Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Τύχες καβαφικού ποιήματος

Ο λό­γος για έ­να α­πό τα γνω­στό­τε­ρα κα­βα­φι­κά ποιή­μα­τα, τα «Τεί­χη». Δεν θεω­ρεί­ται το πιο διά­ση­μο, κα­θώς τα πρω­τεία τα κα­τέ­χει η «Ιθά­κη», εί­ναι, ό­μως, ε­κεί­νο με τις πλέ­ον α­συ­νή­θεις τύ­χες, εκ­δο­τι­κές και με­τα­φρα­στι­κές,  εάν κρί­νου­με με μέ­τρο την α­κο­λου­θού­με­νη α­πό τον Κα­βά­φη τα­κτι­κή. Αλλά και ε­κεί­νο, που, κα­τά την α­ξιο­λό­γη­σή του, έ­τυ­χε δια­φο­ρε­τι­κής, μάλ­λον μο­να­δι­κής α­ντι­με­τώ­πι­σης, κα­θώς α­πό την υ­ψη­λή α­πο­δο­χή πε­ριέ­πε­σε σχε­δόν σε α­φά­νεια.  Συ­γκα­τα­λε­γό­με­νο αρ­χι­κά στα “με­γά­λα” ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη, το 1963, που συ­μπλη­ρώ­νο­νται ε­κα­τό χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του, έ­χει ή­δη αρ­χί­σει η κα­θο­δι­κή του πο­ρεία. Στα δυο πο­λυ­σέ­λι­δα α­φιε­ρω­μα­τι­κά τεύ­χη της «Νέ­ας Εστίας» και της «Επι­θεώ­ρη­σης Τέ­χνης», αμ­φό­τε­ρα με αν­θο­λό­γιο  ποιη­μά­των, δεν πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στα 22 ποιή­μα­τα του πρώ­του, αλ­λά συ­γκρα­τεί­ται στα  41 του δεύ­τε­ρου. 
Εί­κο­σι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το 1983, με τη συ­μπλή­ρω­ση μι­σού αιώ­να α­πό τον θά­να­το του Κα­βά­φη, τεί­νει προς ε­ξα­φά­νι­ση. Στα πο­λυ­πλη­θή α­φιε­ρώ­μα­τα πε­ριο­δι­κών και τις α­κό­μη πο­λυ­πλη­θέ­στε­ρες εκ­δη­λώ­σεις του ε­πε­τεια­κού 1983, τα «Τεί­χη» ε­ξα­σφα­λί­ζουν μία και μο­να­δι­κή α­να­δη­μο­σίευ­ση, κι αυ­τή ε­κτός ελ­λα­δι­κού χώ­ρου. Τη συ­να­ντά­με στο έ­ντυ­πο πρό­γραμ­μα των εκ­δη­λώ­σεων του Πο­λι­τι­στι­κού Κέ­ντρου Δή­μου Λευ­κω­σίας, ό­που ε­πι­λέ­γο­νται δυο ποιή­μα­τα α­πό τα ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να της πο­λυ­τε­λούς έκ­δο­σης των Απά­ντων του 1966. Με τα «Τεί­χη» ξε­κί­νη­σε ο Χατ­ζη­κυ­ριά­κος-Γκί­κας την ει­κο­νο­γρά­φη­ση των εν λό­γω Απά­ντων, ξε­χω­ρί­ζο­ντας να ει­κο­νο­γρα­φή­σει 44 ποιή­μα­τα α­πό τα συ­νο­λι­κά 154. Της γε­νιάς του ’30 ο Γκί­κας, προ­τί­μη­σε τα συμ­βο­λι­κά ποιή­μα­τα της πρώ­της πε­ριό­δου και ο­ρι­σμέ­να α­πό τα λε­γό­με­να ι­στο­ρι­κο­φα­νή, κρα­τώ­ντας και με­ρι­κά α­πό τα α­μι­γώς ε­ρω­τι­κά.
Βα­σι­κός λό­γος για τον πα­ρα­με­ρι­σμό του στά­θη­κε η σύν­δε­ση της τύ­χης του με τα προ­σω­πι­κά του Κα­βά­φη και μά­λι­στα, με την ευαί­σθη­τη πτυ­χή της ε­ρω­τι­κής του ζωής. Τα «Τεί­χη» ή­ταν το ποίη­μα που “συ­γκλό­νι­σε” τον Ξε­νό­που­λο πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό κά­θε άλ­λο. Στο πρώ­το άρ­θρο του στα «Πα­να­θή­ναια», Νοέ. 1903, ε­πα­να­λαμ­βά­νει πως ε­κεί­νος “έ­χει γρά­ψει πέ­ντε-έ­ξη ποιή­μα­τα τό­σο έμ­μορ­φα, τό­σο βα­θειά, τό­σο με­γά­λα, ό­σο λί­γοι ποιη­τά­δες. Κ’ έ­να μο­νά­χα θα έ­φθα­νε – π.χ., τα «Τεί­χη».” “Τα πε­ρί­φη­μα «Τεί­χη»”, ό­πως τα α­πο­κα­λεί στην τε­λευ­ταία του ο­μι­λία 40 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ε­ξα­κο­λού­θη­σαν μέ­χρι τέ­λους του βίου του “να τον κα­τέ­χου­ν”. Τα «Τεί­χη» δεν “ταί­ρια­ξαν στη ζωή” μό­νο του Ξε­νό­που­λου. Όσο το συμ­βο­λι­κό φορ­τίο τους έ­με­νε α­νοι­κτό σε δια­φο­ρε­τι­κές ερ­μη­νείες κέρ­δι­ζαν σε α­πή­χη­ση. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή πα­ρα­μέ­νει η δια­τύ­πω­ση του Άγρα ό­τι “τα «Τεί­χη» εί­ν’ έ­να σύμ­βο­λο πλα­τειάς έν­νοιας σε διά­φο­ρες σφαί­ρες”.
Αυ­τά μέ­χρι τον Απρ. 1958, που ο Γ. Πα­που­τσά­κης δη­μο­σίευ­σε την κα­βα­φι­κή “ση­μείω­ση” της 9ης Νοε. 1902, στην ο­ποία ο ποιη­τής, α­ντί ε­ξο­μο­λο­γή­σεως, αρ­κεί­το “να ση­μειώ­σει το γράμ­μα Τ ως σύμ­βο­λο του αι­σθή­μα­τός του”. Τό­τε δια­τυ­πώ­θη­καν διά­φο­ρες ερ­μη­νείες, υ­πε­ρί­σχυ­σε, ό­μως, ε­κεί­νη του Τί­μου Μα­λά­νου, ο ο­ποίος έ­σπευ­σε τον ε­πό­με­νο χρό­νο να εκ­δώ­σει βι­βλίο, υ­πό μορ­φή μα­κράς συ­νέ­ντευ­ξης προς τον Μαν. Για­λου­ρά­κη, με τίτ­λο, «Ο Κα­βά­φης του κε­φα­λαίου “Τ”». Σε αυ­τό, α­πο­κρούει την ερ­μη­νευ­τι­κή εκ­δο­χή του Πα­που­τσά­κη, πως πρό­κει­ται για το αρ­χι­κό του ο­νό­μα­τος α­γα­πη­μέ­νου προ­σώ­που, α­ντι­προ­τεί­νο­ντας το αρ­χι­κό τίτ­λου ποιή­μα­τος. Κα­τά τον Μα­λά­νο, το γράμ­μα “Τ” πα­ρα­πέ­μπει στο ποίη­μα «Τεί­χη», συμ­βο­λί­ζο­ντας τα κοι­νω­νι­κά τεί­χη, που α­πέ­κλειαν τον ποιη­τή “α­πό τον κό­σμο της ε­ρω­τι­κής ο­μα­λό­τη­τας”. “Από τό­τε που δη­μο­σιο­ποιή­θη­κε η ση­μείω­ση το γράμ­μα Τ ση­μαί­νει για τους α­να­γνώ­στες του τον ο­μο­φυ­λό­φι­λο Κα­βά­φη”, α­πο­φαί­νε­ται ο Ρό­μπερτ Λί­ντελ στη βιο­γρα­φία Κα­βά­φη, που εκ­δί­δει το 1974. Άρα, κα­τά τις α­πο­φάν­σεις Μα­λά­νου-Λί­ντε­λ, το ποίη­μα τα «Τεί­χη» ταυ­τί­ζε­ται με τον ο­μο­φυ­λό­φι­λο Κα­βά­φη. Μό­νο που αυ­τή η ερ­μη­νεία ο­δή­γη­σε αυ­τό­μα­τα στον εν­νοιο­λο­γι­κό πε­ριο­ρι­σμό του ποιή­μα­τος. Οπό­τε, με το στέ­νε­μα του βιω­μα­τι­κού ο­ρί­ζο­ντα, η τύ­χη του ποιή­μα­τος ή­ταν προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη. 
Αν δε­χτού­με πως τα «Τεί­χη» ση­μα­το­δο­τούν τον κοι­νω­νι­κό α­πο­κλει­σμό των ο­μο­φυ­λό­φι­λων, τό­τε έ­χουν χά­σει το νό­η­μά τους ε­δώ και και­ρό, α­φού, τα συ­να­φή κοι­νω­νι­κά τεί­χη έ­χουν προ πολ­λού πέ­σει. Ο τε­λευ­ταίος με­τα­φρα­στής α­πά­ντων των ποιη­μά­των του Κα­βά­φη στην αγ­γλι­κή, Ντα­νιέλ Μέ­ντελ­σον, το μό­νο σχό­λιο που κά­νει σχε­τι­κά με το ποίη­μα, εί­ναι πως πρό­κει­ται για έ­να α­πό τα πλέ­ον α­παι­σιό­δο­ξα. Δεί­χνει πα­ρά­δο­ξο, το ποίη­μα που συν­δέ­θη­κε με τον ο­μο­φυ­λό­φι­λο Κα­βά­φη, σή­με­ρα, που αυ­τή η πλευ­ρά του προ­βάλ­λε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο των άλ­λων, ε­κεί­νο να πα­ρα­γκω­νί­ζε­ται. Τα «Τεί­χη» δεν πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στα “ε­ρω­τι­κά” του Κα­βά­φη, που τα τε­λευ­ταία χρό­νια παίρ­νουν την πρώ­τη θέ­ση εν μέ­σω των ποιη­μά­των του στον αγ­γλό­φω­νο και γαλ­λό­φω­νο κό­σμο, κα­θώς συ­στή­νουν τον Κα­βά­φη που συ­γκι­νεί μία και­νού­ρια πλειο­ψη­φία. Ήδη α­πό τα τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του ’60, για “τις γκέι κοι­νό­τη­τες της Μ. Βρε­τα­νίας και των Η.Π.Α.”, που γνω­ρί­ζουν τον Κα­βά­φη α­πό τα 14 “ε­ρω­τι­κά” του, τα ο­ποία ε­πέ­λε­ξε και ει­κο­νο­γρά­φη­σε ο Ντέι­βι­ντ Χό­κνεϋ, τα κοι­νω­νι­κά τεί­χη εί­χαν αρ­χί­σει να πέ­φτουν, ο­πό­τε και τα «Τεί­χη» τούς ή­ταν μάλ­λον α­διά­φο­ρα. Σή­με­ρα, φαί­νε­ται να δη­μιουρ­γούν έως και α­πώ­θη­ση στη διε­θνή κοι­νό­τη­τα των ο­μο­φύ­λων, ό­πως προ­τι­μούν να αυ­το­α­πο­κα­λού­νται.   
Το ποίη­μα «Τεί­χη» εί­χε ξε­χω­ρι­στή πο­ρεία, με κά­ποιες α­ξιο­μνη­μό­νευ­τες α­πο­κλει­στι­κό­τη­τες και πρω­τιές. Δεν δη­μο­σιεύ­τη­κε πρώ­τα σε κά­ποιο πε­ριο­δι­κό ή ε­φη­με­ρί­δα, αλ­λά τυ­πώ­θη­κε σε φυλ­λά­διο. Συ­γκε­κρι­μέ­να, α­πο­τέ­λε­σε μό­νο του το δεύ­τε­ρο στη σει­ρά φυλ­λά­διο, του 1897. Εί­χε προ­η­γη­θεί, το 1891, το μο­νό­φυλ­λο, ε­πί­σης με έ­να μό­νο ποίη­μα, το «Κτί­σται». Το τύ­πω­μα, ό­μως, του πρώ­του φυλ­λα­δίου συν­δέ­θη­κε με τη δη­μο­σίευ­ση του ποιή­μα­τος σε α­θη­ναϊκό πε­ριο­δι­κό. Εί­τε το φυλ­λά­διο εί­χε προ­η­γη­θεί της δη­μο­σίευ­σης εί­τε εί­χε α­κο­λου­θή­σει σε α­πό­στα­ση μη­νός (μέ­νει α­διευ­κρί­νι­στο), το τύ­πω­μά του ει­κά­ζε­ται πως ή­ταν α­πόρ­ροια της ι­κα­νο­ποίη­σης του Κα­βά­φη α­πό την πρώ­τη εμ­φά­νι­σή του σε ελ­λα­δι­κό έ­ντυ­πο. 
Το δεύ­τε­ρο φυλ­λά­διο εί­ναι δί­φυλ­λο χω­ρίς λευ­κές σε­λί­δες, ό­πως το ε­πό­με­νο, έ­να χρό­νο με­τά. Σε αυ­τό, το ποίη­μα συ­νο­δεύε­ται α­πό τη με­τά­φρα­σή του. Τα «Τεί­χη» εί­ναι το μο­να­δι­κό ποίη­μα, του­λά­χι­στον ζώ­ντος του Κα­βά­φη, που τυ­πώ­θη­κε αυ­το­τε­λώς και α­ντι­κρι­στά με τη με­τά­φρα­σή του. Όπου, αυ­τή, με τη σει­ρά της, ή­ταν η πρώ­τη δη­μο­σιευ­θεί­σα με­τά­φρα­ση κα­βα­φι­κού ποιή­μα­τος. Με­τα­φρα­στής ο Τζω­ν-Κων­στα­ντί­νος Κα­βά­φης, ο έ­βδο­μος γιος και το ό­γδοο παι­δί της οι­κο­γέ­νειας Κα­βά­φη, έ­να χρό­νο και ο­κτώ μή­νες με­γα­λύ­τε­ρος του βε­νια­μίν Κων­στα­ντί­νου. Εί­ναι ο πρώ­τος με­τα­φρα­στής του Κα­βά­φη. Στο Αρχείο Κα­βά­φη σώ­θη­καν οι με­τα­φρά­σεις του α­πό 63 ποιή­μα­τα, ό­λες, πλην της πρώ­της, πα­ρέ­μει­ναν α­δη­μο­σίευ­τες μέ­χρι την έκ­δο­σή τους, το 2003, σε βι­βλίο α­πό τον Μα­νό­λη Σαβ­βί­δη .  
Ο Γ.Π.Σαβ­βί­δης θέ­τει το διτ­τό ε­ρώ­τη­μα, για­τί ο Κα­βά­φης α­πο­φα­σί­ζει να εκ­δώ­σει έ­να δεύ­τε­ρο φυλ­λά­διο και για­τί ε­πι­λέ­γει το συ­γκε­κρι­μέ­νο ποίη­μα, ε­νώ υ­πάρ­χουν τα ή­δη δη­μο­σιευ­μέ­να ό­πως και αλ­λά α­δη­μο­σίευ­τα. Πο­λιορ­κεί το ε­ρώ­τη­μα α­πό την πλευ­ρά του Κα­βά­φη, θέ­το­ντας σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα το ρό­λο του α­δελ­φού του. Το σκε­πτι­κό του στη­ρί­ζε­ται στη συ­νο­λι­κή ει­κό­να που έ­χει για τη συ­νερ­γα­σία τους, ό­που ο Τζων υ­στε­ρού­σε και λό­γω της α­πο­κλει­στι­κά αγ­γλό­γλωσ­σης παι­δείας του. Από­φοι­τος αγ­γλι­κού σχο­λείου στην Αγγλία, υ­πάλ­λη­λος αγ­γλι­κής ε­πι­χεί­ρη­σης στην Αλε­ξάν­δρεια, εμ­φα­νί­στη­κε ως ποιη­τής με αγ­γλι­κούς στί­χους α­πό το 1889 μέ­χρι τα τέ­λη του 1896. Η με­τά­φρα­ση στο φυλ­λά­διο με η­με­ρο­μη­νία 16 Ιαν. 1897 ή­ταν και η τε­λευ­ταία γνω­στή δη­μο­σίευ­σή του. Συ­νέ­χι­σε, πά­ντως, να με­τα­φρά­ζει ποιή­μα­τα του α­δελ­φού του μέ­χρι τέ­λους. Απε­βίω­σε στις 9 Φεβ. 1923. Από την πρώ­τη πε­ρίο­δο, μέ­χρι το 1899, που η συ­νερ­γα­σία τους ή­ταν στε­νό­τε­ρη, σώ­ζο­νται “με­τα­φρα­στι­κές υ­πο­δεί­ξεις” του Κα­βά­φη. Σύμ­φω­να πά­ντα με τον Σαβ­βί­δη, ε­κεί­νος “έ­λεγ­χε ε­ξο­νυ­χι­στι­κά τις με­τα­φρά­σεις”. Μάλ­λον πί­στευε πως “δεν σή­κω­ναν για­τρειά” και γι’ αυ­τό δεν έ­δω­σε τη συ­γκα­τά­θε­σή του ή δεν ε­πε­δίω­ξε άλ­λη δη­μο­σίευ­ση. Ο ε­πό­με­νος πά­ντως με­τα­φρα­στής του Κα­βά­φη στην αγ­γλι­κή θα αρ­γή­σει. Εί­ναι ο Γιώρ­γος Βα­λα­σό­που­λος, του ο­ποίου οι πρώ­τες κα­βα­φι­κές με­τα­φρά­σεις δη­μο­σιεύο­νται στο άρ­θρο του Φόρ­στερ το 1919. Στον “κα­τά­λο­γο ποιη­μά­των του Κα­βά­φη με­τα­φρα­σμέ­νων α­πό ε­κεί­νο­ν”, που πα­ρα­τί­θε­ται στην αλ­λη­λο­γρα­φία Φόρ­στε­ρ-Κα­βά­φη, τα «Τεί­χη» α­που­σιά­ζουν. 
Έχου­με την ε­ντύ­πω­ση πως αυ­τή η συ­νο­λι­κή ει­κό­να δια­φο­ρο­ποιεί­ται στο ξε­κί­νη­μα της συ­νερ­γα­σίας τους. Δεν α­πο­κλείε­ται να ή­ταν ο Τζων ε­κεί­νος που ο­δή­γη­σε τον Κα­βά­φη στην τα­κτι­κή των φυλ­λα­δίων. Το πι­θα­νό­τε­ρο, ε­κεί­νος βρί­σκει τα δυο τυ­πο­γρα­φεία, στα ο­ποία τυ­πώ­νο­νται τα πρώ­τα πέ­ντε φυλ­λά­δια. Το πρώ­το, γνω­ρί­ζου­με α­πό ση­μείω­ση του Κα­βά­φη, ό­τι τυ­πώ­θη­κε στου Πε­νασ­σών, ό­που τυ­πώ­νο­νταν τα αγ­γλι­κά πε­ριο­δι­κά στα ο­ποία δη­μο­σίευε ποιή­μα­τα  ο Τζων, αλ­λά και δι­κά του μο­νό­φυλ­λα. Πρό­κει­ται για το Τυ­πο­λι­θο­γρα­φείο του Β. Πε­νασ­σών, που ξε­κί­νη­σε το 1883. Στο τρί­το και το πέ­μπτο φυλ­λά­διο α­να­γρά­φε­ται το Τυ­πο­λι­θο­γρα­φείο Ι. Κ. Λα­γου­δά­κη. Στο ί­διο θα πρέ­πει να τυ­πώ­θη­καν και τα δυο άλ­λα, πα­ρό­τι δεν α­να­φέ­ρε­ται τυ­πο­γρα­φείο και για το δεύ­τε­ρο έ­χει δια­τυ­πω­θεί η ει­κα­σία πως τυ­πώ­θη­κε στου Πε­νασ­σών. Προς αυ­τό το συ­μπέ­ρα­σμα ο­δη­γεί η τυ­πο­τε­χνι­κή ει­κό­να των τεσ­σά­ρων φυλ­λα­δίων. Ο Ιωάν­νης Λα­γου­δά­κης εί­ναι ο πρώ­τος και ο μό­νος, που δια­τη­ρού­σε α­πό το 1889 Χρω­μο­λι­θο­γρα­φείο στην Αλε­ξάν­δρεια. Σε αυ­τό θα πρέ­πει να τυ­πώ­θη­κε και το α­πο­χαι­ρε­τι­στή­ριο φυλ­λά­διο του Τζων, μέ­σα στον Δε­κέμ­βριο του 1896. Ίσως, μά­λι­στα, οι κα­λαί­σθη­τες ε­πι­δό­σεις του νέ­ου τυ­πο­γρά­φου να τον πα­ρα­κί­νη­σαν σε αυ­τήν την πρώ­τη με­τα­φρα­στι­κή του α­πό­πει­ρα.
Κα­τά τον Σαβ­βί­δη, το πρω­τό­τυ­πο και η με­τά­φρα­ση δη­μο­σιεύο­νται “σχε­δόν ι­σό­τι­μα” στο φυλ­λά­διο. Θα υ­πο­στη­ρί­ζα­με ι­σό­τι­μα, αν, μά­λι­στα, δεν υ­περ­τε­ρεί η με­τά­φρα­ση. Επί­σης, θα υιο­θε­τού­σα­με την ει­κα­σία που κά­νει, ορ­μώ­με­νος και α­πό “την συ­γκρι­τι­κά ε­ξαι­ρε­τι­κή μορ­φο­λο­γι­κή εκ­ζή­τη­ση του φυλ­λα­δίου”, πως η έκ­δο­ση έ­γι­νε “με πρω­το­βου­λία ό­χι του ποιη­τή αλ­λά του με­τα­φρα­στή”. Ασχέ­τως αν ε­κεί­νος την θεω­ρεί α­πί­θα­νη, με βά­ση τη με­τέ­πει­τα μη ε­νερ­γό συμ­με­το­χή στα λο­γο­τε­χνι­κά του Τζων. Ας δού­με αυ­τό το καλ­λι­τε­χνι­κό­τε­ρο ό­λων κα­βα­φι­κό δί­φυλ­λο, που, το πι­θα­νό­τε­ρο, συ­νι­στά δι­κό του έρ­γο. Η πρώ­τη και η τέ­ταρ­τη σε­λί­δα ε­πέ­χουν θέ­ση ε­ξω­φύλ­λου και εί­ναι τυ­πω­μέ­νες με κε­φα­λαιο­γράμ­μα­τα κόκ­κι­νου χρώ­μα­τος. Επί­σης, με το ί­διο χρώ­μα εί­ναι τα αρ­χι­γράμ­μα­τα των στί­χων πρω­τό­τυ­που και με­τά­φρα­σης στις δυο ε­σω­τε­ρι­κές σε­λί­δες. Εί­ναι, ω­στό­σο, λί­γο με­γα­λύ­τε­ρα τα κόκ­κι­να κε­φα­λαιο­γράμ­μα­τα της με­τά­φρα­σης, με τα ο­ποία και  α­να­γρά­φε­ται στο ά­νω δε­ξιό ά­κρο της σε­λί­δας, δια­γώ­νια, η λέ­ξη “translation”.
Στην πρώ­τη σε­λί­δα, δί­νο­νται τα στοι­χεία του ποιή­μα­τος: «Τεί­χη» υ­πό Κων­στ. Κα­βά­φη, μό­το α­πό τον Αι­σχύ­λο, Αλε­ξάν­δρεια, 1η Σε­πτεμ­βρίου 1896.  Στην τέ­ταρ­τη σε­λί­δα, συμ­με­τρι­κά α­να­γρά­φο­νται ε­κεί­να της με­τά­φρα­σης. Εδώ, υ­πάρ­χουν δυο ου­σια­στι­κές πα­ρεμ­βά­σεις του με­τα­φρα­στή. Ο τίτ­λος πα­ραλ­λάσ­σει σε «My walls» και το μι­κρό ό­νο­μα του Κα­βά­φη πα­ρα­τί­θε­ται ο­λο­γρά­φως. Επί­σης, εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει ο τρό­πος γρα­φής της η­με­ρο­μη­νίας εκ­πό­νη­σης της με­τά­φρα­σης: January 16th. / MDCCCXCVII Με τε­λεία και σε χω­ρι­στή γραμ­μή α­πό κά­τω το έ­τος, θα μπο­ρού­σε να εί­ναι έ­νας τρό­πος να δη­λω­θεί ταυ­τό­χρο­να και το έ­τος έκ­δο­σης του φυλ­λα­δίου που λάν­θα­νε. Στο ποίη­μα, η διά­τα­ξη των στί­χων, α­ντί των τεσ­σά­ρων δί­στι­χων της τε­λι­κής μορ­φής, γί­νε­ται 2/1/2/1/2. Ανά­λο­γα χω­ρί­ζε­ται η με­τά­φρα­ση, μό­νο που τα α­κραία δί­στι­χα γί­νο­νται τρί­στι­χα. Αυ­τό λό­γω της πα­ρεμ­βο­λής δυο ε­ρω­τη­μα­τι­κών φρά­σεων ε­ντός πα­ρεν­θέ­σεως. Στο πρώ­το δί­στι­χο, εκ­φρά­ζε­ται α­πο­ρία για το ποιοι ή­ταν αυ­τοί που έ­χτι­σαν τα τεί­χη (who were they?), στο τε­λευ­ταίο, για το πό­τε αυ­τοί ύ­ψω­σαν τα τεί­χη (when were they there?). Να ση­μειώ­σου­με πως στην έκ­δο­ση των με­τα­φρά­σεων του Τζων δεν υ­πάρ­χουν ού­τε η αλ­λα­γή του τίτ­λου ού­τε οι εμ­βό­λι­μες φρά­σεις. Σύμ­φω­να με τα βι­βλιο­γρα­φι­κά δε­δο­μέ­να, η συ­γκε­κρι­μέ­νη με­τα­φρα­στι­κή εκ­δο­χή α­να­δη­μο­σιεύ­τη­κε ά­παξ στα «Κυ­πρια­κά Γράμ­μα­τα», Απρί­λιο 1954.
Αναμ­φι­βό­λως, “τί­πο­τα δεν θα έ­γι­νε πα­ρά την γνώ­μη του Κων­στα­ντί­νου”, ό­πως το­νί­ζει ο Σαβ­βί­δης. Ποιος, ό­μως, ή­ταν ο Κων­στα­ντί­νος το φθι­νό­πω­ρο του 1896; Τό­τε, α­κό­μη, τα δυο α­δέλ­φια συ­γκα­τοι­κού­σαν υ­πό τη σκέ­πη της μη­τέ­ρας τους, που α­πε­βίω­σε στις 4 Φεβ. 1899. Αν και α­πό τις αρ­χές του 1898, ο Τζων με­τα­κό­μι­σε σε ε­πι­πλω­μέ­νο δια­μέ­ρι­σμα, α­φή­νο­ντας τον Παύ­λο και τον Κων­στα­ντί­νο “στην γκρί­νια της Χα­ρί­κλειας”. Αργό­τε­ρα, θα α­πο­μα­κρυν­θεί α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, κα­θώς, α­πό το 1906, ε­γκα­τα­στά­θη­κε στο Κάι­ρο. Τα δυο α­δέλ­φια, α­πό τις 10 Μαΐου μέ­χρι τις 28 Ιου­νίου 1897, τα­ξί­δε­ψαν σε Πα­ρί­σι και Λον­δί­νο. Από τους μή­νες πριν και με­τά το τα­ξί­δι σώ­ζο­νται “ση­μειώ­σεις” του Κα­βά­φη, που α­ντι­κα­το­πτρί­ζουν την ά­σχη­μη ψυ­χο­λο­γι­κή του κα­τά­στα­ση. Από αυ­τές εί­ναι προ­φα­νές ό­τι τον α­πα­σχο­λεί πε­ρισ­σό­τε­ρο η υ­γεία του, που πι­στεύει ό­τι α­πει­λεί­ται α­πό τις σε­ξουα­λι­κές του συ­νή­θειες ε­κεί­νης της ε­πο­χής. Πολ­λά θα αλ­λά­ξουν στα α­μέ­σως ε­πό­με­να χρό­νια, με κα­τα­λύ­τη τον θά­να­το της Χα­ρί­κλειας.  
Με­τά την πρώ­τη πα­ρου­σία­ση στο φυλ­λά­διο, το ποίη­μα α­να­δη­μο­σιεύ­θη­κε σε ε­τή­σιο Ημε­ρο­λό­γιο του Καΐρου, του έ­τους 1901. Σε αυ­τό, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες συ­νερ­γα­σίες εί­ναι α­πό Ελλα­δί­τες.  Οι ε­πό­με­νες α­να­δη­μο­σιεύ­σεις γί­νο­νται σε άρ­θρα για τον Κα­βά­φη, με πρώ­το ε­κεί­νο του Ξε­νό­που­λου. Ακο­λου­θούν, μέ­χρι το 1925, ο Παύ­λος Πε­τρί­δης, η Γα­λά­τεια Κα­ζα­ντζά­κη, ο Γιώρ­γος Βρι­σι­μιτ­ζά­κης, ο Τέλ­λος Άγρας, ο Πέ­τρος Εκά­βης. Ο τε­λευ­ταίος, στη Βι­βλιο­γρα­φία Δα­σκα­λό­που­λου, α­να­φέ­ρε­ται ως α­ταύ­τι­στο ψευ­δώ­νυ­μο. Εδώ, το πα­ρά­ξε­νο εί­ναι ό­τι, ε­νώ ο Κα­βά­φης φαί­νε­ται να μην κυ­νη­γά την α­να­δη­μο­σίευ­σή του, οι ση­μα­ντι­κό­τε­ροι α­πό ό­σους α­να­φέ­ρο­νται στο έρ­γο του το πε­ρι­λαμ­βά­νουν σε ε­κεί­να που πα­ρα­θέ­τουν δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος. Επί­σης, ε­πι­λέ­γε­ται σε δυο α­θη­ναϊκές αν­θο­λο­γίες νε­ο­ελ­λη­νι­κής ποίη­σης (1924, 1930), με 12 κα­βα­φι­κά ποιή­μα­τα η πρώ­τη και 13 η δεύ­τε­ρη. Ακό­μη, έ­χει δυο φο­ρές την τύ­χη να α­πο­τε­λέ­σει πρω­το­σέ­λι­δο ε­ντύ­που: Δε­κέμ­βριο 1916, στο α­λε­ξαν­δρι­νό πε­ριο­δι­κό «Προ­πύ­λαια», με ση­μείω­ση ό­τι πρό­κει­ται για την τε­λι­κή μορ­φή. Μάρ­τιο 1921, στην α­θη­ναϊκή ε­φη­με­ρί­δα «Ελεύ­θε­ρος Τύ­πος» (ε­πί μία ε­βδο­μά­δα, 8/3-14/3/1921, δη­μο­σιεύε­ται σε πρω­το­σέ­λι­δο κα­βα­φι­κό ποίη­μα). Ο Κα­βά­φης θυ­μά­ται τα «Τεί­χη» το 1926, ό­ταν ξε­χω­ρί­ζει 12 ποιή­μα­τα προς δη­μο­σίευ­ση στο πε­ριο­δι­κό του  «Αλε­ξαν­δρι­νή Τέ­χνη». Και βε­βαίως, οι δη­μο­σιο­γρά­φοι στις νε­κρο­λο­γίες τού 1933.
Τέ­λος, το ε­πε­τεια­κό 1943, καί­τοι “μέ­σα σε πό­λε­μο”, τα «Τεί­χη» εί­χαν την ε­ξαι­ρε­τι­κή τύ­χη να τα α­παγ­γεί­λει δη­μο­σίως ο Άγγε­λος Σι­κε­λια­νός σε α­θη­ναϊκή εκ­δή­λω­ση, μα­ζί με «Τα ά­λο­γα του Αχιλ­λέως». 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/9/2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια: