«Μανόλης Α. Τριανταφυλλίδης (1883-1959)
Σελίδες από τη ζωή και το έργο του»
Έκδοση του Μουσείου Μπενάκη
Δεκέμβριος 2010
Άπαντες, δεδομένου ότι η βασική εκπαίδευση είναι υποχρεωτική, γνωρίζουν τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη. Όσοι ανασφαλείς εξαρτώνται από τα λεξικά, γνωρίζουν και το Λεξικό Τριανταφυλλίδη. Δεν είναι, ωστόσο, καθόλου σίγουρο ότι έχουν έστω και αμυδρή εικόνα για το ποιος ήταν αυτός ο Τριανταφυλλίδης. Δεν ανακαλούν, λ.χ., τη φυσιογνωμία του, όπως συμβαίνει με τις μεγάλες προσωπικότητες. Ούτε είναι σε θέση, εκ του προχείρου, να αναφέρουν κάποια βιογραφικά του στοιχεία ή κάτι τελοσπάντων συγκεκριμένο για το έργο του. Όπως φαίνεται, συμβαίνει αυτό το οξύμωρο με τον Τριανταφυλλίδη. Η σχολική εκπαίδευση στηρίχτηκε μεν στο έργο του, αλλά δεν τον συμπεριέλαβε ως πρόσωπο στην προσφερόμενη εγκυκλοπαιδικής φύσεως παιδεία. Κι αν κάποιοι θεωρούν ότι τον γνωρίζουν, τον μνημονεύουν ως έναν εκ των τριών του περιβόητου Εκπαιδευτικού Ομίλου. Κατ’ αυτούς, είναι μάλλον ο λιγότερο σημαντικός, αφού πρώτος έρχεται ο Δημήτρης Γληνός, χάρις στην ιδεολογική του ένταξη και πολιτική δράση, και ακολουθεί ο Αλέξανδρος Δελμούζος, αυτός λόγω του Παρθεναγωγείου Βόλου και του σκανδάλου, που προκάλεσε.
Ποιος ήταν ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και ταυτόχρονα, ποια η πνευματική κίνηση στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, κατά το οποίο εκείνος δέσποζε ως δάσκαλος, τα μαθαίνουμε από το καινούριο βιβλίο του Γιώργου Αλισανδράτου. Είναι το δεύτερο βιβλίο του, που εκδίδεται μετά το θάνατό του, στις 7 Μαρτίου 2004. Και τα δυο είναι σε τόσο άρτια μορφή, ώστε ο αναγνώστης σχεδόν να λησμονεί την απουσία του συγγραφέα τους. Γιατί το Αρχείο Αλισανδράτου είχε μια περίπου μοναδική τύχη. Δεν έμεινε σε χέρια απλώς έμπιστα, αυτό, σε τελευταία ανάλυση, συμβαίνει σε όλους όσους ευτύχησαν να έχουν σύντροφο στη ζωή τους – τα παραδείγματα στοργικών τέκνων είναι πολύ λιγότερα –, αλλά και σε χέρια ικανά να φέρουν σε πέρας ένα παρόμοιο έργο. Την φροντίδα για το πρώτο βιβλίο, «Κείμενα για τον επτανησιακό ριζοσπαστισμό», και για το πρόσφατο αναλαμβάνει η φιλόλογος Τασία Ευθυμιάτου-Αλισανδράτου, κι αυτή γέννημα θρέμμα Κεφαλλήνια όπως ο Αλισανδράτος. Ως γνωστόν, όμως, αν δεν υπάρξει βοήθεια από την πλευρά του εκδότη, οι καλύτερες προθέσεις ναυαγούν. Εδώ, έβαλε το χέρι του ένας Ζακύνθιος, ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, και το αποτέλεσμα έδεσε καλύτερα.
Οι φιλολογικές και ιστορικές μελέτες του Αλισανδράτου, όλες ενδελεχώς τεκμηριωμένες και πυκνά σχολιασμένες, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, με κύριο κορμό την ιστορία της Επτανησιακής Πολιτείας, το εντόπιο κίνημα του ριζοσπαστισμού και τα επτανησιακά γράμματα. Ένας δεύτερος θεματικός άξονας είναι το κίνημα του δημοτικισμού, στον οποίο και εντάσσεται το πρόσφατο βιβλίο. Σύμφωνα με το προλογικό σημείωμα της Ευθυμιάτου, ο Αλισανδράτος υπήρξε βοηθός και οικείος του Τριανταφυλλίδη ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια. Μαζί εξέδωσαν το 1938 την «Ιστορική εισαγωγή στη νεοελληνική γραμματική». Όπως φαίνεται, το πρόσφατο βιβλίο έμεινε για χρόνια ανέκδοτο, καθώς η συγγραφή του είχε ανατεθεί στον Αλισανδράτο από το Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Πιθανώς να είχε σχεδιαστεί ως συμπλήρωμα στην έκδοση των Απάντων Τριανταφυλλίδη, που εκδόθηκαν στη διετία 1963-1965. Ως συμπλήρωμα, άλλωστε, είχε εκδοθεί το 2001 η «Αλληλογραφία» του, μετά από προετοιμασία δεκαπέντε και πλέον ετών.
Από τις “σελίδες”, που έγραψε ο Αλισανδράτος, με τον γνωστό ακριβολόγο και φιλολογικά πλήρη τρόπο του, αναδύεται ακέραιος ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης. Εκτός μένουν μόνο κάποιες πτυχές της προσωπικότητάς του, οι οποίες διαφαίνονται στις επιστολές του. Σε ένα πρώτο κεφάλαιο, δίνονται οι χρονολογίες και όπου είναι δυνατόν, οι ημερομηνίες των βασικών συμβάντων του βίου του. Ο Τριανταφυλλίδης γεννήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1883, την ίδια χρονιά με δυο μεγάλους της ελληνικής λογοτεχνίας, τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Κώστα Βάρναλη. Δεν μακροημέρευσε όπως ο Βάρναλης, αλλά πέθανε δυο χρόνια μετά τον Καζαντζάκη, μόνο που τα δικά του τελευταία χρόνια στάθηκαν οδυνηρά, καθώς έπασχε από τη νόσο του Πάρκινσον. Σε αντίθεση με τους δύο άλλους, ο Τριανταφυλλίδης δεν παντρεύτηκε. Στο τραπέζι του φαγητού, “κουβεντιάζοντας” με το καναρίνι του, το οποίο - άγνωστο γιατί - αποκαλούσε Κίτσο, πέθανε στις 20 Απριλίου 1959.
Σε τρεις Χιώτες, όπως λέγεται, στηρίχθηκε η νεοελληνική γλώσσα: Κοραή-Ψυχάρη-Τριανταφυλλίδη. Από την πλευρά της μητέρας του, της Ιουλίας Ροδοκανάκη, ήταν Χιώτης ο Τριανταφυλλίδης. Ο πατέρας του ήταν Κοζανίτης, γεννημένος στο Βουκουρέστι, με σπουδές μηχανικού στη Ζυρίχη, στέλεχος του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Ο Τριανταφυλλίδης απήλαυσε παιδιόθεν τα καλά μιας εύπορης αστικής οικογένειας. Φοίτησε στα καλύτερα σχολεία της Αθήνας, με οικογενειακά ταξίδια αναψυχής στην Ευρώπη, τελείωσε τη Φιλοσοφική και συνέχισε μεταπτυχιακά σε Μόναχο, Χαϊδελβέργη και Ελβετία. Διαπαιδαγωγήθηκε στην πειθαρχία, ήταν μαθητής του άριστα και θετικιστής δια βίου. Ωστόσο, ουδέν καλόν αμιγές κακού. Στις επιστολές από τη Γερμανία προς τον πατέρα του, αναφέρεται σε προβλήματα υγείας, όπως μελαγχολία και αδυναμία για πολύπλευρη και συστηματική εργασία. Τα αποκαλεί ψυχονεύρωση και πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί από αυτές τις ενοχλήσεις είναι η ψυχανάλυση. Το 1910, το πιθανότερο, ξεκινάει την ανάλυσή του.
Όταν, στην Ελλάδα, ιδρύονταν η «Κοινωνιολογική Εταιρεία» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και το «Ανώτερον Δημοτικόν Παρθεναγωγείο» Βόλου, ο Τριανταφυλλίδης έγραφε στο Μόναχο τη διατριβή του «Περί τινών ξένων λέξεων της νέας ελληνικής» και το καλοκαίρι του 1908, αρίστευε στις εξετάσεις. Η ιχνηλασία των ξένων λέξεων και η ψυχαναλυτική δοκιμασία γίνονται παράλληλα με το προγραμματικό σχέδιο για την εκπαιδευτική αναγέννηση, που στέλνει σε φίλους, εντός και εκτός Ελλάδος, με στόχο τη δημιουργία ενός «Αδερφάτου της Εθνικής γλώσσας», στο πρότυπο εκείνου που είχε ιδρύσει ο Φώτης Φωτιάδης στην Πόλη το 1904. Τελικά, το “Αδερφάτο” δεν έλαβε ποτέ υπόσταση. Το πρόλαβαν οι δημοτικιστές των Αθηνών, ιδρύοντας, Μάρτιο 1910, τον «Εκπαιδευτικό Όμιλο». Ως ιδέα ήταν ταυτόσημη: “Με την καθαρεύουσα δε γίνεται καμία αναγέννηση του Σκολειού, η εθνική αγωγή δεν μπορεί παρά να σταθεί απάνω στη γλώσσα”.
“Παιδί της ελληνικής παιδείας” και ο Τριανταφυλλίδης, μεγάλωσε με “το ιδανικό του αρχαϊσμού”. “Τον πρώτο δυνατό κλονισμό στις ιδέες του για τη γλώσσα” του τον έδωσαν τα μαθήματα του Γεωργίου Χατζιδάκι, όταν ήταν δευτεροετής φοιτητής. Η μύηση συνεχίστηκε στο Βυζαντινό και Νεοελληνικό Φροντιστήριο του Καρλ Κρουμβάχερ, με τον οποίο έκαμε το διδακτορικό του. Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Αλισανδράτος τον παρακολουθεί στα χρόνια των σπουδών του, ενώ, στο τρίτο, σκιαγραφεί την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και την ανάδυση του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, που προσπάθησε να γεφυρώσει τον ψυχαρισμό με την τρέχουσα γλωσσική κατάσταση, καταλήγοντας σε μια περιληπτική καταγραφή της “πνευματικής ανθοφορίας” εκείνων των χρόνων. Το βασικό και εκτενέστερο κεφάλαιο είναι το τέταρτο, χωρισμένο σε δυο περίπου ισομήκεις χρονικές περιόδους: Την περίοδο, 1913-1934, του δημόσιου βίου του και τα μετέπειτα χρόνια της ιδιώτευσης.
Ο Τριανταφυλλίδης επιστρέφει από τη Γερμανία το 1912, με πρώτο μέλημά του τον Εκπαιδευτικό Όμιλο. Αναλαμβάνει το περιοδικό του Ομίλου, το «Δελτίο», και τις εκδοτικές του δραστηριότητες. Στο «Δελτίο» δημοσιεύει ότι γράφει, από μελέτες και βιβλιοκρισίες μέχρι σχόλια και σημειώματα. Ταυτόχρονα, εργάζεται ως συντάκτης στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών. Από αυτήν την ενασχόλησή του προέκυψαν δύο σημαντικές μελέτες: το 1915, «Το λήμμα» και το 1920, «Τα Υπομνήματα περί του Ιστορικού Λεξικού (1916-1917)». Η γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση από τον Βενιζέλο, το 1917, με το νόμο περί διδακτικών βιβλίων, καθοδηγείται από την τριανδρία του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Οι τρεις εκπαιδευτικοί, ως “ανώτεροι επόπται Δημοτικής Εκπαιδεύσεως”, κατευθύνουν την αλλαγή σε όλους τους τομείς, πολιτικό, κοινωνικό, παιδαγωγικό και γλωσσικό. Ο Αλισανδράτος κατορθώνει να συνοψίσει σε ένα υποκεφάλαιο τα επιτεύγματα εκείνης της σύντομης άνοιξης, που ανακόπηκε με την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Παρακολουθώντας τις ανόδους και τις πτώσεις του Βενιζέλου, η τριανδρία επανήλθε στο υπουργείο Παιδείας το 1923, για να ξαναφύγει με τη δικτατορία του Παγκάλου.
Ο Τριανταφυλλίδης υπέβαλε κατ’ επανάληψη υποψηφιότητα για την έδρα της Γλωσσολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά εις μάτην. Η πρώτη ήταν το 1924 και προσέκρουσε στους καθαρολόγους, με επικεφαλής τον Χατζιδάκι. Η τελευταία, το 1948. Αυτή προσέκρουσε στην ταύτιση του δημοτικισμού με τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Για τον ίδιο λόγο και η Ακαδημία Αθηνών, το 1949, αποφάσισε “κατά πλειοψηφίαν” να μην προκηρύξει την πλήρωση της έδρας της Γλωσσολογίας, καινής από τον θάνατο του Χατζιδάκι, το 1941. Κι ας παρέμεινε ο Τριανταφυλλίδης σε όλη του τη ζωή ένας φιλελεύθερος βενιζελικός. Ωστόσο, για μια οκταετία, 1926-1934, διατέλεσε τακτικός καθηγητής γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο. Και εκεί, παρά τις αποστάσεις του από το σοσιαλισμό και τις συντηρητικές, όπως αποκαλούνταν, κοινωνικές του ιδέες, θεωρήθηκε, από μια μερίδα, επικίνδυνος, καθόσον δημοτικιστής. Από το 1934 και μέχρι τέλους, ο Τριανταφυλλίδης δεν κατείχε καμιά δημόσια θέση, ωστόσο δίδασκε στην Αθήνα, έχοντας δημιουργήσει κάτι αντίστοιχο με τα σημερινά Ελεύθερα Πανεπιστήμια.
Ο Αλισανδράτος κάνει μια εξαντλητική παρουσίαση του ερευνητικού και παιδαγωγικού έργου του Τριανταφυλλίδη. Η Γραμματική Τριανταφυλλίδη καταλαμβάνει ένα ιδιαίτερο υποκεφάλαιο. Εκδόθηκε το καλοκαίρι του 1941 από τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων σε 20.000 αντίτυπα, χωρίς αναγραφή του ονόματος του κυρίως συντάκτη της. Ο Τριανταφυλλίδης πίστευε ότι “η Γραμματική του αντιπροσώπευε την πραχτική εμπειρία και τη γλωσσική συνείδηση των πρώτων μεταψυχαρικών γενεών, που δεν παραπλανήθηκαν από τις υπερβολές της προηγούμενης γενεάς”. Σαράντα χρόνια αργότερα, ο Κριαράς πιστεύει “ότι για δεκαετίες πολλές θα είναι η πυξίδα και ο φάρος σε όσους θα πλέουν και θα ταλανίζονται στα τρικυμισμένα ακόμη νερά της γλωσσικής μας θάλασσας”.
Σε ένα σύντομο κεφάλαιο γίνεται συνοπτική εκτίμηση της προσφοράς του. Παρεμβάλλεται ένα φωτογραφικό δεκαεξασέλιδο και ακολουθεί ένα τελείως απαραίτητο κεφάλαιο, που προσπαθεί να δώσει μια εικόνα για τον άνθρωπο Τριανταφυλλίδη, μέσα από όσα έγραψαν γι’ αυτόν συνομήλικοι και νεότεροι. Υπήρξε θερμός εραστής της μουσικής. Δεινός πεζοπόρος, ορειβάτης και χιονοδρόμος. Επιστήμονας με ευγένεια χαρακτήρος και υψηλό επιστημονικό ήθος. Το μεγάλο πάθος του στάθηκε η ελληνική γλώσσα. Όπως λέγεται, συχνά διέκοπτε τους συνομιλητές του, ρωτώντας: “Πώς το είπες αυτό; Πού το άκουσες; Πώς το κλίνεις; Για ξαναπές το”. Με το τεφτεράκι του πάντοτε ανά χείρας. Ήθελε να γεύεται τις λέξεις ζωντανές, όπως μιλιούνται ή βρίσκονται στα λαογραφικά κείμενα.
Οι “σελίδες” για τον Τριανταφυλλίδη είναι και “σελίδες” για τον δημοτικισμό και το γλωσσικό ζήτημα. Γι’ αυτό και ολοκληρώνονται με δυο κείμενα του Αλισανδράτου, που τοποθετούνται ως παράρτημα: μια διάλεξη προ εικοσαετίας στο Βαφοπούλειο, με τίτλο, «Πώς είδε ο Τριανταφυλλίδης τον Ψυχάρη», και μια δημοσιευμένη προ δεκαπενταετίας εργασία του για «Τα Φροντιστήρια» του Τριανταφυλλίδη, που γίνονταν στο σπίτι του, Πατριάρχου Ιωακείμ 19. Κατά τα άλλα, τα κείμενα της μελέτης συνοδεύουν υποσελίδιες σημειώσεις και ευρετήριο. Αυτά την καθιστούν πρόσφορη για πολλαπλές χρήσεις, από μια ανάγνωση μέχρι βιβλίο αναφοράς, γιατί, όσο πάνε, σπανίζουν οι μελέτες που μπορεί ο αναγνώστης να στηριχθεί στα στοιχεία τους.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 8/5/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου