«Τα Νεφούρια»
Τεύχος 22
Φθινόπωρο 2009
Χαλκίδα
Εκπνέοντος του 2009, κυκλοφορεί ένα πρώτο –το πιθανότερο να μείνει και το μοναδικό– αφιέρωμα στον κορυφαίο έλληνα συνθέτη Νίκο Σκαλκώτα, που πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1949. Επετειακό, για τη συμπλήρωση 60 χρόνων από το θάνατό του, σε ηλικία 45 ετών, καθόσον γεννημένος, με το παλαιό ημερολόγιο, στις 8 Μαρτίου 1904. Το αφιέρωμα δεν έρχεται από ένα αθηναϊκό περιοδικό, μουσικού ή γενικότερου περιεχομένου, όπως θα αναμενόταν, αλλά από περιοδικό της Χαλκίδας, που είναι η γενέτειρα του Σκαλκώτα. Και κάποια παλαιότερα αφιερώματα στις ανά δεκαετία επετείους του, πάλι σε ευβοϊκή περιοδική έκδοση οφείλονταν. Με άλλα λόγια, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, η εντοπιότητα φαίνεται να θριαμβεύει. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί μόνον έτσι μνημονεύονται και κάποιοι δημιουργοί εκτός του πολιτισμικού κανόνα, τουλάχιστον του ντόπιου.
Να θυμίσουμε πως «Τα Νεφούρια» στάθηκαν πρωτοπόρα στη μόδα των λεγόμενων “φρη” περιοδικών, που σημαίνει ελληνιστί δωρεάν διανεμόμενα. Μικρού, όμως, σχήματος και πολυτονικό, με ποίημα στην πρώτη σελίδα αντί, λ.χ., φωτογραφίας ενός Φίλιπ Ροθ, δεν αναφέρεται, ούτε αυτό ούτε τα κατά καιρούς αφιερώματά του, στον αθηναϊκό Τύπο. Το αφιέρωμα στον Νίκο Σκαλκώτα μόνο ο ευαίσθητος περί τα πολιτιστικά τεκταινόμενα Βασίλης Αγγελικόπουλος, στο πλαγιοκοπόν «Υποβολείο» του, το μνημονεύει. Παρά το γεγονός, όμως, ότι η στήλη του στεγάζεται στην «Καθημερινή», λησμονεί κι αυτός το αφιέρωμα για την εκατονταετηρίδα από τη γέννηση του Σκαλκώτα, που δημοσιεύτηκε στο πάλαι ποτέ ένθετο της εφημερίδας, τις «Επτά Ημέρες», στις 19.9.2004, σε επιμέλεια Νίκου Δοντά. Κατά τα άλλα, αναφέρει ως ένδειξη της διεθνούς εμβέλειας του Σκαλκώτα πως “η πλοήγηση στο Διαδίκτυο δίνει γι’ αυτόν 48.600 λήμματα”, αντιγράφοντας την πληροφορία από το πρόσφατο αφιέρωμα. Ένα ολωσδιόλου εσφαλμένο κριτήριο, αφού δεν πρόκειται για λήμματα αλλά για αναφορές με πολλαπλές επικαλύψεις. Λ.χ., ένα μυθιστόρημα, που μόλις κυκλοφόρησε, αναφέρεται στις ιστοσελίδες πλείστων όσων βιβλιοπωλείων. Πάντως, θα παροτρύναμε όσους το επικαλούνται να αναζητήσουν εαυτούς στο Διαδίκτυο. Αν πρόκειται για δημοσιογραφούντες θα εκπλαγούν ευχάριστα. Από την άλλη, εσφαλμένο είναι και το να χαρακτηρίζεται αγοραίος όποιος τυχαίνει να έχει πολλές διαδυκτιακές αναφορές. Αυτό το λάθος το διαπράττει ο Γιάννης Πατίλης, στο τρέχον τεύχος του περιοδικού του, «Πλανόδιον», συγκρίνοντας τις αναφορές για τον Βύρωνα Λεοντάρη με αυτές για τον στιχουργό Ισαάκ Σούση. Αν δείχνουν κάτι οι αναφορές του Διαδικτύου είναι ο βαθμός που κάποιος απασχολεί τα ΜΜΕ και όσους διαθέτουν ιστοσελίδες. Συμπέρασμα, ο Λεοντάρης ας μην επαναπαύεται στην ποίησή του κι ας γίνει περισσότερο κοινωνικός. Όταν περιφρονείς ακόμη και το κορυφαίο πολιτισμικό τέμενος του τόπου, προκοπή, τουλάχιστον διαδικτυακή, δεν έχεις.
Και επανερχόμαστε στο πρόσφατο αφιέρωμα Σκαλκώτα. Εκκινεί με συνοπτικό χρονολόγιο και κατάλογο αυτοτελών δημοσιευμάτων στα ελληνικά από τον Δ.Δ.Τριανταφυλλόπουλο, που έχει τη φροντίδα του τεύχους. Ακολουθεί εκτενές κείμενο του Νίκου Μαλιάρα για τις σχέσεις του Σκαλκώτα με την Εθνική Σχολή και ιδιαίτερα με τον Μανώλη Καλομοίρη, επικεντρωμένο στο έργο του Σκαλκώτα, «36 Ελληνικοί Χοροί». Παρεμπιπτόντως, το κείμενο έχει δημοσιευτεί αυτούσιο στο αφιέρωμα των «Επτά Ημερών». Επίσης, δημοσιεύεται διάλεξη του συστηματικού μελετητή του Σκαλκώτα, Κωστή Δεμερτζή, που δόθηκε στο κτίριο του Δημαρχείου Χαλκίδας, άλλοτε ποτέ έδρα του Ελληνικού Ωδείου, στις 14 Δεκεμβρίου 2007. Το κείμενο στηρίχτηκε σε συνέντευξη του ομιλητή, με τίτλο, «Απλές ερωτήσεις και απαντήσεις σύγχρονης Σκαλκωτικής». Είναι ενδιαφέρουσα, καθώς καθιστά προσιτό τον Σκαλκώτα, σε θεωρητικό επίπεδο, ακόμη και σε κάποιον αμύητο στη μουσική του. Μετά τη διάλεξη, ο Γιώργος Χατζηνίκος, κύριος ερμηνευτής του πιανιστικού έργου του Σκαλκώτα, έπαιξε στο πιάνο έργα του, ξεκινώντας με τις «15 Μικρές Παραλλαγές». Στο αφιέρωμα, ο μικρότερος αδελφός Δεμερτζή, ο επαγγελματίας βιολιστής Γιώργος, καταγράφει τη συμβολή των Ευβοέων στη δισκογραφία του Σκαλκώτα. Προς συμπλήρωση του αφιερώματος, ο επιμελητής επιλέγει δυο παλαιότερες κριτικές για το έργο του χαλκιδαίου μουσουργού. Της Σοφίας Σπανούδη, δημοσιευμένης στην εφημερίδα «Πρωΐα», στις 29.11.1930 (εκ παραδρομής σημειώνεται 21.11.1930), και του μουσικοκριτικού Μίνου Δούνια, γραμμένη το 1949, ένα μήνα μετά το θάνατο του συνθέτη. Η κριτική της Σπανούδη εντάσσεται στη δυσμενή υποδοχή, την οποία επιφύλαξε ο Τύπος στις δύο συναυλίες που έδωσε ο Σκαλκώτας, στην Αθήνα, στις 23 και 27 Νοεμβρίου 1930, ενώ σπούδαζε ακόμη στο Βερολίνο. Ο χλευασμός και η αποδοκιμασία για την ανοίκεια μουσική θυμίζουν την υποδοχή, την ίδια εποχή, της επίσης ανοίκειας ποίησης των υπερρεαλιστών. Εκτός από αυτά, το αφιέρωμα “προλογίζει” ποίημα του Π.Α.Σινόπουλου και “διασκεδάζει” “το φανταστικό ηλεκτρονικό ημερολόγιο του κυρίου Νίκου Σκαλκώτα”, συνταγμένο από τον Γιάννη Ευσταθιάδη.
Για ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, υπάρχει το κείμενο του Δήμου Ροδάνθη (απορούμε γιατί σε άλλους συνεργάτες του τεύχους δίνονται βιογραφικά και σε άλλους, όχι ευρύτερα γνωστούς, παραλείπονται, όπως στην περίπτωση του Ροδάνθη, για τον οποίο στο Διαδίκτυο δεν υπάρχει ούτε μια αναφορά), που τιτλοφορείται, «Για τον Θεόφιλο της Χαλκίδας, τουπίκλην Νίκο Σκαλκώτα (1904-1949), δώδεκα σημειώσεις Φιλισταίου», αφιερωμένο στην ποιήτρια και τσεμπαλίστρια Μαργαρίτα Δαλμάτη, που πέθανε στις 20 Ιουλίου 2009, την οποία είχαμε αναφέρει στις αρχές του χρόνου ανάμεσα σε άλλους ευβοείς ποιητές. Το κείμενο είναι καταμερισμένο σε δώδεκα μίνι ενότητες. Στην πρώτη, ο μελετητής διευκρινίζει πως αποκαλεί Θεόφιλους όσους θεοφιλείς, όπως ο Σκαλκώτας, πεθαίνουν πριν από το πλήρωμα του φυσιολογικού χρόνου. Ενώ, τον εαυτό του τον ονομάζει Φιλισταίο, όχι γιατί θεωρεί πως είναι άνθρωπος ακαλλιέργητος, αλλά γιατί αγαπά τη μουσική ως απλός ακροατής και τον Σκαλκώτα τον νιώθει καλύτερα μέσω της βιογραφίας του. Στη δεύτερη, βρίσκει πως η σχέση του Σκαλκώτα με τη δημοτική παράδοση πηγάζει, όχι από την αστική Χαλκίδα των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά από τη θηβαία μητέρα του, που τραγουδούσε δημοτικά τραγούδια, και τους τηνιακούς, πατέρα και θείο, αμφότερους βιολιστές. Εδώ, πληροφορεί πως στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών παραμένουν αδημοσίευτα τα 41 τόσα τραγούδια και σκοποί που ο Σκαλκώτας μετέγραψε σε ευρωπαϊκή μουσική κατά παραγγελία της Μέλπως Μερλιέ (Λογοθέτη) στα τέλη του 1934 αρχές 1935. Δηλαδή, όταν ξεκινούσε να γράφει τους «36 Ελληνικούς χορούς». Στην τρίτη, αναφέρεται στην αδημοσίευτη αλληλογραφία του Σκαλκώτα, θίγοντας το ζήτημα της ελληνικότητας, όπου και δίνει την δική του εκδοχή για το πώς το αντιμετώπισε ο Σκαλκώτας. Κατ΄αυτόν, ο συνθέτης βιώνει βαθιά το ζήτημα της ελληνικότητας στη μουσική και προχωρεί σε δικούς του δρόμους. Ουσιαστικά, εγκαθιδρύει μια Νέα Εθνική Σχολή, που είναι μια σχολή καλλιτεχνικής ελευθερίας, σε απόσταση μιας γενιάς από τον Μανώλη Καλομοίρη και την Εθνική Μουσική Σχολή. Εδώ, ο Ροδάνθης εντοπίζει παράλληλες στάσεις στο χώρο της λογοτεχνίας και των υπόλοιπων τεχνών. Στην επόμενη ενότητα προβάλλει την παραλληλία Σολωμού-Σκαλκώτα.
Στην πέμπτη ενότητα, παροτρύνει τους ερευνητές να αναζητήσουν τα εξωμουσικά ενδιαφέροντα του συνθέτη, ιδίως τα λογοτεχνικά, αφού φέρεται ως μανιώδης αναγνώστης. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η έκτη ενότητα, όπου “ερμηνεύει” τις φωτογραφίες του Σκαλκώτα ως τεκμήριο αυτού του απολλώνειου δείγματος Νεοέλληνα που υπήρξε. Δυστυχώς δεν δημοσιεύει την πιθανολογούμενη ως τελευταία φωτογραφία του από το 1948, μόνο την περιγράφει. Η φωτογραφία δημοσιεύεται, με λάθος λεζάντα, στην εξαίρετη μονογραφία του Χατζηνίκου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη, το 2006. Μαζί με την μονογραφία του μελετητή για τον Μότσαρτ, που κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο, ήταν πρωτοβουλία του μαθητή του, Περικλή Δουβίτσα. Ο Ροδάνθης, όμως, αναφέρεται, και στις αντρικές φιλίες του Σκαλκώτα. Συγκεκριμένα, μνημονεύει τους σχεδόν συνομηλίκους του, Δημήτρη Μητρόπουλο και Εμμανουήλ Μπενάκη. Γιος από τον πρώτο γάμο του Αντώνη Μπενάκη με την πρώτη του εξαδέλφη ο Μανώλης, ήταν φιλότεχνος και μουσοτραφής. Στον Σκαλωτά είχε εξασφαλίσει, το 1927, την υποτροφία που χρειαζόταν για την συνέχιση και ολοκλήρωση των σπουδών του στην Γερμανία. Στην έβδομη ενότητα, ο Ροδάνθης, καίτοι Φιλισταίος, “ακούει” στην «Τρίτη σουΐτα» του Σκαλκώτα, που γράφτηκε κατά την περίοδο του Εμφυλίου, “συγκαλυμμένες οιμωγές για την αιμάσσουσα πατρίδα”. Στην όγδοη, παρομοιάζει τον Σκαλωτά μάλλον με τον Μότσαρτ παρά με τον Σούμπερτ. Στην ενάτη, αποφαίνεται πως ο χαλκιδαίος μουσουργός “χαντακώνεται από κακούς ερμηνευτές”. Στη δεκάτη, ανακεφαλαιώνει όσα έκανε η γενέτειρα του Σκαλκώτα για το ιδιοφυές τέκνο της. Στην ενδεκάτη, απαριθμεί “desiderata”, δηλαδή τι πρέπει να γίνει για τον Σκαλωτά, σήμερα που το Αρχείο Σκαλωτά έχει μείνει ακέφαλο. Μετά τον θάνατο του συνθέτη, το είχε αναλάβει τριμελής επιτροπή, που απαρτιζόταν από τους Μίνω Δούνια, Νέλλη Ευελπίδη και Γιάννη Παπαϊωάννου, ο οποίος απεβίωσε, τελευταίος, το 2000. Στη συνέχεια, το ανέλαβε ο συνθέτης Στέφανος Βασιλειάδης, που και εκείνος πέθανε το 2004. Στην τελευταία ενότητα, ο Ροδάνθης ξεφεύγει από το θέμα του, αλλά του το συγχωρούμε. Τι ιδέα να κλείσει με Στάλιν ένα κείμενο για τον Σκαλκώτα, ακόμη κι αν αμφότεροι δεν πίστευαν στο Θεό. Όπως και να έχει, καίτοι Φιλισταίος, φαίνεται να γνωρίζει πολλά για τον μουσικό. Κρίμα, που ανοίγει μόνο χαραμάδες σε όσα ενδιαφέροντα θίγει.
Πρόκειται για ένα μικρό αλλά απολαυστικότατο στην ανάγνωση αφιέρωμα. Να θυμίσουμε πως ο Σκαλκώτας ενέπνευσε και έναν τουλάχιστον μυθιστορηματικό ήρωα. Τον μουσικό στο πολλαπλώς υπαινικτικό τελευταίο μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου, «Ο κουτσός Άγγελος», που εκδόθηκε το 2002.
Τεύχος 22
Φθινόπωρο 2009
Χαλκίδα
Εκπνέοντος του 2009, κυκλοφορεί ένα πρώτο –το πιθανότερο να μείνει και το μοναδικό– αφιέρωμα στον κορυφαίο έλληνα συνθέτη Νίκο Σκαλκώτα, που πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1949. Επετειακό, για τη συμπλήρωση 60 χρόνων από το θάνατό του, σε ηλικία 45 ετών, καθόσον γεννημένος, με το παλαιό ημερολόγιο, στις 8 Μαρτίου 1904. Το αφιέρωμα δεν έρχεται από ένα αθηναϊκό περιοδικό, μουσικού ή γενικότερου περιεχομένου, όπως θα αναμενόταν, αλλά από περιοδικό της Χαλκίδας, που είναι η γενέτειρα του Σκαλκώτα. Και κάποια παλαιότερα αφιερώματα στις ανά δεκαετία επετείους του, πάλι σε ευβοϊκή περιοδική έκδοση οφείλονταν. Με άλλα λόγια, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, η εντοπιότητα φαίνεται να θριαμβεύει. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί μόνον έτσι μνημονεύονται και κάποιοι δημιουργοί εκτός του πολιτισμικού κανόνα, τουλάχιστον του ντόπιου.
Να θυμίσουμε πως «Τα Νεφούρια» στάθηκαν πρωτοπόρα στη μόδα των λεγόμενων “φρη” περιοδικών, που σημαίνει ελληνιστί δωρεάν διανεμόμενα. Μικρού, όμως, σχήματος και πολυτονικό, με ποίημα στην πρώτη σελίδα αντί, λ.χ., φωτογραφίας ενός Φίλιπ Ροθ, δεν αναφέρεται, ούτε αυτό ούτε τα κατά καιρούς αφιερώματά του, στον αθηναϊκό Τύπο. Το αφιέρωμα στον Νίκο Σκαλκώτα μόνο ο ευαίσθητος περί τα πολιτιστικά τεκταινόμενα Βασίλης Αγγελικόπουλος, στο πλαγιοκοπόν «Υποβολείο» του, το μνημονεύει. Παρά το γεγονός, όμως, ότι η στήλη του στεγάζεται στην «Καθημερινή», λησμονεί κι αυτός το αφιέρωμα για την εκατονταετηρίδα από τη γέννηση του Σκαλκώτα, που δημοσιεύτηκε στο πάλαι ποτέ ένθετο της εφημερίδας, τις «Επτά Ημέρες», στις 19.9.2004, σε επιμέλεια Νίκου Δοντά. Κατά τα άλλα, αναφέρει ως ένδειξη της διεθνούς εμβέλειας του Σκαλκώτα πως “η πλοήγηση στο Διαδίκτυο δίνει γι’ αυτόν 48.600 λήμματα”, αντιγράφοντας την πληροφορία από το πρόσφατο αφιέρωμα. Ένα ολωσδιόλου εσφαλμένο κριτήριο, αφού δεν πρόκειται για λήμματα αλλά για αναφορές με πολλαπλές επικαλύψεις. Λ.χ., ένα μυθιστόρημα, που μόλις κυκλοφόρησε, αναφέρεται στις ιστοσελίδες πλείστων όσων βιβλιοπωλείων. Πάντως, θα παροτρύναμε όσους το επικαλούνται να αναζητήσουν εαυτούς στο Διαδίκτυο. Αν πρόκειται για δημοσιογραφούντες θα εκπλαγούν ευχάριστα. Από την άλλη, εσφαλμένο είναι και το να χαρακτηρίζεται αγοραίος όποιος τυχαίνει να έχει πολλές διαδυκτιακές αναφορές. Αυτό το λάθος το διαπράττει ο Γιάννης Πατίλης, στο τρέχον τεύχος του περιοδικού του, «Πλανόδιον», συγκρίνοντας τις αναφορές για τον Βύρωνα Λεοντάρη με αυτές για τον στιχουργό Ισαάκ Σούση. Αν δείχνουν κάτι οι αναφορές του Διαδικτύου είναι ο βαθμός που κάποιος απασχολεί τα ΜΜΕ και όσους διαθέτουν ιστοσελίδες. Συμπέρασμα, ο Λεοντάρης ας μην επαναπαύεται στην ποίησή του κι ας γίνει περισσότερο κοινωνικός. Όταν περιφρονείς ακόμη και το κορυφαίο πολιτισμικό τέμενος του τόπου, προκοπή, τουλάχιστον διαδικτυακή, δεν έχεις.
Και επανερχόμαστε στο πρόσφατο αφιέρωμα Σκαλκώτα. Εκκινεί με συνοπτικό χρονολόγιο και κατάλογο αυτοτελών δημοσιευμάτων στα ελληνικά από τον Δ.Δ.Τριανταφυλλόπουλο, που έχει τη φροντίδα του τεύχους. Ακολουθεί εκτενές κείμενο του Νίκου Μαλιάρα για τις σχέσεις του Σκαλκώτα με την Εθνική Σχολή και ιδιαίτερα με τον Μανώλη Καλομοίρη, επικεντρωμένο στο έργο του Σκαλκώτα, «36 Ελληνικοί Χοροί». Παρεμπιπτόντως, το κείμενο έχει δημοσιευτεί αυτούσιο στο αφιέρωμα των «Επτά Ημερών». Επίσης, δημοσιεύεται διάλεξη του συστηματικού μελετητή του Σκαλκώτα, Κωστή Δεμερτζή, που δόθηκε στο κτίριο του Δημαρχείου Χαλκίδας, άλλοτε ποτέ έδρα του Ελληνικού Ωδείου, στις 14 Δεκεμβρίου 2007. Το κείμενο στηρίχτηκε σε συνέντευξη του ομιλητή, με τίτλο, «Απλές ερωτήσεις και απαντήσεις σύγχρονης Σκαλκωτικής». Είναι ενδιαφέρουσα, καθώς καθιστά προσιτό τον Σκαλκώτα, σε θεωρητικό επίπεδο, ακόμη και σε κάποιον αμύητο στη μουσική του. Μετά τη διάλεξη, ο Γιώργος Χατζηνίκος, κύριος ερμηνευτής του πιανιστικού έργου του Σκαλκώτα, έπαιξε στο πιάνο έργα του, ξεκινώντας με τις «15 Μικρές Παραλλαγές». Στο αφιέρωμα, ο μικρότερος αδελφός Δεμερτζή, ο επαγγελματίας βιολιστής Γιώργος, καταγράφει τη συμβολή των Ευβοέων στη δισκογραφία του Σκαλκώτα. Προς συμπλήρωση του αφιερώματος, ο επιμελητής επιλέγει δυο παλαιότερες κριτικές για το έργο του χαλκιδαίου μουσουργού. Της Σοφίας Σπανούδη, δημοσιευμένης στην εφημερίδα «Πρωΐα», στις 29.11.1930 (εκ παραδρομής σημειώνεται 21.11.1930), και του μουσικοκριτικού Μίνου Δούνια, γραμμένη το 1949, ένα μήνα μετά το θάνατο του συνθέτη. Η κριτική της Σπανούδη εντάσσεται στη δυσμενή υποδοχή, την οποία επιφύλαξε ο Τύπος στις δύο συναυλίες που έδωσε ο Σκαλκώτας, στην Αθήνα, στις 23 και 27 Νοεμβρίου 1930, ενώ σπούδαζε ακόμη στο Βερολίνο. Ο χλευασμός και η αποδοκιμασία για την ανοίκεια μουσική θυμίζουν την υποδοχή, την ίδια εποχή, της επίσης ανοίκειας ποίησης των υπερρεαλιστών. Εκτός από αυτά, το αφιέρωμα “προλογίζει” ποίημα του Π.Α.Σινόπουλου και “διασκεδάζει” “το φανταστικό ηλεκτρονικό ημερολόγιο του κυρίου Νίκου Σκαλκώτα”, συνταγμένο από τον Γιάννη Ευσταθιάδη.
Για ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, υπάρχει το κείμενο του Δήμου Ροδάνθη (απορούμε γιατί σε άλλους συνεργάτες του τεύχους δίνονται βιογραφικά και σε άλλους, όχι ευρύτερα γνωστούς, παραλείπονται, όπως στην περίπτωση του Ροδάνθη, για τον οποίο στο Διαδίκτυο δεν υπάρχει ούτε μια αναφορά), που τιτλοφορείται, «Για τον Θεόφιλο της Χαλκίδας, τουπίκλην Νίκο Σκαλκώτα (1904-1949), δώδεκα σημειώσεις Φιλισταίου», αφιερωμένο στην ποιήτρια και τσεμπαλίστρια Μαργαρίτα Δαλμάτη, που πέθανε στις 20 Ιουλίου 2009, την οποία είχαμε αναφέρει στις αρχές του χρόνου ανάμεσα σε άλλους ευβοείς ποιητές. Το κείμενο είναι καταμερισμένο σε δώδεκα μίνι ενότητες. Στην πρώτη, ο μελετητής διευκρινίζει πως αποκαλεί Θεόφιλους όσους θεοφιλείς, όπως ο Σκαλκώτας, πεθαίνουν πριν από το πλήρωμα του φυσιολογικού χρόνου. Ενώ, τον εαυτό του τον ονομάζει Φιλισταίο, όχι γιατί θεωρεί πως είναι άνθρωπος ακαλλιέργητος, αλλά γιατί αγαπά τη μουσική ως απλός ακροατής και τον Σκαλκώτα τον νιώθει καλύτερα μέσω της βιογραφίας του. Στη δεύτερη, βρίσκει πως η σχέση του Σκαλκώτα με τη δημοτική παράδοση πηγάζει, όχι από την αστική Χαλκίδα των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά από τη θηβαία μητέρα του, που τραγουδούσε δημοτικά τραγούδια, και τους τηνιακούς, πατέρα και θείο, αμφότερους βιολιστές. Εδώ, πληροφορεί πως στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών παραμένουν αδημοσίευτα τα 41 τόσα τραγούδια και σκοποί που ο Σκαλκώτας μετέγραψε σε ευρωπαϊκή μουσική κατά παραγγελία της Μέλπως Μερλιέ (Λογοθέτη) στα τέλη του 1934 αρχές 1935. Δηλαδή, όταν ξεκινούσε να γράφει τους «36 Ελληνικούς χορούς». Στην τρίτη, αναφέρεται στην αδημοσίευτη αλληλογραφία του Σκαλκώτα, θίγοντας το ζήτημα της ελληνικότητας, όπου και δίνει την δική του εκδοχή για το πώς το αντιμετώπισε ο Σκαλκώτας. Κατ΄αυτόν, ο συνθέτης βιώνει βαθιά το ζήτημα της ελληνικότητας στη μουσική και προχωρεί σε δικούς του δρόμους. Ουσιαστικά, εγκαθιδρύει μια Νέα Εθνική Σχολή, που είναι μια σχολή καλλιτεχνικής ελευθερίας, σε απόσταση μιας γενιάς από τον Μανώλη Καλομοίρη και την Εθνική Μουσική Σχολή. Εδώ, ο Ροδάνθης εντοπίζει παράλληλες στάσεις στο χώρο της λογοτεχνίας και των υπόλοιπων τεχνών. Στην επόμενη ενότητα προβάλλει την παραλληλία Σολωμού-Σκαλκώτα.
Στην πέμπτη ενότητα, παροτρύνει τους ερευνητές να αναζητήσουν τα εξωμουσικά ενδιαφέροντα του συνθέτη, ιδίως τα λογοτεχνικά, αφού φέρεται ως μανιώδης αναγνώστης. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η έκτη ενότητα, όπου “ερμηνεύει” τις φωτογραφίες του Σκαλκώτα ως τεκμήριο αυτού του απολλώνειου δείγματος Νεοέλληνα που υπήρξε. Δυστυχώς δεν δημοσιεύει την πιθανολογούμενη ως τελευταία φωτογραφία του από το 1948, μόνο την περιγράφει. Η φωτογραφία δημοσιεύεται, με λάθος λεζάντα, στην εξαίρετη μονογραφία του Χατζηνίκου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη, το 2006. Μαζί με την μονογραφία του μελετητή για τον Μότσαρτ, που κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο, ήταν πρωτοβουλία του μαθητή του, Περικλή Δουβίτσα. Ο Ροδάνθης, όμως, αναφέρεται, και στις αντρικές φιλίες του Σκαλκώτα. Συγκεκριμένα, μνημονεύει τους σχεδόν συνομηλίκους του, Δημήτρη Μητρόπουλο και Εμμανουήλ Μπενάκη. Γιος από τον πρώτο γάμο του Αντώνη Μπενάκη με την πρώτη του εξαδέλφη ο Μανώλης, ήταν φιλότεχνος και μουσοτραφής. Στον Σκαλωτά είχε εξασφαλίσει, το 1927, την υποτροφία που χρειαζόταν για την συνέχιση και ολοκλήρωση των σπουδών του στην Γερμανία. Στην έβδομη ενότητα, ο Ροδάνθης, καίτοι Φιλισταίος, “ακούει” στην «Τρίτη σουΐτα» του Σκαλκώτα, που γράφτηκε κατά την περίοδο του Εμφυλίου, “συγκαλυμμένες οιμωγές για την αιμάσσουσα πατρίδα”. Στην όγδοη, παρομοιάζει τον Σκαλωτά μάλλον με τον Μότσαρτ παρά με τον Σούμπερτ. Στην ενάτη, αποφαίνεται πως ο χαλκιδαίος μουσουργός “χαντακώνεται από κακούς ερμηνευτές”. Στη δεκάτη, ανακεφαλαιώνει όσα έκανε η γενέτειρα του Σκαλκώτα για το ιδιοφυές τέκνο της. Στην ενδεκάτη, απαριθμεί “desiderata”, δηλαδή τι πρέπει να γίνει για τον Σκαλωτά, σήμερα που το Αρχείο Σκαλωτά έχει μείνει ακέφαλο. Μετά τον θάνατο του συνθέτη, το είχε αναλάβει τριμελής επιτροπή, που απαρτιζόταν από τους Μίνω Δούνια, Νέλλη Ευελπίδη και Γιάννη Παπαϊωάννου, ο οποίος απεβίωσε, τελευταίος, το 2000. Στη συνέχεια, το ανέλαβε ο συνθέτης Στέφανος Βασιλειάδης, που και εκείνος πέθανε το 2004. Στην τελευταία ενότητα, ο Ροδάνθης ξεφεύγει από το θέμα του, αλλά του το συγχωρούμε. Τι ιδέα να κλείσει με Στάλιν ένα κείμενο για τον Σκαλκώτα, ακόμη κι αν αμφότεροι δεν πίστευαν στο Θεό. Όπως και να έχει, καίτοι Φιλισταίος, φαίνεται να γνωρίζει πολλά για τον μουσικό. Κρίμα, που ανοίγει μόνο χαραμάδες σε όσα ενδιαφέροντα θίγει.
Πρόκειται για ένα μικρό αλλά απολαυστικότατο στην ανάγνωση αφιέρωμα. Να θυμίσουμε πως ο Σκαλκώτας ενέπνευσε και έναν τουλάχιστον μυθιστορηματικό ήρωα. Τον μουσικό στο πολλαπλώς υπαινικτικό τελευταίο μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου, «Ο κουτσός Άγγελος», που εκδόθηκε το 2002.
Μ.Θεοδοσοπούλου
1 σχόλιο:
Κατ’ αρχήν Καλή Χρονιά!
Μικρό σχολιασμό του εξαιρετικού αφιερώματος που επιφύλαξαν στον συμπατριώτη τους «τα Νεφούρια» υπό την μπαγκέτα της καθοδήγησης του Ν. Δ. Τριανταφυλόπουλου (που έστω κι αν διατείνεται πως «δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον Μπαχ από τον Μότσαρτ» η απόληξις μολαταύτα απέβη λαμπρά).
Το έθνος αυτόν τον καιρό δεν μπορεί φυσικά να ασχολείται με επετείους. Τα οικονομικά του βλέπει και δι΄ αυτών ο σκότος και την άβυσσο. Το ίδιο κι «ο περήφανος ελληνικός λαός». Πάντοτε όμως είναι γνωστό πως από το 1949 και εντεύθεν το βλέμμα των «υπεύθυνων Ελλήνων» κοιτάζει με απορία, λύπηση και τύψεις ακέραιες στην τελευταία σειρά των βιολιών της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών εκεί όπου κάποτε σιωπηλός και απρόσιτος έσκυβε στο βιολί –σαν εκτελεστής έργων άλλων- ένα μέγεθος απροσμέτρητο: αυτό του Νίκου Σκαλκώτα…
Στέκομαι ιδιαιτέρως στο πολύ εμπεριστατωμένο και πλούσιο πληροφοριών κείμενο του κ. Δ. Ροδάνθη. Δεν έχω σχηματίσει τη γνώμη πως ο Δημήτρης Μητρόπουλος διατηρούσε εχθρική στάση απέναντι στο Σκαλκώτα. Από την σπουδαία αλληλογραφία του με την Καίτη Κατσογιάννη φαίνεται πως εκείνη προσπαθεί απεγνωσμένα να του στείλει παρτιτούρες με έργα Σκαλκώτα. Ο Μητρόπουλος δεν διαφαίνεται πουθενά πως αρνείται να τις παραλάβει η να συμπερολάβει στο ρεπερτόριό του. Βέβαια όλο κι όλο στο ηχογραφημένο υλικό του μαέστρου συμπεριλαμβάνονται μονάχα πέντε από τους «ελληνικούς χορούς» του Ν.Σ. Ας μην ξεχνούμε όμως πως κι ο Δημήτρης Μητρόπουλος ήταν ένας ακόμη «κατατρεγμένος στην πατρίδα» έλληνας. Όταν ορθοπόδησε μετά την ορχήστρα της Φιλαδέλφειας και της Μινεάπολης και διαδέχθηκε τον Αρτούρο Τοσκανίνι στην Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης η πατρίς και πολλοί φυσικά της προσκολλήσεως ζήτησαν την συνδρομή του . Ο Μητρόπουλος επέστρεψε μετά το 1940 -λίγες μετρημένες στα δάκτυλα ενός χεριού -φορές και πάντα αποστασιοποιημένος και ως θριαμβευτής βέβαια. Μοιραία λοιπόν τα απωθημένα και η σωρευμένη πικρία να συμπεριέλαβαν και τον Σκαλκώτα ο οποίος ήταν από τη φύση του λίαν ιδιαίτερος άνθρωπος. Λόγω του χαρακτήρα του ενδεχομένως απομονώθηκε και δεν πρόβαλλε το σημαντικό του έργο όπως θα έκανε οποιοσδήποτε δημιουργός. Ανάλογό του στη λογοτεχνία βέβαια δεν θα έβαζα τον Σκαρίμπα μα τον Φερνάντο Πεσσόα.
Για τις συνθήκες θανάτου του αξίζει να αναφερθεί (μονογραφία για τον Σκαλκώτα Χατζηνίκου) πως πέθανε από περιεσφιγμένη κήλη και περιτονίτιδα καθώς δεν θέλησε να παραβιάσει τη σειρά άλλων ασθενών που περίμεναν στο σαλόνι γνωστού χειρουργού και φίλου του από την Γερμανία και γιατί επίσης έφυγε μόλις τέλειωσε το ωράριο του ιατρείου ώστε να μην ενοχλήσει τον φίλο του προκειμένου να επανέλθει την επαύριον. Τις τελευταίες οικονομίες του εξάλλου είχε δώσει λίγο καιρό νωρίτερα σε ιδιωτικό μαιευτήριο της Αθήνας ώστε να γεννηθεί εκεί με ασφάλεια ο γυιός του. Για τον ιδαίτερο χαρακτήρα και την αναβλητικότητά λόγω της τελειομανίας μάλλον Νίκου Σκαλκώτα μαρτυρεί επιστολή συνεργάτη του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου στον οποίο ανατίθεται να διαλευκάνει το λόγο της αργοπορίας του συνθέτη στο θέμα μεταγραφής με ακρόαση από γραμμόφωνο σε παρτιτούρα ελληνικών σκοπών (οι οποίοι αποτέλεσαν μάλλον και το έναυσμα –υλικό για τους «36 ελληνικούς χορούς») και οποίος απελπισμένος γράφει στην Μέλπω Μερλιέ πως «ετούτος εδώ είναι χαμένη περίπτωση , ο ίδιος άφαντος, δεν μου άνοιγε, βρήκα το πατέρα του και μου είπε το και …το… και διόλου δεν έχει προχωρήσει την εργασία για την οποία έχει πληρωθεί». Αδυνατώ να καταλάβω πως ο λόγιος αυτός μουσικός (της avant gard για την εποχή του) θα μπορούσε να συγκριθεί με «ναϊφ» μεγέθη όπως ο Θεόφιλος και πως θα μπορούσε να προκύψει συνεργασία με …την Σωτηρία Μπέλλου. Ατυχής αυτή η στιγμή -εν μέσω άλλων εξαιρετικών- του κ. Ροδάνθη.
Δημοσίευση σχολίου