Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Θη­ρεύο­ντας το ε­ξαι­ρε­τι­κό

Δέ­σποι­να Μπά­τρη
«Ή ό­λοι ή κα­νείς»
Εκδό­σεις Με­ταίχ­μιο
Φεβ. 2015

Το πρώ­το βι­βλίο της Δέ­σποι­νας Μπά­τρη α­πο­τε­λεί την πρώ­τη πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νη συλ­λο­γή ι­στο­ριών, που κυ­κλο­φό­ρη­σε στα κα­θ’ η­μάς. Αυ­τό, ό­σο του­λά­χι­στον α­να­κα­λού­με μέ­σα στις τε­λευ­ταίες δε­κα­ε­τίες. Οι ι­στο­ρίες το­πο­θε­τού­νται στα τέσ­σε­ρα ση­μεία του ο­ρί­ζο­ντα. Για να α­κρι­βο­λο­γού­με, σε πέ­ντε ση­μεία, σε πέ­ντε δια­φο­ρε­τι­κές χώ­ρες και σε τρεις η­πεί­ρους. Αντί­στοι­χα, α­πο­μα­κρυ­σμέ­να χρο­νι­κά εί­ναι με­τα­ξύ τους τα συμ­βά­ντα που α­νι­στο­ρού­νται. Σύμ­φω­να με συ­νέ­ντευ­ξη της συγ­γρα­φέως, έ­ναυ­σμα για να γρα­φούν οι ι­στο­ρίες στά­θη­κε η στά­ση ζωής του πα­τέ­ρα της, στον ο­ποίο και α­φιε­ρώ­νει το βι­βλίο. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, μία ι­στο­ρία, γύ­ρω α­πό έ­να α­τύ­χη­μα, ό­που ε­κεί­νος έ­δει­ξε α­ξιο­θαύ­μα­στη αυ­τα­πάρ­νη­ση, σώ­ζο­ντας τη ζωή ε­νός φί­λου του.
Όπως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται, αυ­τή η υ­πέρ­βα­ση του προ­σω­πι­κού συμ­φέ­ρο­ντος ή και α­πλώς, της προ­σω­πι­κής ά­νε­σης, χά­ριν ε­νός μέ­λους της οι­κο­γέ­νειας ή α­κό­μη και ε­νός ξέ­νου, γι’ αυ­τήν “ως παι­δί α­πο­τε­λού­σε μυ­στή­ριο”. Έτσι, με­τά α­πό χρό­νια, φαί­νε­ται πως έ­βα­λε στό­χο να α­να­κα­λύ­ψει α­πό πού “πη­γά­ζει αυ­τή η δύ­να­μη αυ­το­θυ­σίας”. Άρχι­σε να α­να­ζη­τά­ει αν­θρώ­πους, που να θέ­τουν ιε­ραρ­χι­κά τον ε­αυ­τό τους σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα προς ό­φε­λος των άλ­λων. Κά­νει λό­γο για “ε­ξαν­τλη­τι­κή έ­ρευ­να”, ώ­στε να γειώ­σει, τρό­πον τι­νά, τις ι­στο­ρίες της, με την “α­να­φο­ρά υ­παρ­κτών προ­σώ­πων και συ­ντε­λε­σμέ­νων γε­γο­νό­τω­ν”. Κά­πως έ­τσι ε­ντό­πι­σε “θυ­σίες κα­θη­με­ρι­νών αν­θρώ­πω­ν” και α­φη­γή­θη­κε τις ι­στο­ρίες τους, πλά­θο­ντας κά­θε φο­ρά έ­ναν μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα, που να συν­δια­λέ­γε­ται με το υ­παρ­κτό πρό­σω­πο. Με αυ­τόν τον τρό­πο, η συγ­γρα­φέ­ας δια­τεί­νε­ται πως “φω­τί­ζει” συ­γκε­κρι­μέ­νη κά­θε φο­ρά πτυ­χή του πραγ­μα­τι­κού προ­σώ­που.
Για­τί, ό­μως, α­πο­φά­σι­σε, ει­δι­κά τώ­ρα, να εκ­δώ­σει έ­να βι­βλίο με αυ­τό το θέ­μα; Όπως η ί­δια θέ­λει να το πα­ρου­σιά­ζει, πρό­κει­ται για α­κό­μη έ­να βι­βλίο, που η ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία το ο­φεί­λει εν μέ­ρει στην τρέ­χου­σα κρί­ση. Την ε­πι­θυ­μία της να υ­πο­γραμ­μί­σει την πο­λυ­τι­μό­τη­τα της αυ­τα­πάρ­νη­σης, που φτά­νει στα ό­ρια της αυ­το­θυ­σίας, την συ­σχε­τί­ζει με τον α­το­μι­κι­σμό, που εμ­φα­νί­ζε­ται υ­περ­τρο­φι­κός σε κά­θε δύ­σκο­λη πε­ρίο­δο, έ­να­ντι του φθί­νο­ντος αλ­τρουι­σμού. Η Μπά­τρη δεν το βλέ­πει ως α­να­με­νό­με­νη στά­ση, που υ­πα­γο­ρεύε­ται και α­πό το έν­στι­κτο ε­πι­βίω­σης. Αντι­θέ­τως, πι­στεύει, ό­τι τη λύ­ση στα δύ­σκο­λα δεν τη δί­νει η ε­πι­κέ­ντρω­ση εις ε­αυ­τόν, αλ­λά η υ­πέρ­βα­ση του ε­γώ. Το κα­τά πό­σο τέ­τοιου εί­δους βι­βλία θε­ρα­πεύουν ε­γω­κε­ντρι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές, μέ­νει ζη­τού­με­νο. Το βα­σι­κό εί­ναι πως χαι­ρε­τί­στη­κε α­πό τους πρώ­τους βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές ως α­ξιό­λο­γο, με την πρό­βλε­ψη, μά­λι­στα, ό­τι θα συ­ζη­τη­θεί.
Ας δού­με α­να­λυ­τι­κό­τε­ρα αυ­τές τις ι­στο­ρίες, κα­θώς άλ­λες οι συγ­γρα­φι­κές προ­θέ­σεις και ο συ­χνά ε­ξω­ραϊσμέ­νος τρό­πος πα­ρου­σία­σής τους και άλ­λες οι πραγ­μα­τώ­σεις τους. Κα­τ’ αρ­χήν, με τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό κα­θη­με­ρι­νοί άν­θρω­ποι για ε­κεί­νους που της ε­νέ­πνευ­σαν τις ι­στο­ρίες, δεν εν­νο­εί “αν­θρώ­πους της δι­πλα­νής πόρ­τας”. Εδώ, το κα­θη­με­ρι­νός εί­ναι α­δό­κι­μο, κα­θώς πα­ρα­πέ­μπει σε έ­ναν ο­ποιον­δή­πο­τε ή και μέ­σο κοι­νό χα­ρα­κτή­ρα και ό­χι στις ε­ξαι­ρε­τι­κές πε­ρι­πτώ­σεις χα­ρα­κτή­ρων, ό­πως εί­ναι αυ­τές, που ε­κεί­νη ε­πέ­λε­ξε. Κι αυ­τό, για­τί η “ε­ξαν­τλη­τι­κή έ­ρευ­να”, ό­πως φαί­νε­ται, δεν έ­γι­νε στο κα­θη­με­ρι­νό της πε­ρι­βάλ­λον, αλ­λά στα ε­ξαι­ρε­τι­κά συμ­βά­ντα των ΜΜΕ. Αυ­τό ι­σχύει για τις τέσ­σε­ρις α­πό τις πέ­ντε ι­στο­ρίες, που δια­δρα­μα­τί­ζο­νται ε­κτός Ελλά­δος. Στις δυο α­πό αυ­τές, η α­να­φο­ρά γί­νε­ται σε συ­γκε­κρι­μέ­νο διά­ση­μο υ­παρ­κτό πρό­σω­πο, ε­νώ, στις δυο άλ­λες, πα­ρα­μέ­νει κά­πως αό­ρι­στη. Συ­νά­γε­ται, ω­στό­σο, εμ­μέ­σως, α­πό τα συμ­φρα­ζό­με­να της κά­θε ι­στο­ρίας σε συν­δυα­σμό με την α­ντί­στοι­χη σχε­τι­κή ει­δη­σε­ο­γρα­­φία.
Η συγ­γρα­φέ­ας πι­στεύει πως “η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι πά­ντα πιο εν­δια­φέ­ρου­σα και πρω­τό­τυ­πη α­πό την φα­ντα­σία” αυ­τήν κα­θ’ ε­αυ­τήν. Αυ­τό το ε­πα­λη­θεύουν οι ι­στο­ρίες της, τις ο­ποίες ε­φε­ξής θα α­πο­κα­λού­με διη­γή­μα­τα, ε­φό­σον η ί­δια έ­τσι τις χα­ρα­κτη­ρί­ζει, καί­τοι ε­κτε­νείς, ε­πι­δε­χό­με­νες συ­μπύ­κνω­ση, αλ­λά και μυ­θο­πλα­στι­κό ά­πλω­μα.  Το πρώ­το, λοι­πόν, διή­γη­μα, που, εν μέ­ρει, στη­ρί­ζε­ται σε προ­σω­πι­κές ε­μπει­ρίες, υ­πο­λεί­πε­ται σε εν­δια­φέ­ρον, κυ­ρίως, πά­σχει μορ­φι­κά, δεί­χνο­ντας σε ο­ρι­σμέ­να ση­μεία έλ­λει­ψη α­φη­γη­μα­τι­κής ά­νε­σης. Σε α­ντί­θε­ση με τα άλ­λα τέσ­σε­ρα, που κερ­δί­ζουν τις ε­ντυ­πώ­σεις με την πρω­το­τυ­πία του θέ­μα­τος. Σε αυ­τά, η Μπά­τρη ε­πι­δει­κνύει φα­ντα­σία κα­τά την α­νά­πλα­ση του πρω­το­γε­νούς υ­λι­κού. Τό­ση, μά­λι­στα, που, σε δυο ι­στο­ρίες, υ­περ­βαί­νει τους φραγ­μούς της α­λη­θο­φά­νειας. Όσο για τον α­φη­γη­μα­τι­κό τρό­πο, πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρός. Ενιαία τρι­το­πρό­σω­πη α­φή­γη­ση, με δια­δο­χι­κές αλ­λα­γές ο­πτι­κής γω­νίας α­πό το έ­να ή πε­ρισ­σό­τε­ρα υ­παρ­κτά πρό­σω­πα στο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό. Η α­φή­γη­ση χω­ρί­ζε­ται σε μι­κρά τμή­μα­τα, με τίτ­λους στί­χους α­πό τρα­γού­δι ή κά­ποια πα­ρά­με­τρο, που να κα­τα­δει­κνύει την πα­ρέ­λευ­ση του χρό­νου.
Το βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των ι­στο­ριών εί­ναι η  υ­περ­βάλ­λου­σα συ­γκι­νη­σια­κή φόρ­τι­ση. Από μία ά­πο­ψη, οι δρα­μα­τι­κοί τό­νοι εί­ναι α­να­με­νό­με­νοι. Για να α­πο­τε­λέ­σει έ­να γε­γο­νός εί­δη­ση και μά­λι­στα διε­θνούς εμ­βέ­λειας, θα πρέ­πει κα­τά κα­νό­να να εί­ναι τρα­γι­κής υ­φής, η ο­ποία δη­μο­σιο­γρα­φι­κά διο­γκώ­νε­ται προς το τρα­γι­κό­τε­ρο. Αυ­τοί οι υ­ψη­λοί τό­νοι μπο­ρούν να πα­ρα­σύ­ρουν έ­ναν συγ­γρα­φέα, ι­διαί­τε­ρα τον νέο στη συγ­γρα­φι­κή τέ­χνη, προς μία με­λο­δρα­μα­τι­κή α­να­διή­γη­ση. Αν και αυ­τό δεν α­πο­τε­λεί αυ­το­νό­η­τα συγ­γρα­φι­κή α­δυ­να­μία. Μπο­ρεί, συ­νή­θως, να α­πο­δί­δε­ται σε ό,τι α­πο­κα­λεί­ται πα­ρα­λο­γο­τε­χνία, αλ­λά, χά­ρις σε πα­ρό­μοια, τρό­πον τι­νά, μειο­νε­κτή­μα­τα, το βι­βλίο δια­δί­δε­ται “α­πό στό­μα σε στό­μα”, που ση­μαί­νει πως α­ρέ­σει σε έ­να πλα­τύ­τε­ρο, κυ­ρίως γυ­ναι­κείο, κοι­νό. Και οι ι­στο­ρίες της Μπά­τρη, κα­θώς στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό σχέ­σεις ε­ρω­τι­κές ή και οι­κο­γε­νεια­κές, δια­θέ­τουν ε­κεί­νο το εί­δος του πά­θους ή και της α­πελ­πι­σίας, που συ­γκι­νεί.
Το πρώ­το διή­γη­μα εν­σω­μα­τώ­νει την ι­στο­ρία του πα­τέ­ρα της συγ­γρα­φέως και έ­χει ως τίτ­λο τα δι­κά του λό­για, που α­πο­τέ­λε­σαν και τον τίτ­λο του βι­βλίου. Εί­ναι το μό­νο, που το­πο­θε­τεί­ται στην Ελλά­δα. Αν και δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται η πό­λη, θα μπο­ρού­σε να συμ­βαί­νει στην Αθή­να και τα πε­ρί­χω­ρά της, ε­νώ η πα­ρά­πλευ­ρη ι­στο­ρία του πα­τέ­ρα της γυ­ναί­κας που α­πο­τε­λεί τον κε­ντρι­κό χα­ρα­κτή­ρα του διη­γή­μα­τος, δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στην Μα­κρό­νη­σο. Όπως και στο πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα του Δη­μή­τρη Φύσ­σα, πρό­κει­ται για εκ­δρο­μή στο νη­σί. Όχι, ό­μως, ό­πως σε ε­κεί­νο, για ε­πί­σκε­ψη στον ι­στο­ρι­κό τό­πο, αλ­λά για κυ­νή­γι. Κα­μιά “δε­κα­ριά ά­το­μα” πη­γαί­νουν εκ­δρο­μή με καΐκι, “ό­λοι νέ­οι, νιό­πα­ντροι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι με μω­ρά παι­διά”. Ανέ­κα­θεν γε­μά­το ο­χιές το νη­σί, τσί­μπη­σαν έ­ναν, την ί­δια ώ­ρα που ση­κώ­θη­κε αέ­ρας. Μπρο­στά στο “μπου­ρί­νι”, ο κα­πε­τά­νιος και ό­λη η ο­μά­δα των εκ­δρο­μέων σταύ­ρω­σαν τα χέ­ρια. Μό­νο ο πα­τέ­ρας, με την α­πει­λή του ό­πλου, έ­δω­σε το σύν­θη­μα, “Ή ό­λοι ή κα­νείς”. Έτσι, γύ­ρι­σαν χω­ρίς α­βα­ρίες, σώ­ζο­ντας και τον φι­δια­σμέ­νο φί­λο τους.
Την ι­στο­ρία την διη­γεί­ται δυο και πλέ­ον δε­κα­ε­τίες αρ­γό­τε­ρα, έ­νας φί­λος του πα­τέ­ρα της γυ­ναί­κας. Εκεί­νη την α­να­κα­λεί σε μία δύ­σκο­λη ώ­ρα. Βρί­σκε­ται στο μαιευ­τή­ριο, έ­χο­ντας γεν­νή­σει έ­να νε­κρό βρέ­φος. Η πε­ρι­γρα­φή της πε­ρι­βάλ­λου­σας χαρ­μό­συ­νης α­τμό­σφαι­ρας έ­να­ντι της δι­κής της θλί­ψης, καί­τοι σχοινοτενής, δεν ε­πι­τυγ­χά­νει να εν­σω­μα­τώ­σει την πα­τρι­κή πε­ρι­πέ­τεια σε μία συ­νειρ­μι­κή δια­δο­χή. Την α­πο­δυ­να­μώ­νει, μά­λι­στα, κα­θώς την ε­ναλ­λάσ­σει με μία πα­λαιό­τε­ρη ι­στο­ρία που συ­νέ­βη στην ί­δια. Τό­τε, α­πό δι­κή της α­μέ­λεια, ο σκύ­λος της εί­χε βρει τρα­γι­κό θά­να­το. Ο τρό­πος που πα­ρα­τί­θε­νται α­να­μνή­σεις και ε­νο­χές, πη­δώ­ντας α­πό τη μία ι­στο­ρία στην άλ­λη, δεί­χνει μη­χα­νι­στι­κός, μό­νο και μό­νο για να φα­νεί η ε­γωι­στι­κή νοο­τρο­πία της γυ­ναί­κας. Όσο για την ε­ξο­μοίω­ση της α­γά­πης προς τον σκύ­λο και το βρέ­φος, έ­χει την ζέ­ση των ση­με­ρι­νών φι­λό­ζωων, σε α­κραία έκ­φαν­ση. Όπως και να έ­χει, το διή­γη­μα δεν κα­τορ­θώ­νει να α­πο­τυ­πώ­σει τη γυ­ναι­κεία ψυ­χο­λο­γία. Πώς εί­ναι δυ­να­τό, πριν με­ρι­κές ώ­ρες να έ­χει χά­σει το βρέ­φος, που κυο­φό­ρη­σε ε­πί εν­νέα μή­νες, και μό­νο με την α­νά­μνη­ση της θαρ­ρα­λέ­ας στά­σης του πα­τέ­ρα της, να αρ­χί­σει να ντύ­νε­ται και να βά­φε­ται, έ­τοι­μη να α­να­χω­ρή­σει α­πό την κλι­νι­κή με τον σύ­ντρο­φό της, που ο­σο­νού­πω θα ερ­χό­ταν να την πά­ρει. Όπου, υ­πο­τί­θε­ται ό­τι ε­κεί­νος, ως πα­τέ­ρας του νε­κρού βρέ­φους, πα­ρέ­μει­νε πα­ντε­λώς α­μέ­το­χος. Ως προς αυ­τό το τε­λευ­ταίο, μέ­νει ζη­τού­με­νο κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για ε­ντύ­πω­ση, που δη­μιουρ­γεί­ται α­πό τη συγ­γρα­φέα η­θε­λη­μέ­να  ή α­πό α­φη­γη­μα­τι­κή α­δε­ξιό­τη­τα.
Στη σει­ρά πα­ρά­τα­ξης των διη­γη­μά­των στο βι­βλίο, το ε­πό­με­νο διή­γη­μα δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στα βου­νά της Βό­ρειας Αλβα­νίας. Η υ­πό­θε­ση πλέ­κε­ται γύ­ρω α­πό το έ­θι­μο της σό­τας, ά­με­σα συ­σχε­τι­σμέ­νο με το νό­μο του αί­μα­τος. Δη­λα­δή τη βε­ντέ­τα, που α­πα­ντά­ται και στην Κρή­τη και η ο­ποία ο­ρί­ζει, στην πε­ρί­πτω­ση φό­νου ή προ­σβο­λής της τι­μής, η θιγ­μέ­νη οι­κο­γέ­νεια να παίρ­νει εκ­δί­κη­ση. Ρη­τά α­πα­γο­ρεύε­ται η ε­μπλο­κή των γυ­ναι­κών. Στην Αλβα­νία, ω­στό­σο, ελ­λεί­ψει αρ­σε­νι­κών, μια κό­ρη ή α­δελ­φή, που θέ­λει να εκ­δι­κη­θεί, μπο­ρεί να γί­νει σό­τα.  Στα αλ­βα­νι­κά, η λέ­ξη ση­μαί­νει το ψεύ­τι­κο. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ε­κεί­νη κό­βει τα μαλ­λιά της, ντύ­νε­ται αν­δρι­κά και το βα­σι­κό­τε­ρο, ορ­κί­ζε­ται πως δεν θα την αγ­γί­ξει αρ­σε­νι­κό χέ­ρι.
Στην ι­στο­ρία της Μπά­τρη, η με­γα­λύ­τε­ρη α­πό πέ­ντε α­δελ­φές, ό­ταν σκο­τώ­νουν τον πα­τέ­ρα τους για κτη­μα­τι­κή δια­φο­ρά, γί­νε­ται σό­τα και α­να­λαμ­βά­νει ε­πι­κε­φα­λής της οι­κο­γέ­νειας. Υπερ­βαί­νει, ό­μως, το ρό­λο της, φθά­νο­ντας να σκο­τώ­σει τον ά­ντρα που ε­ρω­τεύ­τη­κε και μά­λι­στα, ε­πί τό­που, με­τά τη συ­νεύ­ρε­σή τους. Πρά­ξη που α­πα­ντά­ται μό­νο στο βα­σί­λειο των με­λισ­σών. Ωστό­σο, η δρα­μα­τι­κή ό­σο και γλα­φυ­ρή α­φή­γη­ση το προ­βάλ­λει ως πρά­ξη αυ­τα­πάρ­νη­σης για τις α­δελ­φές της. Η ι­στο­ρία πα­ρου­σιά­ζε­ται α­να­δρο­μι­κά, ό­ταν γε­ρό­ντισ­σα πλέ­ον η σό­τα, α­να­ζη­τά σε πα­λαιό σε­ντού­κι το τε­λευ­ταίο φου­στά­νι, έ­να βυσ­σι­νί, που εί­χε φο­ρέ­σει. Έτσι, ό­μως, α­ντι­πα­ρα­τί­θε­ται μία συ­μπε­ρι­φο­ρά πρω­τό­γνω­ρης α­γριό­τη­τας, που θυ­μί­ζει μαι­νά­δα, σε έ­ναν υ­περ­χει­λί­ζο­ντα συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό, δη­μιουρ­γώ­ντας σύγ­χυ­ση στην ό­ποια α­πό­πει­ρα ψυ­χο­γρά­φη­σης της γυ­ναί­κας. Σε α­ντί­θε­ση με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, που ει­κά­ζου­με πως ε­νέ­πνευ­σε την ι­στο­ρία, ό­που μία θαρ­ρα­λέα σό­τα, που έ­μει­νε γνω­στή ως “η Σό­τα της Τρο­πό­γιας”, θέ­ρι­σε με κα­λάσ­νι­κοφ ε­κεί­νους που εί­χαν σκο­τώ­σει τα α­δέλ­φιά της. Η πρά­ξη της α­πο­τέ­λε­σε εί­δη­ση, για­τί α­φο­ρού­σε βε­ντέ­τα δυο οι­κο­γε­νειών στη γε­νέ­τει­ρα του Σα­λί Μπε­ρί­σα και ε­κεί­νος ή­ταν που την εί­χε ξε­κι­νή­σει πριν κο­ντά εί­κο­σι χρό­νια. Άλλη ι­στο­ρία σό­τας, που να α­πα­σχό­λη­σε ευ­ρύ­τε­ρα τον Τύ­πο, δεν α­να­κα­λού­με.
Ακό­μη πιο βάρ­βα­ρη δεί­χνει η τέ­ταρ­τη ι­στο­ρία, πά­λι με α­δελ­φές, αυ­τή τη φο­ρά, τέσ­σε­ρις Πα­κι­στα­νές. Οι τρεις αυ­το­κτο­νούν για να μπο­ρέ­σει η νεό­τε­ρη, που εί­ναι α­κό­μη σε η­λι­κία γά­μου, να πά­ρει τη λι­γο­στή προί­κα, που έ­χει ε­ξοι­κο­νο­μή­σει ο πα­τέ­ρας τους, και να πα­ντρευ­τεί. Πρά­ξη αυ­το­θυ­σίας, που έρ­χε­ται σε πλή­ρη α­ντί­θε­ση με  τον λι­θο­βο­λι­σμό της δε­κα­ε­ξά­χρο­νης α­νι­ψιάς τους, για­τί α­ντα­πο­κρί­θη­κε στο χα­μό­γε­λο ε­νός ά­ντρα, στον ο­ποίο και πρω­το­στά­τη­σαν. Το πι­θα­νό­τε­ρο, η συγ­γρα­φέ­ας ε­μπνεύ­στη­κε την ι­στο­ρία α­πό τον σχε­τι­κά πρό­σφα­το λι­θο­βο­λι­σμό στην Λα­χό­ρη ε­γκύου α­πό τους συγ­γε­νείς της, που ως εί­δη­ση έ­κα­νε το γύ­ρο του κό­σμου. Ακό­μη, ό­μως, και σε αυ­τές τις κοι­νω­νίες, πα­ρό­μοιες πρω­τό­γο­νες ε­νέρ­γειες τις α­να­λαμ­βά­νουν α­πο­κλει­στι­κά άν­δρες.
Μέ­νουν δυο ι­στο­ρίες, στις ο­ποίες προσ­διο­ρί­ζε­ται ε­πα­κρι­βώς το έ­ναυ­σμα. Πρω­τα­γω­νι­στούν άν­δρες και η α­νά­πλα­σή τους, ε­κτός α­πό την προ­σθή­κη ε­νός μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού προ­σώ­που, ε­κτε­νής, μέ­νει πι­στή ή έ­στω, πα­ρά τις ευ­φά­ντα­στες μυ­θο­πλα­στι­κές προ­σθή­κες, κο­ντά στα συμ­βά­ντα. Η πρώ­τη στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό το αυ­το­κι­νη­τι­στι­κό α­τύ­χη­μα στη λί­μνη Ερε­βάν της Αρμε­νίας, που έ­βα­λε ο­ρι­στι­κό τέ­λος στην κα­ριέ­ρα “του πα­γκό­σμιου πρω­τα­θλη­τή κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη στην ε­λεύ­θε­ρη κα­τά­δυ­ση”, Σα­βά­ρς Κα­ρα­πε­τιάν. Στις 16 Σεπ. 1976, έ­να λεω­φο­ρείο με 92 ε­πι­βά­τες βυ­θί­στη­κε στα πα­γω­μέ­να νε­ρά της λί­μνης, ο δύ­της α­πε­γκλώ­βι­σε πε­ρί τους 30, 20 λέ­γε­ται πως ε­πι­βίω­σαν. Ο ί­διος έ­μει­νε α­νά­πη­ρος.
Η δεύ­τε­ρη στη­ρί­ζε­ται στη θαρ­ρα­λέα στά­ση του Πλοιάρ­χου Χα­νς Λάν­γκσ­ντορφ, κυ­βερ­νή­τη “του θω­ρη­κτού τσέ­πης Γκραφ Σπέε”, στη ναυ­μα­χία, που έ­γι­νε στα α­νοι­χτά, έ­ξω α­πό το λι­μά­νι του Μο­ντε­βι­δέο, τον Δεκ. του 1939. Εκεί­νος, α­φού α­πε­λευ­θέ­ρω­σε τους αιχ­μα­λώ­τους και ε­ξα­σφά­λι­σε την τύ­χη του πλη­ρώ­μα­τος, βύ­θι­σε το πλοίο του και αυ­το­κτό­νη­σε. Ο διε­θνής Τύ­πος τον α­πο­κά­λε­σε “Πρί­γκι­πα της Τι­μής” και έ­τσι κα­τα­γρά­φη­κε στην Ιστο­ρία του Β΄ Πα­γκο­σμίου Πο­λέ­μου. Δε­καέ­ξι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, η πε­ρι­πέ­τειά του έ­γι­νε ται­νία. Η Μπά­τρη πλέ­κει μία ε­ξό­χως συ­γκι­νη­τι­κή εκ­δο­χή, το­νί­ζο­ντας την ο­λι­γο­ψυ­χία του Πλοιάρ­χου μπρο­στά στην αυ­το­κτο­νία, που α­παι­τεί ο κώ­δι­κας τι­μής. Έτσι κα­θι­στά πιο αν­θρώ­πι­νο τον ά­τε­γκτο Γερ­μα­νό στρα­τιω­τι­κό. 
Συ­νο­ψί­ζο­ντας, στις ι­στο­ρίες της Μπά­τρη υ­πάρ­χει το στοι­χείο του ε­ξαι­ρε­τι­κού, στα μά­τια ό­μως ε­νός Δυ­τι­κού με τη ση­με­ρι­νή νοο­τρο­πία. Χά­ρις σ’ αυ­τό κερ­δί­ζουν το εν­δια­φέ­ρον.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/6/2015.

Φωτογραφία: Ένας α­πό τους ή­ρωες της Μπά­τρη, ο Αρμέ­νιος πα­γκό­σμιος πρω­τα­θλη­τής κο­λύμ­βη­σης Σα­βά­ρς Κα­ρα­πε­τιάν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: