Στην ενδιαφέρουσα ύλη του τρέχοντος τεύχους κυριαρχεί το πολυσέλιδο αφιέρωμα στον Ε.Χ.Γονατά, τρία χρόνια μετά το θάνατό του, στις 24 Μαρτίου 2006 .Την επιμέλεια του αφιερώματος έχουν οι Ξένη Σκαρτσή, Κώστας Κρεμμύδας και Λίνος Ιωαννίδης. Όπως εισαγωγικά σημειώνεται, ως στόχος του αφιερώματος τίθεται η παρουσίαση τόσο των βασικών όσο και των αδιερεύνητων πτυχών του έργου του. Κι αυτό επιχειρείται με συνεργασίες κάποιων παλαιότερων και κυρίως, νεότερων. Το αφιέρωμα ανοίγει με ένα σύντομο βιογραφικό, όπου αναφέρονται και οι στενοί φίλοι του Γονατά, Δ.Π.Παπαδίτσας, Νίκος Καχτίτσης και Η.Χ.Παπαδημητρακόπουλος. Εδώ, προσδιορίζεται πως διατηρούσε αλληλογραφία με τον Καχτίτση, χωρίς να γίνεται μνεία στην επιστολογραφία του με τους άλλους δύο. Δεν αναφέρεται ούτε καν η δημοσιευμένη αλληλογραφία Παπαδίτσα-Γονατά, η οποία παραλείπεται (αν δεν σφάλλουμε) και στην εργογραφία. Πιθανώς, γιατί ενδιαμέσως (και πάλι αν δεν σφάλλουμε) πολτοποιήθηκε, λόγω ισχνότατης ζήτησης.
Ακολουθεί ανθολόγιο από τα πεζά του Γονατά και αναδημοσιεύεται το ποίημα «Η μικρή εξοχική πόλη», δημοσιευμένο στο περιοδικό «Παλμός», τον Ιούλιο του 1945, που αποτέλεσε την πρώτη εμφάνιση του Γονατά στη λογοτεχνία, με το ψευδώνυμο Ν. Γονής. Έπονται δυο επιστολές του Γονατά προς τον Νίκο Εγγονόπουλο, και οι δυο γραμμένες στην Κηφισιά, τον Οκτώβριο του 1976 και στις 14 Μαΐου 1983. Όπως παρατηρεί στο κείμενό του ο ποιητής Γιώργος Γώτης, του Γονατά “του άρεσε να λέει πάντοτε ότι θεωρούσε δάσκαλό του τον Νίκο Εγγονόπουλο με τον οποίο συνδεόταν φιλικά και από τον οποίο γνώρισε και διάβασε πλήθος συγγραφέων. Όμως αν καλοεξετάσουμε τη σχέση δασκάλου μαθητή ο Γονατάς είχε, από αρκετά νωρίς, όλο το απαιτούμενο αναγνωστικό υπόβαθρο”. Ο Γώτης περιγράφει εν εκτάσει τη “διαδικασία” της έκδοσης ενός βιβλίου του Γονατά, από το χειρόγραφο και την ανάγνωση σε φίλους κατά τις σαββατιάτικες μαζώξεις στο τυπογραφείο του φίλου και εκδότη του, Αιμίλιου Καλλιακάτσου, μέχρι το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο. Τον περιγράφει ως άνθρωπο τελειομανή, στο βαθμό αυτή η διαρκής φροντίδα να αποβαίνει βασανιστική για την καθημερινότητά του. Μας αποκαλύπτει πως μαζί ετοίμασαν προς έκδοση την αλληλογραφία του με τον Καχτίτση, που ο θάνατός του την άφησε ανολοκλήρωτη, ανάμεσα στα κατάλοιπά του.
«Ανασκαφή στο ποιητικό εργαστήρι του Ε. Χ. Γονατά» επιχειρεί ο Ε.Γ.Καψωμένος. Κατ΄αυτόν, “η ποίηση του Γονατά αποτελεί σημείο συνάντησης του υπερρεαλιστικού οράματος με τις βαθιές δομές της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης”. Πιστεύει πως για την περίπτωσή του η κριτική δεν έχει πει την τελευταία της λέξη. Υποθέτουμε ότι εννοεί τους σύγχρονούς του κριτικούς, γιατί οι νεότεροι μόλις τώρα φαίνεται πως αρχίζουν να ομιλούν. Σε ένα σύντομο αλλά μεστό κείμενο, ο Νάνος Βαλαωρίτης υποστηρίζει πως “το κλίμα των πεζών του Νώντα Γονατά δεν οφείλει τίποτα ούτε στον Εμπειρίκο ούτε στον Σεφέρη. Γιατί ουσιαστικά είναι ένας συγγραφέας πεζογράφος που καλλιέργησε το φανταστικό, όπως στη Γαλλία ένας Marcel Bealu”. Ακόμη, παρατηρεί πως η γλώσσα του Γονατά είναι μαλακή, τρυφερή, απατηλά “ρεαλιστική”.
Η συστηματική μελετήτρια του Γονατά Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου περιορίζεται να “φωτίσει” ένα μόνο από τα “βιβλιαράκια” του, την «Προετοιμασία». Καταλήγοντας, μας πληροφορεί πως ο Γονατάς, στην αφιέρωση ενός αντιτύπου, που πρόσφερε σε φίλο του, είχε χαρακτηρίσει το εν λόγω “βιβλιαράκι” “un petit rien phi-losophique”. Ο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς αναφέρεται στο μεταφραστικό έργο του Γονατά, ενώ, ο Βίκτωρ Καμχής συντάσσει εργογραφία Γονατά και κατ’ επιλογή βιβλιογραφία, παραθέτοντας αποσπάσματα από κριτικές. Αρχίζει με την Άλκη Θρύλου στην εφημερίδα «Ελληνικόν Αίμα», 30 Σεπτεμβρίου 1945, και καταλήγει με την Τ. Δημητρούλια στο ηλεκτρονικό περιοδικό «poeticanet», Απρίλιο 2007. Στο αφιέρωμα, όμως, την μεγαλύτερη έκταση καταλαμβάνουν τα κείμενα των Νίκου Καρακώστα, Κώστα Σταθόπουλου, Ηλία Γιούρη, Ελένης Γούλα, Σοφίας Βούλγαρη, Ιωάννας-Ζωής Δεληβοριά, Κατερίνας Θεοδωράτου και Φωτεινής Παπαρήγα. Τις αναδύσεις του ασυνείδητου και τα στοιχεία της παραίσθησης στα αφηγήματα του Γονατά προσεγγίζει και σχολιάζει η Ξένη Σκαρτσή. Πεζά, όπως αυτά του Γονατά, προσφέρονται για ποικίλες ερμηνείες, όπου μερικές μπορεί να βρίσκονται πολύ πέραν των συγγραφικών προθέσεων. Μένουμε με την εντύπωση ότι, λ.χ., η ανάγνωση του Γιούρη, επηρεασμένη από τις θεωρίες των Λεβινάς και Ντερριντά, ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Διατείνεται ότι οι ιστορίες του Γονατά μπορεί να εκληφθούν ως αλληγορίες αποδοχής του Άλλου. Και κάπως έτσι εξηγεί τον τρόπο που η λογοτεχνία του συμβάλλει στην ηθική εξέλιξη του αναγνωστικού κοινού της. Κρίμα που ο Γονατάς δεν πρόλαβε να διαβάσει παρόμοιες ερμηνευτικές οπτικές. Μένει ζητούμενο αν θα χαμογελούσε ή θα εκνευριζόταν. Ίσως, ο εξ απορρήτων φίλος του Αιμίλιος Καλλιακάτσος να μπορεί να λύσει την απορία μας.
Στο τεύχος, δημοσιεύεται μια ενδιαφέρουσα συζήτηση του Βασίλη Βασιλικού με μαθητές του Λυκείου και συντονιστή τον ποιητή Στάθη Κουτσούνη.
Ακολουθεί ανθολόγιο από τα πεζά του Γονατά και αναδημοσιεύεται το ποίημα «Η μικρή εξοχική πόλη», δημοσιευμένο στο περιοδικό «Παλμός», τον Ιούλιο του 1945, που αποτέλεσε την πρώτη εμφάνιση του Γονατά στη λογοτεχνία, με το ψευδώνυμο Ν. Γονής. Έπονται δυο επιστολές του Γονατά προς τον Νίκο Εγγονόπουλο, και οι δυο γραμμένες στην Κηφισιά, τον Οκτώβριο του 1976 και στις 14 Μαΐου 1983. Όπως παρατηρεί στο κείμενό του ο ποιητής Γιώργος Γώτης, του Γονατά “του άρεσε να λέει πάντοτε ότι θεωρούσε δάσκαλό του τον Νίκο Εγγονόπουλο με τον οποίο συνδεόταν φιλικά και από τον οποίο γνώρισε και διάβασε πλήθος συγγραφέων. Όμως αν καλοεξετάσουμε τη σχέση δασκάλου μαθητή ο Γονατάς είχε, από αρκετά νωρίς, όλο το απαιτούμενο αναγνωστικό υπόβαθρο”. Ο Γώτης περιγράφει εν εκτάσει τη “διαδικασία” της έκδοσης ενός βιβλίου του Γονατά, από το χειρόγραφο και την ανάγνωση σε φίλους κατά τις σαββατιάτικες μαζώξεις στο τυπογραφείο του φίλου και εκδότη του, Αιμίλιου Καλλιακάτσου, μέχρι το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο. Τον περιγράφει ως άνθρωπο τελειομανή, στο βαθμό αυτή η διαρκής φροντίδα να αποβαίνει βασανιστική για την καθημερινότητά του. Μας αποκαλύπτει πως μαζί ετοίμασαν προς έκδοση την αλληλογραφία του με τον Καχτίτση, που ο θάνατός του την άφησε ανολοκλήρωτη, ανάμεσα στα κατάλοιπά του.
«Ανασκαφή στο ποιητικό εργαστήρι του Ε. Χ. Γονατά» επιχειρεί ο Ε.Γ.Καψωμένος. Κατ΄αυτόν, “η ποίηση του Γονατά αποτελεί σημείο συνάντησης του υπερρεαλιστικού οράματος με τις βαθιές δομές της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης”. Πιστεύει πως για την περίπτωσή του η κριτική δεν έχει πει την τελευταία της λέξη. Υποθέτουμε ότι εννοεί τους σύγχρονούς του κριτικούς, γιατί οι νεότεροι μόλις τώρα φαίνεται πως αρχίζουν να ομιλούν. Σε ένα σύντομο αλλά μεστό κείμενο, ο Νάνος Βαλαωρίτης υποστηρίζει πως “το κλίμα των πεζών του Νώντα Γονατά δεν οφείλει τίποτα ούτε στον Εμπειρίκο ούτε στον Σεφέρη. Γιατί ουσιαστικά είναι ένας συγγραφέας πεζογράφος που καλλιέργησε το φανταστικό, όπως στη Γαλλία ένας Marcel Bealu”. Ακόμη, παρατηρεί πως η γλώσσα του Γονατά είναι μαλακή, τρυφερή, απατηλά “ρεαλιστική”.
Η συστηματική μελετήτρια του Γονατά Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου περιορίζεται να “φωτίσει” ένα μόνο από τα “βιβλιαράκια” του, την «Προετοιμασία». Καταλήγοντας, μας πληροφορεί πως ο Γονατάς, στην αφιέρωση ενός αντιτύπου, που πρόσφερε σε φίλο του, είχε χαρακτηρίσει το εν λόγω “βιβλιαράκι” “un petit rien phi-losophique”. Ο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς αναφέρεται στο μεταφραστικό έργο του Γονατά, ενώ, ο Βίκτωρ Καμχής συντάσσει εργογραφία Γονατά και κατ’ επιλογή βιβλιογραφία, παραθέτοντας αποσπάσματα από κριτικές. Αρχίζει με την Άλκη Θρύλου στην εφημερίδα «Ελληνικόν Αίμα», 30 Σεπτεμβρίου 1945, και καταλήγει με την Τ. Δημητρούλια στο ηλεκτρονικό περιοδικό «poeticanet», Απρίλιο 2007. Στο αφιέρωμα, όμως, την μεγαλύτερη έκταση καταλαμβάνουν τα κείμενα των Νίκου Καρακώστα, Κώστα Σταθόπουλου, Ηλία Γιούρη, Ελένης Γούλα, Σοφίας Βούλγαρη, Ιωάννας-Ζωής Δεληβοριά, Κατερίνας Θεοδωράτου και Φωτεινής Παπαρήγα. Τις αναδύσεις του ασυνείδητου και τα στοιχεία της παραίσθησης στα αφηγήματα του Γονατά προσεγγίζει και σχολιάζει η Ξένη Σκαρτσή. Πεζά, όπως αυτά του Γονατά, προσφέρονται για ποικίλες ερμηνείες, όπου μερικές μπορεί να βρίσκονται πολύ πέραν των συγγραφικών προθέσεων. Μένουμε με την εντύπωση ότι, λ.χ., η ανάγνωση του Γιούρη, επηρεασμένη από τις θεωρίες των Λεβινάς και Ντερριντά, ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Διατείνεται ότι οι ιστορίες του Γονατά μπορεί να εκληφθούν ως αλληγορίες αποδοχής του Άλλου. Και κάπως έτσι εξηγεί τον τρόπο που η λογοτεχνία του συμβάλλει στην ηθική εξέλιξη του αναγνωστικού κοινού της. Κρίμα που ο Γονατάς δεν πρόλαβε να διαβάσει παρόμοιες ερμηνευτικές οπτικές. Μένει ζητούμενο αν θα χαμογελούσε ή θα εκνευριζόταν. Ίσως, ο εξ απορρήτων φίλος του Αιμίλιος Καλλιακάτσος να μπορεί να λύσει την απορία μας.
Στο τεύχος, δημοσιεύεται μια ενδιαφέρουσα συζήτηση του Βασίλη Βασιλικού με μαθητές του Λυκείου και συντονιστή τον ποιητή Στάθη Κουτσούνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου