ένα μεγάλο λογοτέχνη αλλά για τον συγγραφέα, που μας κάνει να ονειρευόμαστε ότι είμαστε νέοι Ντ’ Αρντανιάν και Κόμητες του Μόντε-Χρίστο.
Στα καθ’ ημάς, ο Δουμάς πατήρ δεν σημείωσε μόνο θριάμβους. Ήταν εκείνος, που στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, κατ’ εξοχήν, αποδοκιμάστηκε ως φορέας των “οθνείων ηθών”. Χωρίς, βεβαίως, αυτό να επηρεάσει την εκδοτική επιτυχία των μυθιστορημάτων του. Τελικά, τα βιβλία του, όπως και εκείνα του Ιούλιου Βερν, καταχωρήθηκαν, ως επί το πλείστον, στα εφηβικά αναγνώσματα. Ίσως, γι’ αυτό, δεν έχει μεταφραστεί, όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, κάποια βιογραφία του, σε αντίθεση με τον Μπαλζάκ, που ακόμη και πρόσφατα μεταφράστηκε μια πολυσέλιδη. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει η ιδιότυπη μυθιστορηματική βιογραφία του θεωρούμενου ως κορυφαίου μελετητή του Δουμά πατρός, του Κλωντ Σοπ, με τον πρωτότυπο τίτλο, «Η έπαυλις “Μόντε-Χρίστο”». Σε αντίθεση με εκείνη του Μπαλζάκ, πρόκειται για ένα βιβλίο, που απευθύνεται σε ευρύ αναγνωστικό κοινό. Κι αυτό, γιατί συνδυάζει τη χάρη του μυθιστορήματος με τα προσόντα του δοκιμίου. Συνδυασμός, που οφείλεται σε τρεις ανθρώπους.
Εν αρχή, στην πληθωρική προσωπικότητα του ιστορικού προσώπου, που βιογραφείται. Ο Δουμάς πατήρ όλα τα έκανε καθ’ υπερβολήν, από το γράψιμο μέχρι τον έρωτα. Με άλλα λόγια, ήταν ένας έτοιμος μυθιστορηματικός ήρωας, όπως και ο Μπαλζάκ, με τον οποίο είχε και πολλά κοινά σημεία. Ήταν και οι δυο σπάταλοι, ταλαιπωρήθηκαν από τους δανειστές τους και στάθηκαν συγγραφικά παραγωγικότατοι. Ο δεύτερος άνθρωπος, που καθόρισε τον χαρακτήρα του βιβλίου, είναι, προφανώς, ο συγγραφέας του και ο τρίτος, ο μεταφραστής του, που είναι και μελετητής του Δουμά πατρός. Το πιθανότερο, σε αυτόν τον τελευταίο να οφείλεται και η επιλογή προς μετάφραση του βιβλίου, που εκδόθηκε στην Γαλλία το 2002. Όπως και να έχει, με την εισαγωγή και το επίμετρο, επεξηγεί, κατ’ αρχήν, τον τίτλο. Γιατί μια μυθιστορηματική βιογραφία του Δουμά πατρός να επικεντρώνεται στην έπαυλή του; Πώς προέκυψε αυτή η έπαυλη σε παρισινό προάστιο και τι σήμαινε για τον εμπνευστή και ιδιοκτήτη της; Δίνει το ιστορικό της έπαυλης, που, σήμερα, είναι μουσείο. Επίσης, παρουσιάζει τον Κλωντ Σοπ, πρόεδρο της Εταιρείας Φίλων Αλέξανδρου Δουμά, εκδότη περιοδικού, με τίτλο, «Τετράδια Δουμά», ο οποίος, τελικά, από αφοσιωμένος μελετητής έγινε και μυθιστοριογράφος, για να αναδείξει πληρέστερα το ερευνητικό του αντικείμενο. Αν και το βασικότερο έργο, που επιτελεί ο μεταφραστής, είναι να διασώζει με την απόδοσή του την αναγνωστική απόλαυση και να την υποβοηθά με εξαντλητικές υποσελίδιες σημειώσεις. Γιατί ο έλληνας αναγνώστης, ακόμη κι αν ανήκει σε εκείνους, που ταξίδεψαν και ονειρεύτηκαν με τα μυθιστορήματα του Δουμά πατρός, δεν μπορεί να θυμάται τα μυθιστορηματικά πρόσωπα των έργων του, ούτε να γνωρίζει τις βιογραφικές λεπτομέρειες του συγγραφέα. Επιπροσθέτως, δίνει πληροφορίες για συμβάντα και πρόσωπα της γαλλικής ιστορίας.
Θυμίζουμε ότι ο Δουμάς πατήρ ξεκίνησε, το 1829, ως θεατρικός συγγραφέας. Δέκα χρόνια αργότερα καταπιάστηκε με τον πεζό λόγο και γνώρισε, ευθύς εξ αρχής, την επιτυχία. Δεν άργησε να γίνει ένας επαγγελματίας μυθιστοριογράφος. Λίγους μήνες μετά την έκδοση του «Κόμη του Μόντε-Χρίστο», στα μέσα του 1846, άρχισε να χτίζει την έπαυλη, που ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1847. Του στοίχισε ένα αστρονομικό ποσό, που υπολογίζεται στα 200.000 φράγκα. Κατά την περιγραφή, πρόκειται για ένα τριώροφο κτίσμα, τετράπλευρου σχήματος, με μεσαιωνικά χαρακτηριστικά. Πάνω από την κεντρική είσοδο, υψώνονται δυο πυργίσκοι, όπου ξεχωρίζει ομοίωμα της κεφαλής του Δουμά πατρός και το οικόσημό του, ενώ σε διακοσμητική κορδέλα, είναι χαραγμένο το απόφθεγμα: «Αγαπώ αυτόν που με αγαπά». Κοντά στην έπαυλη, υπάρχει διώροφος οικίσκος γοτθικού ρυθμού, που περιβάλλεται από τάφρο και επικοινωνεί με γεφυράκι. Ο Δουμάς το αποκαλούσε Κάστρο του Ιφ και το χρησιμοποιούσε αποκλειστικά ως χώρο εργασίας.
Λόγω υπέρμετρης σπατάλης, η έπαυλη βγήκε σε πλειστηριασμό στις 25 Ιανουαρίου 1848 και ο Δουμάς πατήρ αναγκάστηκε να την πουλήσει στο ένα τρίτο του ποσού, που του είχε στοιχίσει. Το 1851, μετά την έξωση του Ναπολέοντα του Γ΄, που ήταν ο προστάτης του, διωκόμενος από τους δανειστές του, κατέφυγε στις Βρυξέλλες. Η έπαυλη άλλαξε πολλά χέρια και χρήσεις. Το 1970, για να διασωθεί από την κατεδάφιση, συστήθηκε η Εταιρεία Φίλων του Δουμά πατρός. Παρεμπιπτόντως, η διάσωση του σπιτιού του Δουμά, η Εταιρεία που συστήθηκε για να προστατεύσει αυτήν και το έργο του, τα «Τετράδια», όπως τιτλοφορείται το περιοδικό του, και ο αφοσιωμένος μελετητής του, θυμίζουν τον Παπαδιαμάντη, που διαθέτει κι αυτός όλα τα σχετικά. Μόνο μια μυθιστορηματική βιογραφία από τον αφοσιωμένο μελετητή του λείπει για να δέσει η παραλληλία.
Κατά τα άλλα, οι βιογραφίες, γνήσιες και μυθιστορηματικές, απλώνονται συνήθως σε ολόκληρο το βίο του βιογραφούμενου, εκτός από ορισμένες, που επικεντρώνονται σε μια αντιπροσωπευτική μέρα της ζωής του. Αντ’ αυτού, ο Σοπ εστίασε σε ένα Σαββατοκύριακο και σε όσα συνέβησαν μέσα σε εκείνες τις δύο ημέρες, τοποθετώντας την οριστική έκβασή τους στη Δευτέρα, που ακολουθεί. Επιλέγει το τριήμερο, 16-18 Οκτωβρίου 1847, όταν ο Δουμάς γράφει το μυθιστόρημα «Δέκα χρόνια αργότερα ή ο Υποκόμης της Βραζελόνης», που άρχισε να δημοσιεύεται σε συνέχειες, σε παρισινή εφημερίδα, από τις 20 Οκτωβρίου 1847 και κράτησε μέχρι τις 12 Ιανουαρίου 1850. Δυο χρόνια αργότερα, δημοσιεύτηκε ο πρώτος τόμος στα ελληνικά, φθάνοντας τους εννέα τόμους, που κυκλοφόρησαν ως παραρτήματα του περιοδικού «Ευτέρπη». Η αφήγηση της κάθε μίας ημέρας αρχίζει από την πρωινή αφύπνιση του Δουμά γύρω στις επτά και φθάνει μέχρι την βραδινή κατάκλιση περί τις έντεκα με δώδεκα. Ενώ, χωρίζεται σε υποκεφάλαια, που παρακολουθούν τις ασχολίες του κατά τις διαφορετικές ώρες της ημέρας. Σταθερή η οπτική γωνία, καταγράφει τις σκέψεις και τις κινήσεις του. Με αυτόν τον τρόπο, ξεδιπλώνεται ο βίος του και ταυτόχρονα, τα αισθήματά του και το πώς αντιλαμβάνεται και αξιολογεί τον κόσμο γύρω του. Την ερωτική του σύντροφο, τον Δουμά υιό, την κόρη του, κι αυτή τέκνο ελεύθερου έρωτα από άλλη μητέρα, το υπηρετικό προσωπικό, που φαίνεται να είναι οι πιο κοντινοί του άνθρωποι, και ακόμη, τον συνεργάτη του στο γράψιμο. Ο Δουμάς πατήρ ποτέ δεν έκρυψε την ύπαρξη συνεργατών, στους οποίους έδινε και μερίδιο από τα συγγραφικά του δικαιώματα. Στο βιβλίο, εμπλέκεται ένας από τους μακροβιότερους, ο Αύγουστος Μακέ. Ήταν ένας φιλόλογος, επιφορτισμένος να συγκεντρώνει το πραγματολογικό υλικό. Συχνά, όμως, έκανε μια πρώτη γραφή του κειμένου και έδινε ιδέες για την πλοκή. Μάλιστα, στη μυθιστορηματική βιογραφία, ο Δουμάς σχολιάζει τις γλωσσικές επιλογές του, ενώ παρατίθεται και παράδειγμα του τρόπου που ξαναγράφει μια περικοπή κεφαλαίου, μεταπλάθοντάς την.
Η βιογραφία του Σοπ δείχνει έναν Δουμά πατήρ συναισθηματικό και ευκολοσυγκίνητο, που του αρέσουν οι ωραίες γυναίκες, τα ακριβού γούστου ρούχα και γενικώς, τα εκλεκτά πράγματα. Εκτός από το γράψιμο, τον ενδιαφέρει και η πολιτική. Διαβάζει εφημερίδες και αποφαίνεται ενδομύχως για την κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Άλλωστε, ένα χρόνο αργότερα, κατέβηκε και δοκιμάστηκε για λίγο στην πολιτική. Στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, δεν φαίνεται να διασκεδάζει. Μόνο γράφει και κάνει έρωτα. Οι πιο ενδιαφέρουσες ώρες είναι εκείνες δυο συναντήσεων: Η πρώτη με μια μικρή, το μεσημέρι του Σαββάτου, σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο. Παραδόξως, κάνοντας έρωτα τον απασχολεί περισσότερο η κυοφορούμενη επανάσταση του 1848 και το αίτημα των εξεγερμένων, που ζητούσαν αμοιβή 10 λουδοβίκεια την ημέρα, ενώ εκείνος πληρωνόταν “ένα φράγκο τη γραμμή”.
Η δεύτερη συνάντηση έγινε την Κυριακή, “κατά το ηλιοβασίλεμα”. Τότε, τον επισκέπτεται ο πρίγκιπας Ναπολέων Βοναπάρτης. Σε αυτήν, οι αναγνώστες, που λάτρεψαν τον μυθιστορηματικό «Κόμη του Μόντε-Χρίστο», μαθαίνουν ότι, σε μια βόλτα, με βάρκα, πριν οκτώ χρόνια, το 1839, ο πρίγκιπας και ο συγγραφέας, ξεκινώντας από το Λιβόρνο, άραξαν σε ένα ερημονήσι, κατοικία άγριων κατσικιών, τη νήσο Μόντε-Χρίστο. Τόσο γοητεύτηκαν, που ο συγγραφέας του υποσχέθηκε να γράψει ένα μυθιστόρημα, που θα έκανε αυτό το ασήμαντο κομμάτι γης της Μεσογείου ξακουστό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τελικά, έκανε το όνομά του διάσημο σε ολόκληρο τον κόσμο. Πολύ όμως αμφιβάλλουμε, αν οι απανταχού αναγνώστες του γνωρίζουν ότι υπάρχει πράγματι ένα νησί με αυτό το μυθιστορηματικό όνομα. Όπως και να έχει, ο μεταφραστής ετοιμάζει νέα απόδοση του μυθιστορήματος, μετά εισαγωγής, επίμετρου και σημειώσεων.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Φωτογραφία: Ο Αλέξανδρος Δουμάς σε φωτογραφικό πορτρέτο του Ναντάρ, 1860.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 23/1/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου