Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Καντακουζηνοί

«Δυο πρί­γκι­πες 
στην Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση
«Επι­στο­λές αυ­τό­πτη
μάρ­τυ­ρα και έ­να υ­πό­μνη­μα
του πρί­γκι­πα
Γεωρ­γίου Κα­ντα­κου­ζη­νού
για την Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση»
Χάλ­λη της Σα­ξο­νία 1824
Με­τά­φρα­ση: Χρί­στος
Μ. Οι­κο­νό­μου
Ει­σα­γω­γή - σχό­λια – ε­πι­μέ­λεια
Βα­σί­λης Πα­να­γιω­τό­που­λος 
Ινστι­τού­το Ιστο­ρι­κών Ερευ­νών
Εκδ. Ασί­νη, 2015

Η συ­νέ­χεια α­πό την προ­η­γού­με­νη Κυ­ρια­κή, με τον τίτ­λο του βι­βλίου του Βα­σί­λη Πα­να­γιω­τό­που­λου. Να θυ­μί­σου­με, πως η Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση έ­χει ή­δη δυο γνω­στούς πρί­γκι­πες, τους Υψη­λά­ντη­δες, Αλέ­ξαν­δρο και Δη­μή­τριο. Δε­δο­μέ­νου, μά­λι­στα, ό­τι οι εν λό­γω Κα­ντα­κου­ζη­νοί α­νή­κουν, το πι­θα­νό­τε­ρο, σε κλά­δο της οι­κο­γέ­νειας των Κα­ντα­κου­ζη­νών, που α­πα­ντά­ται κα­τά τον 16ο αι. στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, μέ­λη του ο­ποίου κα­τέ­λα­βαν η­γε­τι­κές  θέ­σεις σε Βλα­χία και Μολ­δα­βία, θα ή­ταν προ­τι­μό­τε­ρο, ο γερ­μα­νι­κός τίτ­λος furst”, με umlaut στο φω­νήεν, να α­πο­δο­θεί ως η­γε­μό­νας, που, στα συμ­φρα­ζό­με­να της ε­πο­χής, εί­ναι ο υ­ψη­λό­τε­ρος τίτ­λος στη Μολ­δο­βλα­χία. Οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι, κα­θώς και ό­σοι ε­πι­λέ­γο­νταν να ε­παν­δρώ­σουν τις α­νώ­τα­τες στρα­τιω­τι­κές και διοι­κη­τι­κές θέ­σεις, έρ­χο­νταν α­πό την τά­ξη των βο­γιά­ρων. Όπως α­να­φέ­ρει ο Πα­να­γιω­τό­που­λος, στην πρώ­το μέ­ρος της “ει­σα­γω­γής στις ε­πι­στο­λές”, οι α­δελ­φοί Κα­ντα­κου­ζη­νοί εί­ναι υιοί του Ματ­θαίου Ιωάν­νου Κα­ντα­κου­ζη­νού, βο­γιά­ρου, και της Ραλ­λούς Καλ­λι­μά­χη του Γρη­γο­ρίου. Πα­ρα­λεί­πει την πλη­ρο­φο­ρία πως ο Ματ­θαίος Ιωάν­νου Κα­ντα­κου­ζη­νός εί­χε τον τίτ­λο του Μέ­γα Βορ­νί­κου, τον ο­ποίο ό­φει­λε στην τά­ξη του, ό­πως και ό­τι το γέ­νος εκ μη­τρός της Ραλ­λούς ή­ταν Μαυ­ρο­κορ­δά­του. 
Ενώ, φαί­νε­ται να κά­νει μια ε­πί τρο­χά­δην βι­βλιο­γρα­φι­κή ε­νη­μέ­ρω­ση, κα­τά την α­να­διά­τα­ξη των δι­κών του στοι­χείων, ο­ρί­ζει ως κά­πως με­γα­λύ­τε­ρο σε η­λι­κία τον Αλέ­ξαν­δρο, με έ­τος γεν­νή­σεως το 1781, χω­ρίς να α­να­φέ­ρει χρο­νο­λο­γία γέν­νη­σης του Γεωρ­γίου. Κι ό­μως, τα βιο­γρα­φι­κά της Familia Cantacuzino εί­ναι γνω­στά. Κα­τά τους λημ­μα­το­γρά­φους των πα­λαιών ε­γκυ­κλο­παι­δειών, αλ­λά και τους νεό­τε­ρους συγ­γρα­φείς ξε­νό­γλωσ­σων συγ­γραμ­μά­των, με­γα­λύ­τε­ρος εί­ναι ο Γεώρ­γιος, που α­να­φέ­ρε­ται ως Egor, με έ­να έ­τος δια­φο­ρά α­πό τον Αλέ­ξαν­δρο. Γεν­νη­θέ­ντες, α­ντί­στοι­χα, το 1786 και το 1787, και α­πο­θα­νό­ντες, ο πρε­σβύ­τε­ρος στην Οδησ­σό το 1841 και ο νεό­τε­ρος στο Κισ­νό­βι το 1857 και ό­χι το 1851. Κα­τά τα άλ­λα, δε­δο­μέ­νης της δο­μής που ε­πέ­λε­ξε ο Πα­να­γιω­τό­που­λος για το βι­βλίο του, προ­η­γεί­ται η πε­ρι­γρα­φή του ντο­κου­μέ­ντου. 

Το ντο­κου­μέ­ντο

Σύμ­φω­να με τον εκ­δό­τη του γερ­μα­νι­κού βι­βλίου, οι ε­πι­στο­λές “γρά­φτη­καν α­πό έ­ναν κα­λά πλη­ρο­φο­ρη­μέ­νο Έλλη­να ως α­πά­ντη­ση ε­νός ε­μπο­ρι­κού φί­λου στη Γερ­μα­νία και φτά­σα­νε, α­πό μία ευ­τυ­χή σύ­μπτω­ση, ως ε­μπι­στευ­τι­κές πλη­ρο­φο­ρίες στα χέ­ρια ε­νός τρί­του. Αυ­τός ξαφ­νιά­στη­κε ευ­χά­ρι­στα α­πό τον α­ναμ­φι­σβή­τη­το χα­ρα­κτή­ρα της α­λή­θειας και της α­ξιο­πι­στίας στην πε­ρι­γρα­φή των κα­τα­στά­σεων και των γε­γο­νό­των, για τα ο­ποία το γερ­μα­νι­κό κοι­νό ή­ταν, μέ­χρι τώ­ρα, εί­τε πο­λύ λί­γο ή κα­θό­λου ε­νη­με­ρω­μέ­νο, ώ­στε να τους ή­τα­νε πο­λύ ευ­πρόσ­δε­κτη μια ε­πί­ση­μη πλη­ρο­φό­ρη­ση.” Πρό­κει­ται για 33 ε­πι­στο­λές, ό­που ο α­πο­στο­λέ­ας,  στην πρώ­τη ε­πι­στο­λή του, πα­ρα­θέ­τει πλη­ρο­φο­ρίες “για ό,τι προ­η­γή­θη­κε πριν α­πό την ί­δρυ­ση της Εται­ρείας”. Συ­γκε­κρι­μέ­να, α­πό “το αρ­χι­κό σχέ­διο της Εται­ρείας που ή­ταν αυ­τό του Ρή­γα”, δια­ψεύ­δο­ντας την ά­πο­ψη “ό­τι η Εται­ρεία έ­χει δε­σμό με τον Τε­κτο­νι­σμό, τον Καρ­μπο­να­ρι­σμό ή με ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη μυ­στι­κή Εται­ρεία.” Στη δεύ­τε­ρη ε­πι­στο­λή, ε­ξι­στο­ρεί το τρα­γι­κό τέ­λος του Ρή­γα, ε­πι­κρί­νο­ντας τη Ρω­σία, που, στους πο­λέ­μους ε­να­ντίον της Τουρ­κίας, εκ­με­ταλ­λευό­ταν τον ζή­λο των Ελλή­νων και με­τά τους ε­γκα­τέ­λει­πε. Στην τρί­τη ε­πι­στο­λή, α­να­φέ­ρε­ται στην ει­κο­σα­ε­τία με­τά τον θά­να­το του Ρή­γα, 1757 – 1815, ό­ταν οι Έλλη­νες ε­πε­κτεί­νουν το ε­μπό­ριο προς τη Δύ­ση, α­πο­κτούν πλοία, διευ­ρύ­νουν ση­μα­ντι­κά την πε­ριου­σια­κή τους κα­τά­στα­ση και φρο­ντί­ζουν για τη μόρ­φω­ση του λα­ού. 
Στη συ­νέ­χεια, α­πο­κα­λύ­πτει έ­να πρώ­το δι­κό του ί­χνος: “Μό­λις το έ­τος 1815 σκέ­φτη­καν με­ρι­κοί Έλλη­νες, που ζού­σαν στη Ρω­σία, να ι­δρύ­σουν την Εται­ρεία. Εφτά απ’ αυ­τούς, με­τα­ξύ των ο­ποίων και ε­γώ... μα­ζεύ­τη­καν στη Μό­σχα... έ­βα­λαν τα πρώ­τα θε­μέ­λια και α­φού ό­ρι­σαν και κά­ποιους Κα­νο­νι­σμούς, τα­ξί­δε­ψαν στην Οδησ­σό” Ονο­μα­στι­κά α­να­φέ­ρει μό­νο τους δυο α­πο­θα­νό­ντες, τον Σκου­φά (1818) και τον Γα­λά­τη (1819), α­νι­στο­ρώ­ντας τη δρά­ση του δεύ­τε­ρου, που κα­τέ­λη­ξε στη δο­λο­φο­νία του. Τέ­λος, συ­νο­ψί­ζει: “Οι υ­πό­λοι­ποι έ­ξι Έλλη­νες, με­τά α­πό  σύ­ντο­μη πα­ρα­μο­νή στην Οδησ­σό, χώ­ρι­σαν και τα­ξί­δε­ψαν προς διά­φο­ρες κα­τευ­θύν­σεις...”  
Στην ε­πό­με­νη ε­πι­στο­λή, α­να­φέ­ρε­ται στην Εται­ρεία, τη δο­μή και τον Κα­νο­νι­σμό της. Μό­νο, στην τε­λευ­ταία πα­ρά­γρα­φο, μνη­μο­νεύει για πρώ­τη φο­ρά, τον Αλέ­ξαν­δρο Κα­ντα­κου­ζη­νό, τον, κα­τά Πα­να­γιω­τό­που­λο, συγ­γρα­φέα των ε­πι­στο­λώ­ν: “Αφού πέ­ρα­σε α­πό τη Βιέν­νη και την Τερ­γέ­στη τον Απρί­λιο του 1821, ο Πρί­γκι­πας Αλέ­ξαν­δρος Κα­ντα­κου­ζη­νός, έ­μα­θαν οι Έλλη­νες αυ­τής της χώ­ρας, που εί­χαν ή­δη πά­ρει α­πό τον Αλέ­ξαν­δρο Υψη­λά­ντη τα πρώ­τα μη­νύ­μα­τα, τι α­κρι­βώς συ­νέ­βαι­νε.” Στην ε­πό­με­νη ε­πι­στο­λή, δί­νει πλη­ρο­φο­ρίες για την ε­κλο­γή του Πρί­γκι­πα Υψη­λά­ντη... στην κο­ρυ­φή της ε­πι­χει­ρή­σεως. Εδώ, μνη­μο­νεύει και τον Γεώρ­γιο Κα­ντα­κου­ζη­νό: “Στα­μα­τώ ε­δώ τη συ­νέ­χεια της διη­γή­σεώς μου, για­τί ο Πρί­γκι­πας Γεώρ­γιος Κα­ντα­κου­ζι­νός γρά­φει στο Υπό­μνη­μά του για τους λό­γους που ο­δή­γη­σαν τον Υψη­λά­ντη να α­πο­δε­χτεί την πρό­τα­ση και α­να­φέ­ρει προ­η­γου­μέ­νως τα γε­γο­νό­τα που συ­νέ­βη­σαν τον ί­διο και­ρό στη Μολ­δα­βία και την Βλα­χία. Έτσι θα σας α­να­φέ­ρω μό­νο τα γε­γο­νό­τα ε­κεί­να που, σύμ­φω­να με τις δι­κές μου πλη­ρο­φο­ρίες, του διέ­φυ­γαν. Προ­πα­ντός ό­μως δια­βά­στε το Υπό­μνη­μά του. Σας το στέλ­νω μα­ζί και σας δί­νω τη βε­βαιό­τη­τα ό­τι ό­λα ό­σα γρά­φει α­ντα­πο­κρί­νο­νται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα”.
Αυ­τό και πράτ­τει, ό­πως δεί­χνει η ε­πό­με­νη ε­πι­στο­λή: “Αφού, χω­ρίς αμ­φι­βο­λία, θα έ­χε­τε δια­βά­σει το Υπό­μνη­μα... ε­γώ συ­νε­χί­ζω α­πό ε­κεί τη διή­γη­σή μου.”  Τον Γεώρ­γιο Κα­ντα­κου­ζη­νό τον α­να­φέ­ρει εν πα­ρό­δω σε δυο α­κό­μη ε­πι­στο­λές. Στην έ­βδο­μη, ό­που ο­νο­μα­τί­ζει τη συ­νο­δεία του Αλέ­ξαν­δρου Υψη­λά­ντη, ό­ταν πέ­ρα­σε τον Πρού­θο και έ­φτα­σε στις 22 Φε­βρ. στο Ιά­σιο, και στην ε­νά­τη, ό­που πα­ρα­πέ­μπει στο Υπό­μνη­μά του για ό­σα συ­νέ­βη­σαν στις δυο τε­λευ­ταίες μά­χες στο Σκου­λέ­νι της Μολ­δα­βίας. Σε αυ­τήν την ε­πι­στο­λή, φτά­νει μέ­χρι την 1η Αυγ., ο­λο­κλη­ρώ­νο­ντας την ε­ξι­στό­ρη­ση της ε­πι­χεί­ρη­σης του Αλέ­ξαν­δρου Υψη­λά­ντη στη Μολ­δα­βία και τη Βλα­χία, την ο­ποία, ευ­θύς εξ αρ­χής, χα­ρα­κτη­ρί­ζει ως ά­και­ρη.
Αντι­θέ­τως, πολ­λα­πλώς α­να­φέ­ρε­ται στον Αλέ­ξαν­δρο Κα­ντα­κου­ζη­νό, κα­θώς, α­πό την δε­κά­τη ε­πι­στο­λή και ύ­στε­ρα, α­φη­γεί­ται την κά­θο­δό του στον Μο­ριά, ό­που προ­η­γή­θη­κε του Δη­μή­τρη Υψη­λά­ντη. Εδώ, η α­φή­γη­ση γί­νε­ται αυ­το­βιο­γρα­φι­κή, α­φού ο ε­πι­στο­λο­γρά­φος πλη­ρο­φο­ρεί πως συ­νό­δευε τον Κα­ντα­κου­ζη­νό σε Μο­νεμ­βα­σιά και Τρι­πο­λι­τσά. Στην 29η ε­πι­στο­λή, φαί­νε­ται πως οι δρό­μοι Υψη­λά­ντη-Κα­ντα­κου­ζη­νού χώ­ρι­σαν, με τον ε­πι­στο­λο­γρά­φο να α­κο­λου­θεί τον Κα­ντα­κου­ζη­νό: “Ο Πρί­γκι­πας ε­γκα­τέ­λει­ψε την Τρί­πο­λη στις 2 (14) Σε­πτεμ­βρίου, με συ­νο­δεία Μαυ­ρο­κορ­δά­το... ”. “Στις 8 (20) Σε­πτεμ­βρίου φτά­σα­με στα Σά­λω­να..”. Ο Κα­ντα­κου­ζη­νός και ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος θα πή­γαι­ναν στο Βρα­χώ­ρι ή το Πέ­τα... Σύμ­φω­να με την 31η ε­πι­στο­λή: “Πή­ρα­με το δρό­μο για το Με­σο­λόγ­γι...δια­σχί­σα­με την ο­ρο­σει­ρά της Πίν­δου...” Σύμ­φω­να με την 32η ε­πι­στο­λή: “Από την ώ­ρα που ήρ­θα­με στο Με­σο­λόγ­γι α­σχο­λού­μα­στε με το να ο­χυ­ρώ­σου­με την πό­λη... ”
Μα­κρη­γο­ρή­σα­με με τα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά ί­χνη στην α­φή­γη­ση, για­τί δη­μιουρ­γούν την ε­ντύ­πω­ση πως  θα μπο­ρού­σε να α­πο­κρυ­πτο­γρα­φη­θεί η ταυ­τό­τη­τα του ε­πι­στο­λέα. Ή και το α­ντί­θε­το, να α­πο­κλει­σθεί η ύ­παρ­ξη ε­νός πα­ρό­μοιου προ­σώ­που, ο­πό­τε θα α­πο­κτού­σε βά­ση η μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή εκ­δο­χή του Πα­να­γιω­τό­που­λου. Εκεί­νος, ό­μως, ε­λέγ­χει ως μη ευ­στα­θού­σα μό­νο την ει­κα­σία, ο ε­πι­στο­λο­γρά­φος να εί­ναι ο Κερ­κυ­ραίος γραμ­μα­τέ­ας του Κα­πο­δί­στρια Κων­στα­ντί­νος Κα­ντιώ­της,  ε­κτί­μη­ση την ο­ποία εί­χε δια­τυ­πώ­σει ο Ευ­βοέ­ας ε­ρευ­νη­τής Γεώρ­γιος Λάιος, ο πρώ­τος που α­σχο­λή­θη­κε με το ντο­κου­μέ­ντο. 

Οι τύ­χες του ντο­κου­μέ­ντου

Ο Πα­να­γιω­τό­που­λος πλη­ρο­φο­ρεί πως το εν λό­γω βι­βλίο πα­ρέ­μει­νε στη βι­βλιο­γρα­φία α­πό το 1834, έ­τος έκ­δο­σής του, α­νώ­νυ­μο, και σχε­δόν α­ζή­τη­το, ως το 1958, που το α­νέ­συ­ρε ο Λάιος. Προ­φα­νώς, εν­νο­εί 1824, ό­σο για το 1958, τό­τε, ο Λάιος μό­λις εί­χε ε­πι­στρέ­ψει α­πό τη Βιέν­νη, ό­που για χρό­νια ε­ρευ­νού­σε σε αρ­χεία και βι­βλιο­θή­κες. Για την α­να­ζή­τη­ση της ταυ­τό­τη­τας του ε­πι­στο­λο­γρά­φου, στη­ρί­χτη­κε σε δι­κή του με­τά­φρα­ση του βι­βλίου. Άλλη με­τά­φρα­ση του βι­βλίου, σύμ­φω­να πά­ντο­τε με τον Πα­να­γιω­τό­που­λο, πα­ρήγ­γει­λε ο Βλα­χο­γιάν­νης. Ο ί­διος δεν ε­ρεύ­νη­σε σε ποιόν, ού­τε την πι­θα­νή χρή­ση της. Την ί­δια έλ­λει­ψη εν­δια­φέ­ρο­ντος δεί­χνει για τις σχε­τι­κές έ­ρευ­νες των δια­δό­χων του Βλα­χο­γιάν­νη στα ΓΑΚ. Το μό­νο που βρί­σκει ά­ξιο μνη­μό­νευ­σης εί­ναι, ό­τι, α­φού ε­κεί­νοι το χρη­σι­μο­ποίη­σαν, δεν το  ε­πα­να­το­πο­θέ­τη­σαν. Την ί­δια ε­πί τρο­χά­δην α­να­φο­ρά ε­πι­φυ­λάσ­σει στον με­τα­φρα­στή, του ο­ποίου τα βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία πα­ρα­τί­θε­νται ως υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση στο ση­μείω­μα του με­τα­φρα­στή, που ε­πέ­χει θέ­ση προ­λό­γου της με­τά­φρα­σης, στο Μέ­ρος Β΄. Τό­σο συ­νο­πτι­κά, που κα­τα­λή­γουν α­σα­φή. Κα­τά τα άλ­λα, πλη­ρο­φο­ρεί πως ο με­τα­φρα­στής εί­χε προ­σω­πι­κή ά­πο­ψη για τον τρό­πο έκ­δο­σης, αλ­λά δέ­χτη­κε ευ­γε­νι­κά την πρό­τα­ση Δη­μη­τρό­που­λου-Πα­να­γιω­τό­που­λου.
Με­τα­φρα­στής εί­ναι ο Χρί­στος Μ. Οι­κο­νό­μου, ό­που το μι­κρό ό­νο­μα με γιώ­τα και αρ­χι­κό πα­τρώ­νυ­μου, ώ­στε να μην δη­μιουρ­γη­θεί σύγ­χυ­ση με τον συ­νο­νό­μα­τό του νεό­τε­ρο πε­ζο­γρά­φο, με τον ο­ποίο συ­μπί­πτει να έ­χουν αμ­φό­τε­ροι τρία βι­βλία στο ε­νερ­γη­τι­κό τους, ό­που τα δυο τε­λευ­ταία, με τα ο­ποία έ­γι­ναν ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στοί, κυ­κλο­φό­ρη­σαν τις ί­διες χρο­νιές 2010, 2014-2015. Ο με­τα­φρα­στής Οι­κο­νό­μου εί­ναι πο­λι­τι­κός μη­χα­νι­κός, α­πό­φοι­τος του Ε­ΜΠ, με με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές στη Ζυ­ρί­χη, κα­θη­γη­τής στο Δη­μο­κρί­τειο Πα­νε­πι­στή­μιο Θρά­κης. Εξ ου η κα­λή γνώ­ση της αρ­χαΐζου­σας  γερ­μα­νι­κής και της γοτ­θι­κής γρα­φής, ναι μεν σή­με­ρα εν α­χρη­σία αλ­λά σε έ­να ό­χι και τό­σο μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν η ε­πί­ση­μη. Με την α­πο­δέ­σμευ­ση α­πό τις δι­δα­κτι­κές υ­πο­χρεώ­σεις του, ε­γκα­τα­λεί­πει την τε­χνο­λο­γία για την Ιστο­ρία. Ως “ε­θε­λο­ντή της φι­λελ­λη­νι­κής ι­δέ­ας” τον συ­στή­νει ο Ι. Κ. Μα­ζα­ρά­κης-Αι­νιάν, στον πρό­λο­γο του δεύ­τε­ρου βι­βλίου του, «Το τάγ­μα των Φι­λελ­λή­νων, η ί­δρυ­ση, η εκ­στρα­τεία και η κα­τα­στρο­φή του, α­πό το η­με­ρο­λό­γιο του Johann Daniel Elster τέως ια­τρού-συ­νταγ­μα­τάρ­χη του τάγ­μα­τος», γερ­μα­νι­κή έκ­δο­ση του 1828, που εκ­δό­θη­κε στα ελ­λη­νι­κά το 2010. 
Εί­χε  προ­η­γη­θεί το 2008, «Τρα­γού­δια για την Ελλά­δα και τους Έλλη­νες» του γνω­στού φι­λέλ­λη­να Γου­λιέλ­μου Μίλ­λερ. Γεν­νη­θείς το 1794 ο Μίλ­λε­ρ, α­πε­βίω­σε 33 ε­τών, μη προ­λα­βαί­νο­ντας να έρ­θει στην Ελλά­δα, αλ­λά έ­χο­ντας δη­μο­σιεύ­σει πε­ρί τα 77 “griechenlieder”. Ο Οι­κο­νό­μου, πι­στεύο­ντας πως η α­ξία τους εί­ναι κα­τά βά­ση ι­στο­ρι­κή, τα με­τέ­φρα­σε σε πε­ζό λό­γο και για πρώ­τη φο­ρά, στο σύ­νο­λό τους, ό­πως ι­σχυ­ρί­ζε­ται, με πρό­λο­γο ε­πί­σης του Μα­ζα­ρά­κη πε­ρί γερ­μα­νι­κού φι­λελ­λη­νι­σμού. Το τρί­το με­τά­φρα­σμά του εί­ναι και αυ­τό έ­να η­με­ρο­λό­γιο, “Ημε­ρο­λό­γιο α­πό το τα­ξί­δι μου στην Ελλά­δα, Τουρ­κία, Αί­γυ­πτο και Συ­ρία κα­τά τα έ­τη 1834-1835 του dr Jacob Roeser, Συμ­βού­λου και προ­σω­πι­κού ια­τρού Γερ­μα­νών η­γε­μό­νων», το 2015. Ως για­τρός εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στός ο α­δελ­φός του, κα­θό­σον προ­σω­πι­κός θε­ρά­πων του Όθω­να. 
Σχό­λια για το δεύ­τε­ρο βι­βλίο δη­μο­σίευ­σε ο Δη­μη­τρό­που­λος. Αφού πα­ρου­σιά­ζει τους φι­λέλ­λη­νες, που βρή­καν “στέ­γη στον Αγώ­να των Ελλή­νω­ν”, και το τάγ­μα που συ­γκρό­τη­σαν τον Μάιο του 1822, ε­ξι­στο­ρεί τον βίο και την πο­λι­τεία του Έλστε­ρ, υ­πο­γραμ­μί­ζο­ντας  την α­ξία του Ημε­ρο­λο­γίου του. Το εν­δια­φέ­ρον εί­ναι η κα­τά­λη­ξη της κρι­τι­κής του: “Όπως ση­μειώ­νει ο με­τα­φρα­στής του βι­βλίου Χρ. Οι­κο­νό­μου, το κεί­με­νο, λό­γω γλώσ­σας και τυ­πο­γρα­φι­κών στοι­χείων, πα­ρου­σία­ζε δυ­σκο­λίες α­νά­γνω­σης α­κό­μη και για τον ει­δι­κό που θα το α­να­ζη­τού­σε σε κά­ποια βι­βλιο­θή­κη. Ίσως αυ­τός ή­ταν και ο κύ­ριος λό­γος για τον ο­ποίο εί­χε πα­ρα­με­λη­θεί α­πό την ελ­λη­νι­κή ι­στο­ριο­γρα­φία.” 
Ει­κά­ζου­με πως, κά­πως έ­τσι προέ­κυ­ψε η ι­δέα της με­τά­φρα­σης του πα­ρό­ντος ντο­κου­μέ­ντου, χρο­νι­κά συ­νο­μή­λι­κου και γλωσ­σι­κά το ί­διο δυσ­πρό­σι­του. Όσο για την ά­πο­ψη του Οι­κο­νό­μου σχε­τι­κά με την έκ­δο­ση, με βά­ση τα τρία βι­βλία που κα­τήρ­τι­σε, εί­ναι μάλ­λον προ­φα­νής. Να α­να­δεί­ξει την ι­στο­ρι­κή του α­ξία. Μία πα­ρό­μοια έκ­δο­ση ε­ξα­κο­λου­θεί να εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, κα­θώς το ντο­κου­μέ­ντο, έ­τσι ό­πως χω­νεύε­ται στο βι­βλίο του Πα­να­γιω­τό­που­λου, α­πο­λύει, α­κρι­βώς αυ­τό, την ι­στο­ρι­κή του α­ξία. Ύστε­ρα, ο ί­διος ο Πα­να­γιω­τό­που­λος μι­λά­ει α­νοι­χτά για “φω­το­γρα­φι­κή α­πο­τύ­πω­ση της έ­ρευ­νας αυ­τή τη στιγ­μή, η ο­ποία α­να­πό­φευ­κτα θα α­να­τρα­πεί”. Ενώ, η ι­στο­ρι­κή α­ξία του ντο­κου­μέ­ντου πα­ρα­μέ­νει δε­δο­μέ­νη. Ο Πα­να­γιω­τό­που­λος κα­λεί τους νεό­τε­ρους ε­ρευ­νη­τές να ε­ντρυ­φή­σουν πε­ραι­τέ­ρω. Αυ­τός, έ­τσι κι αλ­λιώς, έ­κα­νε το με­ρά­κι του.    

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/7/2016.

4 σχόλια:

Νώντας Τσίγκας είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Κατια Μαρκουϊζου είπε...

Καλο ταξίδι Μαρη !!!!!!!

Νώντας Τσίγκας είπε...

Καλό σου ταξίδι Μάρη.
Η προσφορά σου μακάρι να εκτιμηθεί.
Το αφιερωματικό δόσιμο με την ψυχή σου όλη.

akrat είπε...

καλό ταξίδι.....