Ο λόγος για ένα από τα γνωστότερα καβαφικά ποιήματα, τα «Τείχη». Δεν θεωρείται το πιο διάσημο, καθώς τα πρωτεία τα κατέχει η «Ιθάκη», είναι, όμως, εκείνο με τις πλέον ασυνήθεις τύχες, εκδοτικές και μεταφραστικές, εάν κρίνουμε με μέτρο την ακολουθούμενη από τον Καβάφη τακτική. Αλλά και εκείνο, που, κατά την αξιολόγησή του, έτυχε διαφορετικής, μάλλον μοναδικής αντιμετώπισης, καθώς από την υψηλή αποδοχή περιέπεσε σχεδόν σε αφάνεια. Συγκαταλεγόμενο αρχικά στα “μεγάλα” ποιήματα του Καβάφη, το 1963, που συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννησή του, έχει ήδη αρχίσει η καθοδική του πορεία. Στα δυο πολυσέλιδα αφιερωματικά τεύχη της «Νέας Εστίας» και της «Επιθεώρησης Τέχνης», αμφότερα με ανθολόγιο ποιημάτων, δεν περιλαμβάνεται στα 22 ποιήματα του πρώτου, αλλά συγκρατείται στα 41 του δεύτερου.
Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1983, με τη συμπλήρωση μισού αιώνα από τον θάνατο του Καβάφη, τείνει προς εξαφάνιση. Στα πολυπληθή αφιερώματα περιοδικών και τις ακόμη πολυπληθέστερες εκδηλώσεις του επετειακού 1983, τα «Τείχη» εξασφαλίζουν μία και μοναδική αναδημοσίευση, κι αυτή εκτός ελλαδικού χώρου. Τη συναντάμε στο έντυπο πρόγραμμα των εκδηλώσεων του Πολιτιστικού Κέντρου Δήμου Λευκωσίας, όπου επιλέγονται δυο ποιήματα από τα εικονογραφημένα της πολυτελούς έκδοσης των Απάντων του 1966. Με τα «Τείχη» ξεκίνησε ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας την εικονογράφηση των εν λόγω Απάντων, ξεχωρίζοντας να εικονογραφήσει 44 ποιήματα από τα συνολικά 154. Της γενιάς του ’30 ο Γκίκας, προτίμησε τα συμβολικά ποιήματα της πρώτης περιόδου και ορισμένα από τα λεγόμενα ιστορικοφανή, κρατώντας και μερικά από τα αμιγώς ερωτικά.
Βασικός λόγος για τον παραμερισμό του στάθηκε η σύνδεση της τύχης του με τα προσωπικά του Καβάφη και μάλιστα, με την ευαίσθητη πτυχή της ερωτικής του ζωής. Τα «Τείχη» ήταν το ποίημα που “συγκλόνισε” τον Ξενόπουλο περισσότερο από κάθε άλλο. Στο πρώτο άρθρο του στα «Παναθήναια», Νοέ. 1903, επαναλαμβάνει πως εκείνος “έχει γράψει πέντε-έξη ποιήματα τόσο έμμορφα, τόσο βαθειά, τόσο μεγάλα, όσο λίγοι ποιητάδες. Κ’ ένα μονάχα θα έφθανε – π.χ., τα «Τείχη».” “Τα περίφημα «Τείχη»”, όπως τα αποκαλεί στην τελευταία του ομιλία 40 χρόνια αργότερα, εξακολούθησαν μέχρι τέλους του βίου του “να τον κατέχουν”. Τα «Τείχη» δεν “ταίριαξαν στη ζωή” μόνο του Ξενόπουλου. Όσο το συμβολικό φορτίο τους έμενε ανοικτό σε διαφορετικές ερμηνείες κέρδιζαν σε απήχηση. Χαρακτηριστική παραμένει η διατύπωση του Άγρα ότι “τα «Τείχη» είν’ ένα σύμβολο πλατειάς έννοιας σε διάφορες σφαίρες”.
Αυτά μέχρι τον Απρ. 1958, που ο Γ. Παπουτσάκης δημοσίευσε την καβαφική “σημείωση” της 9ης Νοε. 1902, στην οποία ο ποιητής, αντί εξομολογήσεως, αρκείτο “να σημειώσει το γράμμα Τ ως σύμβολο του αισθήματός του”. Τότε διατυπώθηκαν διάφορες ερμηνείες, υπερίσχυσε, όμως, εκείνη του Τίμου Μαλάνου, ο οποίος έσπευσε τον επόμενο χρόνο να εκδώσει βιβλίο, υπό μορφή μακράς συνέντευξης προς τον Μαν. Γιαλουράκη, με τίτλο, «Ο Καβάφης του κεφαλαίου “Τ”». Σε αυτό, αποκρούει την ερμηνευτική εκδοχή του Παπουτσάκη, πως πρόκειται για το αρχικό του ονόματος αγαπημένου προσώπου, αντιπροτείνοντας το αρχικό τίτλου ποιήματος. Κατά τον Μαλάνο, το γράμμα “Τ” παραπέμπει στο ποίημα «Τείχη», συμβολίζοντας τα κοινωνικά τείχη, που απέκλειαν τον ποιητή “από τον κόσμο της ερωτικής ομαλότητας”. “Από τότε που δημοσιοποιήθηκε η σημείωση το γράμμα Τ σημαίνει για τους αναγνώστες του τον ομοφυλόφιλο Καβάφη”, αποφαίνεται ο Ρόμπερτ Λίντελ στη βιογραφία Καβάφη, που εκδίδει το 1974. Άρα, κατά τις αποφάνσεις Μαλάνου-Λίντελ, το ποίημα τα «Τείχη» ταυτίζεται με τον ομοφυλόφιλο Καβάφη. Μόνο που αυτή η ερμηνεία οδήγησε αυτόματα στον εννοιολογικό περιορισμό του ποιήματος. Οπότε, με το στένεμα του βιωματικού ορίζοντα, η τύχη του ποιήματος ήταν προδιαγεγραμμένη.
Αν δεχτούμε πως τα «Τείχη» σηματοδοτούν τον κοινωνικό αποκλεισμό των ομοφυλόφιλων, τότε έχουν χάσει το νόημά τους εδώ και καιρό, αφού, τα συναφή κοινωνικά τείχη έχουν προ πολλού πέσει. Ο τελευταίος μεταφραστής απάντων των ποιημάτων του Καβάφη στην αγγλική, Ντανιέλ Μέντελσον, το μόνο σχόλιο που κάνει σχετικά με το ποίημα, είναι πως πρόκειται για ένα από τα πλέον απαισιόδοξα. Δείχνει παράδοξο, το ποίημα που συνδέθηκε με τον ομοφυλόφιλο Καβάφη, σήμερα, που αυτή η πλευρά του προβάλλεται περισσότερο των άλλων, εκείνο να παραγκωνίζεται. Τα «Τείχη» δεν περιλαμβάνονται στα “ερωτικά” του Καβάφη, που τα τελευταία χρόνια παίρνουν την πρώτη θέση εν μέσω των ποιημάτων του στον αγγλόφωνο και γαλλόφωνο κόσμο, καθώς συστήνουν τον Καβάφη που συγκινεί μία καινούρια πλειοψηφία. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, για “τις γκέι κοινότητες της Μ. Βρετανίας και των Η.Π.Α.”, που γνωρίζουν τον Καβάφη από τα 14 “ερωτικά” του, τα οποία επέλεξε και εικονογράφησε ο Ντέιβιντ Χόκνεϋ, τα κοινωνικά τείχη είχαν αρχίσει να πέφτουν, οπότε και τα «Τείχη» τούς ήταν μάλλον αδιάφορα. Σήμερα, φαίνεται να δημιουργούν έως και απώθηση στη διεθνή κοινότητα των ομοφύλων, όπως προτιμούν να αυτοαποκαλούνται.
Το ποίημα «Τείχη» είχε ξεχωριστή πορεία, με κάποιες αξιομνημόνευτες αποκλειστικότητες και πρωτιές. Δεν δημοσιεύτηκε πρώτα σε κάποιο περιοδικό ή εφημερίδα, αλλά τυπώθηκε σε φυλλάδιο. Συγκεκριμένα, αποτέλεσε μόνο του το δεύτερο στη σειρά φυλλάδιο, του 1897. Είχε προηγηθεί, το 1891, το μονόφυλλο, επίσης με ένα μόνο ποίημα, το «Κτίσται». Το τύπωμα, όμως, του πρώτου φυλλαδίου συνδέθηκε με τη δημοσίευση του ποιήματος σε αθηναϊκό περιοδικό. Είτε το φυλλάδιο είχε προηγηθεί της δημοσίευσης είτε είχε ακολουθήσει σε απόσταση μηνός (μένει αδιευκρίνιστο), το τύπωμά του εικάζεται πως ήταν απόρροια της ικανοποίησης του Καβάφη από την πρώτη εμφάνισή του σε ελλαδικό έντυπο.
Το δεύτερο φυλλάδιο είναι δίφυλλο χωρίς λευκές σελίδες, όπως το επόμενο, ένα χρόνο μετά. Σε αυτό, το ποίημα συνοδεύεται από τη μετάφρασή του. Τα «Τείχη» είναι το μοναδικό ποίημα, τουλάχιστον ζώντος του Καβάφη, που τυπώθηκε αυτοτελώς και αντικριστά με τη μετάφρασή του. Όπου, αυτή, με τη σειρά της, ήταν η πρώτη δημοσιευθείσα μετάφραση καβαφικού ποιήματος. Μεταφραστής ο Τζων-Κωνσταντίνος Καβάφης, ο έβδομος γιος και το όγδοο παιδί της οικογένειας Καβάφη, ένα χρόνο και οκτώ μήνες μεγαλύτερος του βενιαμίν Κωνσταντίνου. Είναι ο πρώτος μεταφραστής του Καβάφη. Στο Αρχείο Καβάφη σώθηκαν οι μεταφράσεις του από 63 ποιήματα, όλες, πλην της πρώτης, παρέμειναν αδημοσίευτες μέχρι την έκδοσή τους, το 2003, σε βιβλίο από τον Μανόλη Σαββίδη .
Ο Γ.Π.Σαββίδης θέτει το διττό ερώτημα, γιατί ο Καβάφης αποφασίζει να εκδώσει ένα δεύτερο φυλλάδιο και γιατί επιλέγει το συγκεκριμένο ποίημα, ενώ υπάρχουν τα ήδη δημοσιευμένα όπως και αλλά αδημοσίευτα. Πολιορκεί το ερώτημα από την πλευρά του Καβάφη, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα το ρόλο του αδελφού του. Το σκεπτικό του στηρίζεται στη συνολική εικόνα που έχει για τη συνεργασία τους, όπου ο Τζων υστερούσε και λόγω της αποκλειστικά αγγλόγλωσσης παιδείας του. Απόφοιτος αγγλικού σχολείου στην Αγγλία, υπάλληλος αγγλικής επιχείρησης στην Αλεξάνδρεια, εμφανίστηκε ως ποιητής με αγγλικούς στίχους από το 1889 μέχρι τα τέλη του 1896. Η μετάφραση στο φυλλάδιο με ημερομηνία 16 Ιαν. 1897 ήταν και η τελευταία γνωστή δημοσίευσή του. Συνέχισε, πάντως, να μεταφράζει ποιήματα του αδελφού του μέχρι τέλους. Απεβίωσε στις 9 Φεβ. 1923. Από την πρώτη περίοδο, μέχρι το 1899, που η συνεργασία τους ήταν στενότερη, σώζονται “μεταφραστικές υποδείξεις” του Καβάφη. Σύμφωνα πάντα με τον Σαββίδη, εκείνος “έλεγχε εξονυχιστικά τις μεταφράσεις”. Μάλλον πίστευε πως “δεν σήκωναν γιατρειά” και γι’ αυτό δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του ή δεν επεδίωξε άλλη δημοσίευση. Ο επόμενος πάντως μεταφραστής του Καβάφη στην αγγλική θα αργήσει. Είναι ο Γιώργος Βαλασόπουλος, του οποίου οι πρώτες καβαφικές μεταφράσεις δημοσιεύονται στο άρθρο του Φόρστερ το 1919. Στον “κατάλογο ποιημάτων του Καβάφη μεταφρασμένων από εκείνον”, που παρατίθεται στην αλληλογραφία Φόρστερ-Καβάφη, τα «Τείχη» απουσιάζουν.
Έχουμε την εντύπωση πως αυτή η συνολική εικόνα διαφοροποιείται στο ξεκίνημα της συνεργασίας τους. Δεν αποκλείεται να ήταν ο Τζων εκείνος που οδήγησε τον Καβάφη στην τακτική των φυλλαδίων. Το πιθανότερο, εκείνος βρίσκει τα δυο τυπογραφεία, στα οποία τυπώνονται τα πρώτα πέντε φυλλάδια. Το πρώτο, γνωρίζουμε από σημείωση του Καβάφη, ότι τυπώθηκε στου Πενασσών, όπου τυπώνονταν τα αγγλικά περιοδικά στα οποία δημοσίευε ποιήματα ο Τζων, αλλά και δικά του μονόφυλλα. Πρόκειται για το Τυπολιθογραφείο του Β. Πενασσών, που ξεκίνησε το 1883. Στο τρίτο και το πέμπτο φυλλάδιο αναγράφεται το Τυπολιθογραφείο Ι. Κ. Λαγουδάκη. Στο ίδιο θα πρέπει να τυπώθηκαν και τα δυο άλλα, παρότι δεν αναφέρεται τυπογραφείο και για το δεύτερο έχει διατυπωθεί η εικασία πως τυπώθηκε στου Πενασσών. Προς αυτό το συμπέρασμα οδηγεί η τυποτεχνική εικόνα των τεσσάρων φυλλαδίων. Ο Ιωάννης Λαγουδάκης είναι ο πρώτος και ο μόνος, που διατηρούσε από το 1889 Χρωμολιθογραφείο στην Αλεξάνδρεια. Σε αυτό θα πρέπει να τυπώθηκε και το αποχαιρετιστήριο φυλλάδιο του Τζων, μέσα στον Δεκέμβριο του 1896. Ίσως, μάλιστα, οι καλαίσθητες επιδόσεις του νέου τυπογράφου να τον παρακίνησαν σε αυτήν την πρώτη μεταφραστική του απόπειρα.
Κατά τον Σαββίδη, το πρωτότυπο και η μετάφραση δημοσιεύονται “σχεδόν ισότιμα” στο φυλλάδιο. Θα υποστηρίζαμε ισότιμα, αν, μάλιστα, δεν υπερτερεί η μετάφραση. Επίσης, θα υιοθετούσαμε την εικασία που κάνει, ορμώμενος και από “την συγκριτικά εξαιρετική μορφολογική εκζήτηση του φυλλαδίου”, πως η έκδοση έγινε “με πρωτοβουλία όχι του ποιητή αλλά του μεταφραστή”. Ασχέτως αν εκείνος την θεωρεί απίθανη, με βάση τη μετέπειτα μη ενεργό συμμετοχή στα λογοτεχνικά του Τζων. Ας δούμε αυτό το καλλιτεχνικότερο όλων καβαφικό δίφυλλο, που, το πιθανότερο, συνιστά δικό του έργο. Η πρώτη και η τέταρτη σελίδα επέχουν θέση εξωφύλλου και είναι τυπωμένες με κεφαλαιογράμματα κόκκινου χρώματος. Επίσης, με το ίδιο χρώμα είναι τα αρχιγράμματα των στίχων πρωτότυπου και μετάφρασης στις δυο εσωτερικές σελίδες. Είναι, ωστόσο, λίγο μεγαλύτερα τα κόκκινα κεφαλαιογράμματα της μετάφρασης, με τα οποία και αναγράφεται στο άνω δεξιό άκρο της σελίδας, διαγώνια, η λέξη “translation”.
Στην πρώτη σελίδα, δίνονται τα στοιχεία του ποιήματος: «Τείχη» υπό Κωνστ. Καβάφη, μότο από τον Αισχύλο, Αλεξάνδρεια, 1η Σεπτεμβρίου 1896. Στην τέταρτη σελίδα, συμμετρικά αναγράφονται εκείνα της μετάφρασης. Εδώ, υπάρχουν δυο ουσιαστικές παρεμβάσεις του μεταφραστή. Ο τίτλος παραλλάσσει σε «My walls» και το μικρό όνομα του Καβάφη παρατίθεται ολογράφως. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος γραφής της ημερομηνίας εκπόνησης της μετάφρασης: January 16th. / MDCCCXCVII Με τελεία και σε χωριστή γραμμή από κάτω το έτος, θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος να δηλωθεί ταυτόχρονα και το έτος έκδοσης του φυλλαδίου που λάνθανε. Στο ποίημα, η διάταξη των στίχων, αντί των τεσσάρων δίστιχων της τελικής μορφής, γίνεται 2/1/2/1/2. Ανάλογα χωρίζεται η μετάφραση, μόνο που τα ακραία δίστιχα γίνονται τρίστιχα. Αυτό λόγω της παρεμβολής δυο ερωτηματικών φράσεων εντός παρενθέσεως. Στο πρώτο δίστιχο, εκφράζεται απορία για το ποιοι ήταν αυτοί που έχτισαν τα τείχη (who were they?), στο τελευταίο, για το πότε αυτοί ύψωσαν τα τείχη (when were they there?). Να σημειώσουμε πως στην έκδοση των μεταφράσεων του Τζων δεν υπάρχουν ούτε η αλλαγή του τίτλου ούτε οι εμβόλιμες φράσεις. Σύμφωνα με τα βιβλιογραφικά δεδομένα, η συγκεκριμένη μεταφραστική εκδοχή αναδημοσιεύτηκε άπαξ στα «Κυπριακά Γράμματα», Απρίλιο 1954.
Αναμφιβόλως, “τίποτα δεν θα έγινε παρά την γνώμη του Κωνσταντίνου”, όπως τονίζει ο Σαββίδης. Ποιος, όμως, ήταν ο Κωνσταντίνος το φθινόπωρο του 1896; Τότε, ακόμη, τα δυο αδέλφια συγκατοικούσαν υπό τη σκέπη της μητέρας τους, που απεβίωσε στις 4 Φεβ. 1899. Αν και από τις αρχές του 1898, ο Τζων μετακόμισε σε επιπλωμένο διαμέρισμα, αφήνοντας τον Παύλο και τον Κωνσταντίνο “στην γκρίνια της Χαρίκλειας”. Αργότερα, θα απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο, καθώς, από το 1906, εγκαταστάθηκε στο Κάιρο. Τα δυο αδέλφια, από τις 10 Μαΐου μέχρι τις 28 Ιουνίου 1897, ταξίδεψαν σε Παρίσι και Λονδίνο. Από τους μήνες πριν και μετά το ταξίδι σώζονται “σημειώσεις” του Καβάφη, που αντικατοπτρίζουν την άσχημη ψυχολογική του κατάσταση. Από αυτές είναι προφανές ότι τον απασχολεί περισσότερο η υγεία του, που πιστεύει ότι απειλείται από τις σεξουαλικές του συνήθειες εκείνης της εποχής. Πολλά θα αλλάξουν στα αμέσως επόμενα χρόνια, με καταλύτη τον θάνατο της Χαρίκλειας.
Μετά την πρώτη παρουσίαση στο φυλλάδιο, το ποίημα αναδημοσιεύθηκε σε ετήσιο Ημερολόγιο του Καΐρου, του έτους 1901. Σε αυτό, οι περισσότερες συνεργασίες είναι από Ελλαδίτες. Οι επόμενες αναδημοσιεύσεις γίνονται σε άρθρα για τον Καβάφη, με πρώτο εκείνο του Ξενόπουλου. Ακολουθούν, μέχρι το 1925, ο Παύλος Πετρίδης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γιώργος Βρισιμιτζάκης, ο Τέλλος Άγρας, ο Πέτρος Εκάβης. Ο τελευταίος, στη Βιβλιογραφία Δασκαλόπουλου, αναφέρεται ως αταύτιστο ψευδώνυμο. Εδώ, το παράξενο είναι ότι, ενώ ο Καβάφης φαίνεται να μην κυνηγά την αναδημοσίευσή του, οι σημαντικότεροι από όσους αναφέρονται στο έργο του το περιλαμβάνουν σε εκείνα που παραθέτουν δίκην παραδείγματος. Επίσης, επιλέγεται σε δυο αθηναϊκές ανθολογίες νεοελληνικής ποίησης (1924, 1930), με 12 καβαφικά ποιήματα η πρώτη και 13 η δεύτερη. Ακόμη, έχει δυο φορές την τύχη να αποτελέσει πρωτοσέλιδο εντύπου: Δεκέμβριο 1916, στο αλεξανδρινό περιοδικό «Προπύλαια», με σημείωση ότι πρόκειται για την τελική μορφή. Μάρτιο 1921, στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» (επί μία εβδομάδα, 8/3-14/3/1921, δημοσιεύεται σε πρωτοσέλιδο καβαφικό ποίημα). Ο Καβάφης θυμάται τα «Τείχη» το 1926, όταν ξεχωρίζει 12 ποιήματα προς δημοσίευση στο περιοδικό του «Αλεξανδρινή Τέχνη». Και βεβαίως, οι δημοσιογράφοι στις νεκρολογίες τού 1933.
Τέλος, το επετειακό 1943, καίτοι “μέσα σε πόλεμο”, τα «Τείχη» είχαν την εξαιρετική τύχη να τα απαγγείλει δημοσίως ο Άγγελος Σικελιανός σε αθηναϊκή εκδήλωση, μαζί με «Τα άλογα του Αχιλλέως».
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/9/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου