Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

Αφιέρωμα στον Νίκο Σκαλκώτα

«Τα Νε­φού­ρια»
Τεύ­χος 22
Φθι­νό­πω­ρο 2009
Χαλ­κί­δα

Εκπνέ­ο­ντος του 2009, κυ­κλο­φο­ρεί έ­να πρώ­το –το πι­θα­νό­τε­ρο να μεί­νει και το μο­να­δι­κό– α­φιέ­ρω­μα στον κο­ρυ­φαίο έλ­λη­να συν­θέ­τη Νί­κο Σκαλ­κώ­τα, που πέ­θα­νε στις 20 Σε­πτεμ­βρίου 1949. Επε­τεια­κό, για τη συ­μπλή­ρω­ση 60 χρό­νων α­πό το θά­να­τό του, σε η­λι­κία 45 ε­τών, κα­θό­σον γεν­νη­μέ­νος, με το πα­λαιό η­με­ρο­λό­γιο, στις 8 Μαρ­τίου 1904. Το α­φιέ­ρω­μα δεν έρ­χε­ται α­πό έ­να α­θη­ναϊκό πε­ριο­δι­κό, μου­σι­κού ή γε­νι­κό­τε­ρου πε­ριε­χο­μέ­νου, ό­πως θα α­να­με­νό­ταν, αλ­λά α­πό πε­ριο­δι­κό της Χαλ­κί­δας, που εί­ναι η γε­νέ­τει­ρα του Σκαλ­κώ­τα. Και κά­ποια πα­λαιό­τε­ρα α­φιε­ρώ­μα­τα στις α­νά δε­κα­ε­τία ε­πε­τείους του, πά­λι σε ευ­βοϊκή πε­ριο­δι­κή έκ­δο­ση ο­φεί­λο­νταν. Με άλ­λα λό­για, την ε­πο­χή της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης, η ε­ντο­πιό­τη­τα φαί­νε­ται να θριαμ­βεύει. Ευ­τυ­χώς δη­λα­δή, για­τί μό­νον έ­τσι μνη­μο­νεύο­νται και κά­ποιοι δη­μιουρ­γοί ε­κτός του πο­λι­τι­σμι­κού κα­νό­να, του­λά­χι­στον του ντό­πιου.
Να θυ­μί­σου­με πως «Τα Νε­φού­ρια» στά­θη­καν πρω­το­πό­ρα στη μό­δα των λε­γό­με­νων “φρη” πε­ριο­δι­κών, που ση­μαί­νει ελ­λη­νι­στί δω­ρεάν δια­νε­μό­με­να. Μι­κρού, ό­μως, σχή­μα­τος και πο­λυ­το­νι­κό, με ποίη­μα στην πρώ­τη σε­λί­δα α­ντί, λ.χ., φω­το­γρα­φίας ε­νός Φί­λιπ Ρο­θ, δεν α­να­φέ­ρε­ται, ού­τε αυ­τό ού­τε τα κα­τά και­ρούς α­φιε­ρώ­μα­τά του, στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο. Το α­φιέ­ρω­μα στον Νί­κο Σκαλ­κώ­τα μό­νο ο ευαί­σθη­τος πε­ρί τα πο­λι­τι­στι­κά τε­κται­νό­με­να Βα­σί­λης Αγγε­λι­κό­που­λος, στο πλα­γιο­κο­πόν «Υπο­βο­λείο» του, το μνη­μο­νεύει. Πα­ρά το γε­γο­νός, ό­μως, ό­τι η στή­λη του στε­γά­ζε­ται στην «Κα­θη­με­ρι­νή», λη­σμο­νεί κι αυ­τός το α­φιέ­ρω­μα για την ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δα α­πό τη γέν­νη­ση του Σκαλ­κώ­τα, που δη­μο­σιεύ­τη­κε στο πά­λαι πο­τέ έν­θε­το της ε­φη­με­ρί­δας, τις «Επτά Ημέ­ρες», στις 19.9.2004, σε ε­πι­μέ­λεια Νί­κου Δο­ντά. Κα­τά τα άλ­λα, α­να­φέ­ρει ως έν­δει­ξη της διε­θνούς εμ­βέ­λειας του Σκαλ­κώ­τα πως “η πλοή­γη­ση στο Δια­δί­κτυο δί­νει γι’ αυ­τόν 48.600 λήμ­μα­τα”, α­ντι­γρά­φο­ντας την πλη­ρο­φο­ρία α­πό το πρό­σφα­το α­φιέ­ρω­μα. Ένα ο­λωσ­διό­λου ε­σφαλ­μέ­νο κρι­τή­ριο, α­φού δεν πρό­κει­ται για λήμ­μα­τα αλ­λά για α­να­φο­ρές με πολ­λα­πλές ε­πι­κα­λύ­ψεις. Λ.χ., έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, που μό­λις κυ­κλο­φό­ρη­σε, α­να­φέ­ρε­ται στις ι­στο­σε­λί­δες πλεί­στων ό­σων βι­βλιο­πω­λείων. Πά­ντως, θα πα­ρο­τρύ­να­με ό­σους το ε­πι­κα­λού­νται να α­να­ζη­τή­σουν ε­αυ­τούς στο Δια­δί­κτυο. Αν πρό­κει­ται για δη­μο­σιο­γρα­φού­ντες θα εκ­πλα­γούν ευ­χά­ρι­στα. Από την άλ­λη, ε­σφαλ­μέ­νο εί­ναι και το να χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­γο­ραίος ό­ποιος τυ­χαί­νει να έ­χει πολ­λές δια­δυ­κτια­κές α­να­φο­ρές. Αυ­τό το λά­θος το δια­πράτ­τει ο Γιάν­νης Πα­τί­λης, στο τρέ­χον τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού του, «Πλα­νό­διον», συ­γκρί­νο­ντας τις α­να­φο­ρές για τον Βύ­ρω­να Λε­ο­ντά­ρη με αυ­τές για τον στι­χουρ­γό Ισαάκ Σού­ση. Αν δεί­χνουν κά­τι οι α­να­φο­ρές του Δια­δι­κτύου εί­ναι ο βαθ­μός που κά­ποιος α­πα­σχο­λεί τα ΜΜΕ και ό­σους δια­θέ­τουν ι­στο­σε­λί­δες. Συ­μπέ­ρα­σμα, ο Λε­ο­ντά­ρης ας μην ε­πα­να­παύε­ται στην ποίη­σή του κι ας γί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο κοι­νω­νι­κός. Όταν πε­ρι­φρο­νείς α­κό­μη και το κο­ρυ­φαίο πο­λι­τι­σμι­κό τέ­με­νος του τό­που, προ­κο­πή, του­λά­χι­στον δια­δι­κτυα­κή, δεν έ­χεις.
Και ε­πα­νερ­χό­μα­στε στο πρό­σφα­το α­φιέ­ρω­μα Σκαλ­κώ­τα. Εκκι­νεί με συ­νο­πτι­κό χρο­νο­λό­γιο και κα­τά­λο­γο αυ­το­τε­λών δη­μο­σιευ­μά­των στα ελ­λη­νι­κά α­πό τον Δ.Δ.Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λο, που έ­χει τη φρο­ντί­δα του τεύ­χους. Ακο­λου­θεί ε­κτε­νές κεί­με­νο του Νί­κου Μα­λιά­ρα για τις σχέ­σεις του Σκαλ­κώ­τα με την Εθνι­κή Σχο­λή και ι­διαί­τε­ρα με τον Μα­νώ­λη Κα­λο­μοί­ρη, ε­πι­κε­ντρω­μέ­νο στο έρ­γο του Σκαλ­κώ­τα, «36 Ελλη­νι­κοί Χο­ροί». Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, το κεί­με­νο έ­χει δη­μο­σιευ­τεί αυ­τού­σιο στο α­φιέ­ρω­μα των «Επτά Ημε­ρών». Επί­σης, δη­μο­σιεύε­ται διά­λε­ξη του συ­στη­μα­τι­κού με­λε­τη­τή του Σκαλ­κώ­τα, Κω­στή Δε­μερτ­ζή, που δό­θη­κε στο κτί­ριο του Δη­μαρ­χείου Χαλ­κί­δας, άλ­λο­τε πο­τέ έ­δρα του Ελλη­νι­κού Ωδείου, στις 14 Δε­κεμ­βρίου 2007. Το κεί­με­νο στη­ρί­χτη­κε σε συ­νέ­ντευ­ξη του ο­μι­λη­τή, με τίτ­λο, «Απλές ε­ρω­τή­σεις και α­πα­ντή­σεις σύγ­χρο­νης Σκαλ­κω­τι­κής». Εί­ναι εν­δια­φέ­ρου­σα, κα­θώς κα­θι­στά προ­σι­τό τον Σκαλ­κώ­τα, σε θεω­ρη­τι­κό ε­πί­πε­δο, α­κό­μη και σε κά­ποιον α­μύη­το στη μου­σι­κή του. Με­τά τη διά­λε­ξη, ο Γιώρ­γος Χατ­ζη­νί­κος, κύ­ριος ερ­μη­νευ­τής του πια­νι­στι­κού έρ­γου του Σκαλ­κώ­τα, έ­παι­ξε στο πιά­νο έρ­γα του, ξε­κι­νώ­ντας με τις «15 Μι­κρές Πα­ραλ­λα­γές». Στο α­φιέ­ρω­μα, ο μι­κρό­τε­ρος α­δελ­φός Δε­μερτ­ζή, ο ε­παγ­γελ­μα­τίας βιο­λι­στής Γιώρ­γος, κα­τα­γρά­φει τη συμ­βο­λή των Ευ­βοέων στη δι­σκο­γρα­φία του Σκαλ­κώ­τα. Προς συ­μπλή­ρω­ση του α­φιε­ρώ­μα­τος, ο ε­πι­με­λη­τής ε­πι­λέ­γει δυο πα­λαιό­τε­ρες κρι­τι­κές για το έρ­γο του χαλ­κι­δαίου μου­σουρ­γού. Της Σο­φίας Σπα­νού­δη, δη­μο­σιευ­μέ­νης στην ε­φη­με­ρί­δα «Πρωΐα», στις 29.11.1930 (εκ πα­ρα­δρο­μής ση­μειώ­νε­ται 21.11.1930), και του μου­σι­κο­κρι­τι­κού Μί­νου Δού­νια, γραμ­μέ­νη το 1949, έ­να μή­να με­τά το θά­να­το του συν­θέ­τη. Η κρι­τι­κή της Σπα­νού­δη ε­ντάσ­σε­ται στη δυ­σμε­νή υ­πο­δο­χή, την ο­ποία ε­πι­φύ­λα­ξε ο Τύ­πος στις δύο συ­ναυ­λίες που έ­δω­σε ο Σκαλ­κώ­τας, στην Αθή­να, στις 23 και 27 Νο­εμ­βρίου 1930, ε­νώ σπού­δα­ζε α­κό­μη στο Βε­ρο­λί­νο. Ο χλευα­σμός και η α­πο­δο­κι­μα­σία για την α­νοί­κεια μου­σι­κή θυ­μί­ζουν την υ­πο­δο­χή, την ί­δια ε­πο­χή, της ε­πί­σης α­νοί­κειας ποίη­σης των υ­περ­ρε­α­λι­στών. Εκτός α­πό αυ­τά, το α­φιέ­ρω­μα “προ­λο­γί­ζει” ποίη­μα του Π.Α.Σι­νό­που­λου και “δια­σκε­δά­ζει” “το φα­ντα­στι­κό η­λεκ­τρο­νι­κό η­με­ρο­λό­γιο του κυ­ρίου Νί­κου Σκαλ­κώ­τα”, συ­νταγ­μέ­νο α­πό τον Γιάν­νη Ευ­στα­θιά­δη.
Για έ­να ευ­ρύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, υ­πάρ­χει το κεί­με­νο του Δή­μου Ρο­δάν­θη (α­πο­ρού­με για­τί σε άλ­λους συ­νερ­γά­τες του τεύ­χους δί­νο­νται βιο­γρα­φι­κά και σε άλ­λους, ό­χι ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στούς, πα­ρα­λεί­πο­νται, ό­πως στην πε­ρί­πτω­ση του Ρο­δάν­θη, για τον ο­ποίο στο Δια­δί­κτυο δεν υ­πάρ­χει ού­τε μια α­να­φο­ρά), που τιτ­λο­φο­ρεί­ται, «Για τον Θεό­φι­λο της Χαλ­κί­δας, του­πί­κλην Νί­κο Σκαλ­κώ­τα (1904-1949), δώ­δε­κα ση­μειώ­σεις Φι­λι­σταίου», α­φιε­ρω­μέ­νο στην ποιή­τρια και τσε­μπα­λί­στρια Μαρ­γα­ρί­τα Δαλ­μά­τη, που πέ­θα­νε στις 20 Ιου­λίου 2009, την ο­ποία εί­χα­με α­να­φέ­ρει στις αρ­χές του χρό­νου α­νά­με­σα σε άλ­λους ευ­βο­είς ποιη­τές. Το κεί­με­νο εί­ναι κα­τα­με­ρι­σμέ­νο σε δώ­δε­κα μί­νι ε­νό­τη­τες. Στην πρώ­τη, ο με­λε­τη­τής διευ­κρι­νί­ζει πως α­πο­κα­λεί Θεό­φι­λους ό­σους θε­ο­φι­λείς, ό­πως ο Σκαλ­κώ­τας, πε­θαί­νουν πριν α­πό το πλή­ρω­μα του φυ­σιο­λο­γι­κού χρό­νου. Ενώ, τον ε­αυ­τό του τον ο­νο­μά­ζει Φι­λι­σταίο, ό­χι για­τί θεω­ρεί πως εί­ναι άν­θρω­πος α­καλ­λιέρ­γη­τος, αλ­λά για­τί α­γα­πά τη μου­σι­κή ως α­πλός α­κρο­α­τής και τον Σκαλ­κώ­τα τον νιώ­θει κα­λύ­τε­ρα μέ­σω της βιο­γρα­φίας του. Στη δεύ­τε­ρη, βρί­σκει πως η σχέ­ση του Σκαλ­κώ­τα με τη δη­μο­τι­κή πα­ρά­δο­ση πη­γά­ζει, ό­χι α­πό την α­στι­κή Χαλ­κί­δα των αρ­χών του 20ου αιώ­να, αλ­λά α­πό τη θη­βαία μη­τέ­ρα του, που τρα­γου­δού­σε δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια, και τους τη­νια­κούς, πα­τέ­ρα και θείο, αμ­φό­τε­ρους βιο­λι­στές. Εδώ, πλη­ρο­φο­ρεί πως στο Κέ­ντρο Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών πα­ρα­μέ­νουν α­δη­μο­σίευ­τα τα 41 τό­σα τρα­γού­δια και σκο­ποί που ο Σκαλ­κώ­τας με­τέ­γρα­ψε σε ευ­ρω­παϊκή μου­σι­κή κα­τά πα­ραγ­γε­λία της Μέλ­πως Μερ­λιέ (Λο­γο­θέ­τη) στα τέ­λη του 1934 αρ­χές 1935. Δη­λα­δή, ό­ταν ξε­κι­νού­σε να γρά­φει τους «36 Ελλη­νι­κούς χο­ρούς». Στην τρί­τη, α­να­φέ­ρε­ται στην α­δη­μο­σίευ­τη αλ­λη­λο­γρα­φία του Σκαλ­κώ­τα, θί­γο­ντας το ζή­τη­μα της ελ­λη­νι­κό­τη­τας, ό­που και δί­νει την δι­κή του εκ­δο­χή για το πώς το α­ντι­με­τώ­πι­σε ο Σκαλ­κώ­τας. Κα­τ΄αυ­τόν, ο συν­θέ­της βιώ­νει βα­θιά το ζή­τη­μα της ελ­λη­νι­κό­τη­τας στη μου­σι­κή και προ­χω­ρεί σε δι­κούς του δρό­μους. Ου­σια­στι­κά, ε­γκα­θι­δρύει μια Νέα Εθνι­κή Σχο­λή, που εί­ναι μια σχο­λή καλ­λι­τε­χνι­κής ε­λευ­θε­ρίας, σε α­πό­στα­ση μιας γε­νιάς α­πό τον Μα­νώ­λη Κα­λο­μοί­ρη και την Εθνι­κή Μου­σι­κή Σχο­λή. Εδώ, ο Ρο­δάν­θης ε­ντο­πί­ζει πα­ράλ­λη­λες στά­σεις στο χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας και των υ­πό­λοι­πων τε­χνών. Στην ε­πό­με­νη ε­νό­τη­τα προ­βάλ­λει την πα­ραλ­λη­λία Σο­λω­μού-Σκαλ­κώ­τα.
Στην πέ­μπτη ε­νό­τη­τα, πα­ρο­τρύ­νει τους ε­ρευ­νη­τές να α­να­ζη­τή­σουν τα ε­ξω­μου­σι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα του συν­θέ­τη, ι­δίως τα λο­γο­τε­χνι­κά, α­φού φέ­ρε­ται ως μα­νιώ­δης α­να­γνώ­στης. Ιδιαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρου­σα εί­ναι η έ­κτη ε­νό­τη­τα, ό­που “ερ­μη­νεύει” τις φω­το­γρα­φίες του Σκαλ­κώ­τα ως τεκ­μή­ριο αυ­τού του α­πολ­λώ­νειου δείγ­μα­τος Νε­οέλ­λη­να που υ­πήρ­ξε. Δυ­στυ­χώς δεν δη­μο­σιεύει την πι­θα­νο­λο­γού­με­νη ως τε­λευ­ταία φω­το­γρα­φία του α­πό το 1948, μό­νο την πε­ρι­γρά­φει. Η φω­το­γρα­φία δη­μο­σιεύε­ται, με λά­θος λε­ζά­ντα, στην ε­ξαί­ρε­τη μο­νο­γρα­φία του Χατ­ζη­νί­κου, που κυ­κλο­φό­ρη­σε α­πό τις εκ­δό­σεις Νε­φέ­λη, το 2006. Μα­ζί με την μο­νο­γρα­φία του με­λε­τη­τή για τον Μό­τσαρ­τ, που κυ­κλο­φό­ρη­σε τον ε­πό­με­νο χρό­νο, ή­ταν πρω­το­βου­λία του μα­θη­τή του, Πε­ρι­κλή Δου­βί­τσα. Ο Ρο­δάν­θης, ό­μως, α­να­φέ­ρε­ται, και στις α­ντρι­κές φι­λίες του Σκαλ­κώ­τα. Συ­γκε­κρι­μέ­να, μνη­μο­νεύει τους σχε­δόν συ­νο­μη­λί­κους του, Δη­μή­τρη Μη­τρό­που­λο και Εμμα­νουήλ Μπε­νά­κη. Γιος α­πό τον πρώ­το γά­μο του Αντώ­νη Μπε­νά­κη με την πρώ­τη του ε­ξα­δέλ­φη ο Μα­νώ­λης, ή­ταν φι­λό­τε­χνος και μου­σο­τρα­φής. Στον Σκα­λω­τά εί­χε ε­ξα­σφα­λί­σει, το 1927, την υ­πο­τρο­φία που χρεια­ζό­ταν για την συ­νέ­χι­ση και ο­λο­κλή­ρω­ση των σπου­δών του στην Γερ­μα­νία. Στην έ­βδο­μη ε­νό­τη­τα, ο Ρο­δάν­θης, καί­τοι Φι­λι­σταίος, “α­κούει” στην «Τρί­τη σουΐτα» του Σκαλ­κώ­τα, που γρά­φτη­κε κα­τά την πε­ρίο­δο του Εμφυ­λίου, “συ­γκα­λυμ­μέ­νες οι­μω­γές για την αι­μάσ­σου­σα πα­τρί­δα”. Στην ό­γδοη, πα­ρο­μοιά­ζει τον Σκα­λω­τά μάλ­λον με τον Μό­τσαρτ πα­ρά με τον Σού­μπερτ. Στην ε­νά­τη, α­πο­φαί­νε­ται πως ο χαλ­κι­δαίος μου­σουρ­γός “χα­ντα­κώ­νε­ται α­πό κα­κούς ερ­μη­νευ­τές”. Στη δε­κά­τη, α­να­κε­φα­λαιώ­νει ό­σα έ­κα­νε η γε­νέ­τει­ρα του Σκαλ­κώ­τα για το ι­διο­φυές τέ­κνο της. Στην εν­δε­κά­τη, α­πα­ριθ­μεί “desiderata”, δη­λα­δή τι πρέ­πει να γί­νει για τον Σκα­λω­τά, σή­με­ρα που το Αρχείο Σκα­λω­τά έ­χει μεί­νει α­κέ­φα­λο. Με­τά τον θά­να­το του συν­θέ­τη, το εί­χε α­να­λά­βει τρι­με­λής ε­πι­τρο­πή, που α­παρ­τι­ζό­ταν α­πό τους Μί­νω Δού­νια, Νέλ­λη Ευελ­πί­δη και Γιάν­νη Πα­παϊωάν­νου, ο ο­ποίος α­πε­βίω­σε, τε­λευ­ταίος, το 2000. Στη συ­νέ­χεια, το α­νέ­λα­βε ο συν­θέ­της Στέ­φα­νος Βα­σι­λειά­δης, που και ε­κεί­νος πέ­θα­νε το 2004. Στην τε­λευ­ταία ε­νό­τη­τα, ο Ρο­δάν­θης ξε­φεύ­γει α­πό το θέ­μα του, αλ­λά του το συγ­χω­ρού­με. Τι ι­δέα να κλεί­σει με Στά­λιν έ­να κεί­με­νο για τον Σκαλ­κώ­τα, α­κό­μη κι αν αμ­φό­τε­ροι δεν πί­στευαν στο Θεό. Όπως και να έ­χει, καί­τοι Φι­λι­σταίος, φαί­νε­ται να γνω­ρί­ζει πολ­λά για τον μου­σι­κό. Κρί­μα, που α­νοί­γει μό­νο χα­ρα­μά­δες σε ό­σα εν­δια­φέ­ρο­ντα θί­γει.
Πρό­κει­ται για έ­να μι­κρό αλ­λά α­πο­λαυ­στι­κό­τα­το στην α­νά­γνω­ση α­φιέ­ρω­μα. Να θυ­μί­σου­με πως ο Σκαλ­κώ­τας ε­νέ­πνευ­σε και έ­ναν του­λά­χι­στον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα. Τον μου­σι­κό στο πολ­λα­πλώς υ­παι­νι­κτι­κό τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα του Αλέ­ξη Παν­σέ­λη­νου, «Ο κου­τσός Άγγε­λος», που εκ­δό­θη­κε το 2002.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

1 σχόλιο:

Νώντας Τσίγκας είπε...

Κατ’ αρχήν Καλή Χρονιά!
Μικρό σχολιασμό του εξαιρετικού αφιερώματος που επιφύλαξαν στον συμπατριώτη τους «τα Νεφούρια» υπό την μπαγκέτα της καθοδήγησης του Ν. Δ. Τριανταφυλόπουλου (που έστω κι αν διατείνεται πως «δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον Μπαχ από τον Μότσαρτ» η απόληξις μολαταύτα απέβη λαμπρά).
Το έθνος αυτόν τον καιρό δεν μπορεί φυσικά να ασχολείται με επετείους. Τα οικονομικά του βλέπει και δι΄ αυτών ο σκότος και την άβυσσο. Το ίδιο κι «ο περήφανος ελληνικός λαός». Πάντοτε όμως είναι γνωστό πως από το 1949 και εντεύθεν το βλέμμα των «υπεύθυνων Ελλήνων» κοιτάζει με απορία, λύπηση και τύψεις ακέραιες στην τελευταία σειρά των βιολιών της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών εκεί όπου κάποτε σιωπηλός και απρόσιτος έσκυβε στο βιολί –σαν εκτελεστής έργων άλλων- ένα μέγεθος απροσμέτρητο: αυτό του Νίκου Σκαλκώτα…
Στέκομαι ιδιαιτέρως στο πολύ εμπεριστατωμένο και πλούσιο πληροφοριών κείμενο του κ. Δ. Ροδάνθη. Δεν έχω σχηματίσει τη γνώμη πως ο Δημήτρης Μητρόπουλος διατηρούσε εχθρική στάση απέναντι στο Σκαλκώτα. Από την σπουδαία αλληλογραφία του με την Καίτη Κατσογιάννη φαίνεται πως εκείνη προσπαθεί απεγνωσμένα να του στείλει παρτιτούρες με έργα Σκαλκώτα. Ο Μητρόπουλος δεν διαφαίνεται πουθενά πως αρνείται να τις παραλάβει η να συμπερολάβει στο ρεπερτόριό του. Βέβαια όλο κι όλο στο ηχογραφημένο υλικό του μαέστρου συμπεριλαμβάνονται μονάχα πέντε από τους «ελληνικούς χορούς» του Ν.Σ. Ας μην ξεχνούμε όμως πως κι ο Δημήτρης Μητρόπουλος ήταν ένας ακόμη «κατατρεγμένος στην πατρίδα» έλληνας. Όταν ορθοπόδησε μετά την ορχήστρα της Φιλαδέλφειας και της Μινεάπολης και διαδέχθηκε τον Αρτούρο Τοσκανίνι στην Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης η πατρίς και πολλοί φυσικά της προσκολλήσεως ζήτησαν την συνδρομή του . Ο Μητρόπουλος επέστρεψε μετά το 1940 -λίγες μετρημένες στα δάκτυλα ενός χεριού -φορές και πάντα αποστασιοποιημένος και ως θριαμβευτής βέβαια. Μοιραία λοιπόν τα απωθημένα και η σωρευμένη πικρία να συμπεριέλαβαν και τον Σκαλκώτα ο οποίος ήταν από τη φύση του λίαν ιδιαίτερος άνθρωπος. Λόγω του χαρακτήρα του ενδεχομένως απομονώθηκε και δεν πρόβαλλε το σημαντικό του έργο όπως θα έκανε οποιοσδήποτε δημιουργός. Ανάλογό του στη λογοτεχνία βέβαια δεν θα έβαζα τον Σκαρίμπα μα τον Φερνάντο Πεσσόα.
Για τις συνθήκες θανάτου του αξίζει να αναφερθεί (μονογραφία για τον Σκαλκώτα Χατζηνίκου) πως πέθανε από περιεσφιγμένη κήλη και περιτονίτιδα καθώς δεν θέλησε να παραβιάσει τη σειρά άλλων ασθενών που περίμεναν στο σαλόνι γνωστού χειρουργού και φίλου του από την Γερμανία και γιατί επίσης έφυγε μόλις τέλειωσε το ωράριο του ιατρείου ώστε να μην ενοχλήσει τον φίλο του προκειμένου να επανέλθει την επαύριον. Τις τελευταίες οικονομίες του εξάλλου είχε δώσει λίγο καιρό νωρίτερα σε ιδιωτικό μαιευτήριο της Αθήνας ώστε να γεννηθεί εκεί με ασφάλεια ο γυιός του. Για τον ιδαίτερο χαρακτήρα και την αναβλητικότητά λόγω της τελειομανίας μάλλον Νίκου Σκαλκώτα μαρτυρεί επιστολή συνεργάτη του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου στον οποίο ανατίθεται να διαλευκάνει το λόγο της αργοπορίας του συνθέτη στο θέμα μεταγραφής με ακρόαση από γραμμόφωνο σε παρτιτούρα ελληνικών σκοπών (οι οποίοι αποτέλεσαν μάλλον και το έναυσμα –υλικό για τους «36 ελληνικούς χορούς») και οποίος απελπισμένος γράφει στην Μέλπω Μερλιέ πως «ετούτος εδώ είναι χαμένη περίπτωση , ο ίδιος άφαντος, δεν μου άνοιγε, βρήκα το πατέρα του και μου είπε το και …το… και διόλου δεν έχει προχωρήσει την εργασία για την οποία έχει πληρωθεί». Αδυνατώ να καταλάβω πως ο λόγιος αυτός μουσικός (της avant gard για την εποχή του) θα μπορούσε να συγκριθεί με «ναϊφ» μεγέθη όπως ο Θεόφιλος και πως θα μπορούσε να προκύψει συνεργασία με …την Σωτηρία Μπέλλου. Ατυχής αυτή η στιγμή -εν μέσω άλλων εξαιρετικών- του κ. Ροδάνθη.