Οι εκδόσεις Μεταίχμιο συνεχίζουν και εφέτος τη νεότευκτη σειρά των ημερολογίων “πατριδογνωσίας”. Μετά το περσινό για την “πέτρινη” Ήπειρο, έρχεται το ημερολόγιο της θαλάσσιας Κρήτης. Πρόκειται και πάλι για ένα γνήσιο ημερολόγιο πατριδογνωσίας, που φιλοδοξεί να προσφέρει καλύτερη γνωριμία με την Μεγαλόνησο από πλείστες όσες πλευρές· ιστορική, γεωγραφική, λαογραφική, πολιτισμική. Απλωμένη η Κρήτη ανάμεσα στις τρεις ηπείρους του Παλαιού Κόσμου, σύμφωνα και με τη σχολική πατριδογνωσία, κλείνει προς Νότο το Αιγαίο Πέλαγος και με τη νήσο Γαύδο κατέχει το νοτιότερο άκρο της Ευρωπαϊκής Ηπείρου. “Ένα καράβι τρικάταρτο” το νησί, όπως είναι και ο τίτλος του Ημερολογίου, δανεισμένος από τον Νίκο Καζαντζάκη, που έγραφε, “Ένα καράβι τρικάταρτο ήταν η Κρήτη, με τις τρεις αψηλές βουνοκορφές, τα Λευκά Όρη, τον Ψηλορείτη, τη Δίχτη, κι αρμένιζε μέσα στους αφρούς”. Γιατί όμως “ήταν” και όχι “είναι”; Τα Λευκά Όρη ή Μαδάρες, ο Ψηλορείτης ή Ίδη και η λίγο χαμηλότερη Δίχτη ή Λασιθιώτικα Όρη βρίσκονται πάντοτε στη θέση τους, καθώς προχωρούμε από Δυσμάς προς Ανατολάς. Μένει, ωστόσο, ζητούμενο, κατά πόσο η Μεγαλόνησος εξακολουθεί να αρμενίζει καταπώς έκανε τα παλαιά χρόνια, έχοντας ενσωματωθεί από την 1η Δεκεμβρίου 1913, σύμφωνα και με το χρονολόγιο του Ημερολογίου, στον ελλαδικό κορμό. Η Κρήτη αποτελεί περίπου το 6% της ελληνικής επικράτειας, ενώ διατηρεί πληθυσμιακά ένα λίγο μικρότερο ποσοστό.
Γέννημα θρέμμα Κρητικός ο επιμελητής του Ημερολογίου, Δημήτρης Χατζηκωνσταντίνου, γνωρίζει καλά τον τόπο και αυτό φαίνεται από τη μεγάλη ποικιλία του υλικού, που συγκεντρώνει: Ιδιόλεκτες “κρητικοπούλες” λέξεις. Ένα πλήθος από μαγειρικές συνταγές, παρουσιασμένες από τις γυναίκες, που τις ακολουθούν μέχρι σήμερα, παρασκευάζοντας τις τοπικές λιχουδιές. Καταλόγους ενδημικών αρωματικών φυτών και περιγραφές κάποιων από αυτά, όπως ο δίκταμος, το φυτό του όρους Δίκτη, που λέγεται και Έρωντας και το οποίο οι Σφακιανοί περισυλλέγουν σε απρόσιτους γκρεμνούς. Περιγραφές ντόπιων φορεσιών συνοδευόμενες από φωτογραφίες. Στίχους τραγουδιών και περιγραφές χορών. Ακόμη, παροιμίες, παιχνίδια έως και γιατροσόφια. Άλλα πολύπλοκα και άλλα τελείως καθημερινά, όπως η ομελέτα με τυρί, που πίστευαν πως σταματούσε την αιμορραγία της λεχώνας. Μέχρι και γελοιογραφίες από εφημερίδες παλαιότερων εποχών, όπως, για παράδειγμα, εκείνη που είχε δημοσιεύσει, εν έτει 1897, η βρετανική «Punch», με τη λεζάντα: “Η κυρά-Ευρώπη προς τη μικρή Κρήτη: «Μην κλαις, καλό μου· παρακάλεσα αυτόν τον καλό κι ευγενικό τούρκο χωροφύλακα να μείνει εδώ, να σε φροντίζει.»”
Διεκδικώντας ο επιμελητής, από τις αρχές του τρέχοντος αιώνα, θέση στην ελληνική πεζογραφία, ήδη με τρία βιβλία στο ενεργητικό του, παραθέτει ως κορμό του Ημερολογίου ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων κρητικών συγγραφέων. Ωστόσο, παρόλο που είναι δάσκαλος το επάγγελμα, δεν εμφανίζεται καθόλου σχολαστικός στον τρόπο παράθεσης του υλικού. Σε κάθε σελίδα δημιουργεί ένα ευφάνταστο κολάζ, συνδυάζοντας κείμενα, φωτογραφίες και μικρά έγχρωμα καρεδάκια για ό,τι θέλει να εξάρει. Αυτός ο τρόπος παράθεσης κινεί το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου κοινού, ίσως, όμως, να δυσκολέψει έναν φιλομαθή. Για παράδειγμα, τα σύντομα βιογραφικά σημειώματα, που προβλέπονται για τους παλαιότερους συγγραφείς, δεν παρακολουθούν τα αποσπάσματα από τα έργα τους. Επίσης, στην παράταξη των λογοτεχνικών κειμένων, ιδίως εκείνων που καταλαμβάνουν μια ολόκληρη σελίδα, δεν διατηρείται η γενεαλογική σειρά. Αντίθετα, οι πρώτοι έσονται τελευταίοι. Λ.χ., στις τελευταίες σελίδες, εμφανίζεται ο Βιτσέντζος Κορνάρος με τον «Ερωτόκριτο» και ο Γεώργιος Χορτάτσης, αυτός χωρίς την «Ερωφίλη». Όπως και να έχει, οι συγγραφικές προτιμήσεις είναι σαφείς. Ο αδιαφιλονίκητος συγγραφέας της Κρήτης είναι ο Καζαντζάκης. Ενώ, από τον Ιωάννη Κονδυλάκη ή τον Παντελή Πρεβελάκη και την Έλλη Αλεξίου προκρίνει τους νεότερους, της γενιάς του ’70 και τους κατοπινούς, μέχρι τους νεότατους, που εμφανίστηκαν μαζί με αυτόν τα τελευταία χρόνια. Μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει και αποσπάσματα από εκλεκτά πεζά, όπως, λ.χ., το «Flora Mirabilis» της Κλαίρης Μιτσοτάκη και τα διηγήματα της Νίκης Τρουλλινού. Πάντως, ιδιαίτερη θέση επιφυλάσσει στην Ρέα Γαλανάκη. Απορούμε, ωστόσο, γιατί παρακάμπτει το κατ’ εξοχήν κρητικό μυθιστόρημά της, «Αμίλητα, βαθιά νερά. Η απαγωγή της Τασούλας».
Εκτός από λογοτέχνες, παρουσιάζει ιστορικά πρόσωπα και σχεδόν σε ίση έκταση, μουσικούς. Το μόνο που απουσιάζει είναι η μεταβυζαντινή τέχνη της Κρήτης και οι ζωγράφοι της. Χωρίς αυτή η παράλειψη να δείχνει αντιεκκλησιαστικό πνεύμα, αφού παρατίθενται βίοι αγίων και στο Ημερολόγιο υπάρχει το καθημερινό εορτολόγιο που, τα τελευταία χρόνια, παραλείπεται συστηματικά. Το Ημερολόγιο συμπληρώνεται με ακριβές Χρονολόγιο Κρήτης και τη σχετική κρητική βιβλιογραφία. Όσο αφορά το εικονογραφικό υλικό, το Ημερολόγιο αποκτά τη διάσταση λευκώματος εποχής, χάρις και στα 42 οικογενειακά άλμπουμ, που αναφέρει ότι είχε στη διάθεσή του ο επιμελητής. Ένα ενδιαφέρον επιτραπέζιο ημερολόγιο που μπορεί να δώσει τα ερεθίσματα για ένα ταξίδι στη Λεβεντογέννα Κρήτη, όπως την αποκαλούσε, με μια χροιά αυτοσαρκασμού, ένας κρητικής καταγωγής φίλος ζωγράφος.
Για το νέο έτος, οι εκδόσεις Μεταίχμιο δεν ετοίμασαν λογοτεχνικό ημερολόγιο. Προέκυψε έτσι κενό στην ενδιαφέρουσα σειρά ημερολογίων, «Ο λόγος των δημιουργών», που είχε ξεκινήσει το 2004. Εκείνο το έτος εξέπνευσε, με ένα τελευταίο ημερολόγιο αφιερωμένο στον Όμηρο, η σειρά λογοτεχνικών ημερολογίων των χαλκιδαίων εκδόσεων «Διάμετρος», που είχε αρχίσει το 1997 και στην οποία κατευθυντήριος μοχλός ήταν ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Θα πρέπει κανείς να συμπεράνει πως, παρά το πανθομολογούμενο ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για την ελληνική λογοτεχνία, τα λογοτεχνικά ημερολόγια δεν φτουράνε. Συνυπολογίζοντας εδώ και το μοναδικό ημερολόγιο τοίχου, που έφτιαχνε με μεράκι και λογοτεχνική επάρκεια η Βάσω Κυριαζάκου και κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, το οποίο, επίσης, έχει σταματήσει.
Γέννημα θρέμμα Κρητικός ο επιμελητής του Ημερολογίου, Δημήτρης Χατζηκωνσταντίνου, γνωρίζει καλά τον τόπο και αυτό φαίνεται από τη μεγάλη ποικιλία του υλικού, που συγκεντρώνει: Ιδιόλεκτες “κρητικοπούλες” λέξεις. Ένα πλήθος από μαγειρικές συνταγές, παρουσιασμένες από τις γυναίκες, που τις ακολουθούν μέχρι σήμερα, παρασκευάζοντας τις τοπικές λιχουδιές. Καταλόγους ενδημικών αρωματικών φυτών και περιγραφές κάποιων από αυτά, όπως ο δίκταμος, το φυτό του όρους Δίκτη, που λέγεται και Έρωντας και το οποίο οι Σφακιανοί περισυλλέγουν σε απρόσιτους γκρεμνούς. Περιγραφές ντόπιων φορεσιών συνοδευόμενες από φωτογραφίες. Στίχους τραγουδιών και περιγραφές χορών. Ακόμη, παροιμίες, παιχνίδια έως και γιατροσόφια. Άλλα πολύπλοκα και άλλα τελείως καθημερινά, όπως η ομελέτα με τυρί, που πίστευαν πως σταματούσε την αιμορραγία της λεχώνας. Μέχρι και γελοιογραφίες από εφημερίδες παλαιότερων εποχών, όπως, για παράδειγμα, εκείνη που είχε δημοσιεύσει, εν έτει 1897, η βρετανική «Punch», με τη λεζάντα: “Η κυρά-Ευρώπη προς τη μικρή Κρήτη: «Μην κλαις, καλό μου· παρακάλεσα αυτόν τον καλό κι ευγενικό τούρκο χωροφύλακα να μείνει εδώ, να σε φροντίζει.»”
Διεκδικώντας ο επιμελητής, από τις αρχές του τρέχοντος αιώνα, θέση στην ελληνική πεζογραφία, ήδη με τρία βιβλία στο ενεργητικό του, παραθέτει ως κορμό του Ημερολογίου ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων κρητικών συγγραφέων. Ωστόσο, παρόλο που είναι δάσκαλος το επάγγελμα, δεν εμφανίζεται καθόλου σχολαστικός στον τρόπο παράθεσης του υλικού. Σε κάθε σελίδα δημιουργεί ένα ευφάνταστο κολάζ, συνδυάζοντας κείμενα, φωτογραφίες και μικρά έγχρωμα καρεδάκια για ό,τι θέλει να εξάρει. Αυτός ο τρόπος παράθεσης κινεί το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου κοινού, ίσως, όμως, να δυσκολέψει έναν φιλομαθή. Για παράδειγμα, τα σύντομα βιογραφικά σημειώματα, που προβλέπονται για τους παλαιότερους συγγραφείς, δεν παρακολουθούν τα αποσπάσματα από τα έργα τους. Επίσης, στην παράταξη των λογοτεχνικών κειμένων, ιδίως εκείνων που καταλαμβάνουν μια ολόκληρη σελίδα, δεν διατηρείται η γενεαλογική σειρά. Αντίθετα, οι πρώτοι έσονται τελευταίοι. Λ.χ., στις τελευταίες σελίδες, εμφανίζεται ο Βιτσέντζος Κορνάρος με τον «Ερωτόκριτο» και ο Γεώργιος Χορτάτσης, αυτός χωρίς την «Ερωφίλη». Όπως και να έχει, οι συγγραφικές προτιμήσεις είναι σαφείς. Ο αδιαφιλονίκητος συγγραφέας της Κρήτης είναι ο Καζαντζάκης. Ενώ, από τον Ιωάννη Κονδυλάκη ή τον Παντελή Πρεβελάκη και την Έλλη Αλεξίου προκρίνει τους νεότερους, της γενιάς του ’70 και τους κατοπινούς, μέχρι τους νεότατους, που εμφανίστηκαν μαζί με αυτόν τα τελευταία χρόνια. Μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει και αποσπάσματα από εκλεκτά πεζά, όπως, λ.χ., το «Flora Mirabilis» της Κλαίρης Μιτσοτάκη και τα διηγήματα της Νίκης Τρουλλινού. Πάντως, ιδιαίτερη θέση επιφυλάσσει στην Ρέα Γαλανάκη. Απορούμε, ωστόσο, γιατί παρακάμπτει το κατ’ εξοχήν κρητικό μυθιστόρημά της, «Αμίλητα, βαθιά νερά. Η απαγωγή της Τασούλας».
Εκτός από λογοτέχνες, παρουσιάζει ιστορικά πρόσωπα και σχεδόν σε ίση έκταση, μουσικούς. Το μόνο που απουσιάζει είναι η μεταβυζαντινή τέχνη της Κρήτης και οι ζωγράφοι της. Χωρίς αυτή η παράλειψη να δείχνει αντιεκκλησιαστικό πνεύμα, αφού παρατίθενται βίοι αγίων και στο Ημερολόγιο υπάρχει το καθημερινό εορτολόγιο που, τα τελευταία χρόνια, παραλείπεται συστηματικά. Το Ημερολόγιο συμπληρώνεται με ακριβές Χρονολόγιο Κρήτης και τη σχετική κρητική βιβλιογραφία. Όσο αφορά το εικονογραφικό υλικό, το Ημερολόγιο αποκτά τη διάσταση λευκώματος εποχής, χάρις και στα 42 οικογενειακά άλμπουμ, που αναφέρει ότι είχε στη διάθεσή του ο επιμελητής. Ένα ενδιαφέρον επιτραπέζιο ημερολόγιο που μπορεί να δώσει τα ερεθίσματα για ένα ταξίδι στη Λεβεντογέννα Κρήτη, όπως την αποκαλούσε, με μια χροιά αυτοσαρκασμού, ένας κρητικής καταγωγής φίλος ζωγράφος.
Για το νέο έτος, οι εκδόσεις Μεταίχμιο δεν ετοίμασαν λογοτεχνικό ημερολόγιο. Προέκυψε έτσι κενό στην ενδιαφέρουσα σειρά ημερολογίων, «Ο λόγος των δημιουργών», που είχε ξεκινήσει το 2004. Εκείνο το έτος εξέπνευσε, με ένα τελευταίο ημερολόγιο αφιερωμένο στον Όμηρο, η σειρά λογοτεχνικών ημερολογίων των χαλκιδαίων εκδόσεων «Διάμετρος», που είχε αρχίσει το 1997 και στην οποία κατευθυντήριος μοχλός ήταν ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Θα πρέπει κανείς να συμπεράνει πως, παρά το πανθομολογούμενο ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για την ελληνική λογοτεχνία, τα λογοτεχνικά ημερολόγια δεν φτουράνε. Συνυπολογίζοντας εδώ και το μοναδικό ημερολόγιο τοίχου, που έφτιαχνε με μεράκι και λογοτεχνική επάρκεια η Βάσω Κυριαζάκου και κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, το οποίο, επίσης, έχει σταματήσει.
Μ.Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου