«Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι· όλοι Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή Αφηγήσεις 1941-1946» Επίμετρο Στράτος Δορδανάς Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας Δεύτερη έκδοση: Σεπτέμβριος 2010
Τον προηγούμενο μήνα ο Γιάννης Μακριδάκης εξέδωσε το πέμπτο πεζογραφικό του βιβλίο. Είναι το πέμπτο εντός τετραετίας και το χαρακτηρίζει μυθιστόρημα. Μένει, ωστόσο, ζητούμενο πως εννοεί τους όρους μυθιστόρημα και νουβέλα. Παρατηρούμε ότι δεν τους εξαρτά από τον αριθμό σελίδων και ότι διατηρεί μια τακτικότητα στη χρήση τους, κατά την ακολουθία: μυθιστόρημα, νουβέλα, μυθιστόρημα, νουβέλα, μυθιστόρημα. Μόνο η συνέχεια θα δείξει αν η δυαδική δομή αποτελεί χαρακτηριστικό της συγγραφικής παραγωγής ή παρεπόμενο του εκδοτικού ρυθμού που έχει υιοθετήσει. Πού καιρός για διήγημα. Όπως και να έχει, το γεγονός ότι βγάζει το πρώτο του βιβλίο για το 2011 μήνα Απρίλιο, δημιουργεί εύλογες προσδοκίες ότι εφέτος θα εκδώσει τουλάχιστον τρία πεζογραφικά βιβλία εντός του έτους έναντι των δυο πέρυσι και του ενός πρόπερσι. Δεν τον πήραν, πάντως, τα χρόνια. Εφέτος συμπληρώνει τα σαράντα. Απορίας άξιο, γιατί επείγεται. Πιθανώς, λόγω χαρακτήρα. Σύμφωνα με τις συνεντεύξεις του, παθιάζεται με ό,τι κι αν καταπιάνεται. Μας θυμίζει τον Βασίλη Βασιλικό, που στα τριάντα του, τον πρώτο χρόνο που εμφανίστηκε, εξέδωσε μαζεμένα τέσσερα βιβλία. Αν και ο Μακριδάκης είναι διαφορετική περίπτωση. Πρώτα, οι σπουδές μαθηματικού, μετά, η διττή εμφάνιση ως ιστοριοδίφης και πεζογράφος και τέλος, η αφοσίωση στον γενέθλιο τόπο του, την Χίο.
Προσώρας παραμερίζουμε το καινούριό του μυθιστόρημα, «Η άλωση της Κωσταντίας», αφού, μόλις προχθές, δημοσιεύσαμε παρουσίαση για την τελευταία του νουβέλα. Σημειώνουμε, ωστόσο, ότι πρόκειται και πάλι για ένα πεζογράφημα, με ευρηματικό τίτλο, όπως και όλοι οι προηγούμενοι, και με το ίδιο ευρηματική πλοκή, που καταλήγει, κατά τον συνήθη τρόπο του, με μία απρόσμενη ανατροπή. Συγκρατούμε το χαρακτηριστικό της προφορικότητας, σταθερό σε όλη την πεζογραφική του δουλειά. Καθ’ ολοκληρία ή σε ένα μεγάλο μέρους τους, τόσο οι νουβέλες όσο και τα μυθιστορήματα, έχουν τη μορφή μονολόγων. Αλλά και η δουλειά, που έχει κάνει ως ιστοριοδίφης, εντάσσεται, ως επί το πλείστον, στην προφορική Ιστορία. Από τις εργασίες που έχει εκδώσει, στην Αθήνα, δηλαδή εκτός Χίου, είναι γνωστό μόνο ένα βιβλίο του, που εκδόθηκε από τον αθηναϊκό εκδοτικό οίκο των πεζογραφικών βιβλίων του, συμπαρασυρόμενο από εκείνα.
Το 1997, ο Μακριδάκης δημιούργησε στο νησί του το Κέντρο Χιακών Μελετών ως συνέχεια ή και εξέλιξη ενός προϋπάρχοντος περιβαλλοντολογικού συλλόγου. Τότε, άρχισε την έκδοση ενός τριμηνιαίου περιοδικού, με τίτλο, «Πελινναίος». Στο Κέντρο, βασικά με προσωπική του εργασία, δημιούργησε αρχείο προφορικής Ιστορίας, χαρτογραφήσεων και φωτογραφιών, καθώς και εκδοτικό μηχανισμό, από τον οποίο έχουν εκδοθεί επτά βιβλία. Ως παράπλευρη απώλεια της πεζογραφικής του ενασχόλησης, ήρθε πρόσφατα η αναστολή της έκδοσης του περιοδικού στο 57ο τεύχος του. Ας επανέλθουμε, όμως, στο μόνο γνωστό σε μας δείγμα της δουλειάς του ιστοριοδίφη Μακριδάκη: στο πρώτο ιστορικό βιβλίο, που εξέδωσε στην Χίο το 2006.
Πρόκειται για ένα βιβλίο με μαρτυρίες ηλικιωμένων συντοπιτών του, οι οποίοι την περίοδο της Κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Χίο. Σύμφωνα με τον πρόλογο του βιβλίου, την πρώτη αφήγηση την μαγνητοφώνησε Καθαρή Δευτέρα 2001 στο χωριό Πυραμά. Είναι η μαρτυρία του Στέλιου Λεωνή. Στα επόμενα πέντε χρόνια, ακολούθησε καταγραφή πολλών άλλων αφηγήσεων. Στην αρχή, λίγο-πολύ όποιον τύχαινε να συναντήσει, μετά πιο συστηματικά. Τελικά, το βιβλίο του στηρίζεται σε 27 διηγήσεις. Τέσσερις είναι γυναικών. Οι Χιώτες που αφηγούνται, προέρχονται από διαφορετικά μέρη του νησιού. Συνολικά, από επτά τόπους. Χάρτης δεν προβλέπεται. Πού να φανταστεί ένας Χιώτης την αναγκαιότητά του. Θα έπρεπε, όμως, να το φροντίσει η επιμελήτρια του βιβλίου, καθώς οι αφηγήσεις βρίθουν, όπως είναι αναμενόμενο, από τοπωνύμια. Οι τέσσερις τόποι, που βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του νησιού, είναι γνωστοί, λόγω και του τουρισμού: η πόλις της Χίου με 18 αφηγήσεις, νοτιότερα ο Κάμπος με μια και το χωριό Θυμιανά με τρεις, βορειότερα το Βροντάδος με δυο. Λιγότερο γνωστά είναι τα τρία βόρεια χωριά: βορειοδυτικά και σε μικρή απόσταση από τη Βολισσό η Πυραμά και σε τριπλάσια σχεδόν απόσταση η Παρπαριά και βορειοανατολικά οι Κηπουριές. Αντιστοιχεί ένας αφηγητής από κάθε χωριό, παρόλο που θα περιμέναμε περισσότερους, αφού εκεί είναι τα μέρη του συγγραφέα. Έτσι κι αλλιώς, όμως, δεν ενδιαφέρουν τα χωριά των αφηγητών, αλλά το οδοιπορικό τους, αφότου εγκατέλειψαν το νησί επί γερμανικής Κατοχής.
Αυτές οι αφηγήσεις, χωρίς παρεμβάσεις στο ιδιόλεκτό τους, δεν παρατίθενται αυτοτελείς, αλλά τεμαχίζονται και τα αποσπάσματά τους συνενώνονται κατά θέματα, συνιστώντας τα αντίστοιχα κεφάλαια. Ουσιαστικά, ενσωματώνονται στην ενιαία ιστορική αναδρομή, που αποπειράται ο συγγραφέας. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργούνται εννέα κεφάλαια, στα οποία προστίθενται ο επίλογος του συγγραφέα και το επίμετρο του ιστορικού Στράτου Δορδανά. Και τα δυο κείμενα γενικολογούν γύρω από τις συνθήκες εκείνης της εποχής. Με ευχολόγια και παραινέσεις καταλήγει ο συγγραφέας. Ενώ, ο ιστορικός βγάζει συμπεράσματα, που συμφωνούν με μια τρέχουσα ερμηνεία της Ιστορίας, παραλείποντας ένα ιστορικό διάγραμμα για όσα συνέβησαν εκείνα τα χρόνια στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, και κυρίως, για τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή, τις συμμαχίες και τους διχασμούς. Όταν αγνοούμε, όπως φάνηκε και με αφορμή το πρόσφατο μυθιστόρημα της Μαρώς Δούκα «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», πότε οι Γερμανοί αποχώρησαν από τα διάφορα μέρη της Ελλάδος, ταυτίζοντας την αποχώρησή τους από όλη την Ελλάδα με εκείνη από την Αθήνα, θα γνωρίζουμε τις αντιφασιστικές οργανώσεις και τα κινήματα στη Μέση Ανατολή, τα οποία, έτσι κι αλλιώς, είναι ελλιπώς ιστορημένα! Ο Δορδανάς υπογραμμίζει μεν ότι η προφορική Ιστορία σε τοπικό επίπεδο αποτελεί σημαντικό εργαλείο του ιστορικού, αλλά παραλείπει ότι πρόκειται για ένα υλικό, από τη φύση του, συμπληρωματικό στον κυρίως κορμό της Ιστορίας. Ως προς τι το επίμετρο σε ένα βιβλίο προφορικής Ιστορίας, αν όχι για να δοθεί αυτός ο κορμός; Στους περισσότερους, θα φανεί γριφώδης ακόμη και ο τίτλος του βιβλίου. Αναμφιβόλως, είναι ποιητικά τα επίθετα συρματένιοι για τους εντός των στρατοπέδων και ξεσυρματένιοι για τους εκτός, αλλά αυτό δεν φτάνει. Για παράδειγμα, στην «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000» υπό την διεύθυνση του Βασίλη Παναγιωτόπουλου, το εμπεριστατωμένο σχετικό κεφάλαιο, γραμμένο από τον ιστορικό Τάσο Σακελλαρόπουλο, αναφέρει διεξοδικά τα κινήματα του 1943 και του 1944. Για τη τύχη, ωστόσο, των στασιαστών, μνημονεύει απλώς ότι απομακρύνθηκαν από το στράτευμα και ότι φυλακίστηκαν. Τα στρατόπεδα που δημιουργήθηκαν, εκείνο το περιβόητο Ελ Ντάμπα στα δυτικά του Ελ Αλαμέιν και τα δεινά των εκτοπισθέντων, περιμένουν τον ιστοριογράφο τους. Αφθονούν, βεβαίως, τα βιβλία με μαρτυρίες. Ούτε, όμως, ως θέμα της προφορικής Ιστορίας αξιολογείται. Πιθανώς, γιατί δεν συνάδει με τις τρέχουσες θεωρήσεις.
Οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Χίο στις 4 Μαΐου του 1941, μια εβδομάδα μετά την Αθήνα. Σύντομο το πρώτο κεφάλαιο, συγκεντρώνει μαρτυρίες για την πείνα τον πρώτο χειμώνα, του ’41-’42. Περισσότερο υπέφεραν οι κάτοικοι της πόλης της Χίου, όπως άλλωστε όλοι οι κάτοικοι πόλεων. Φορτωμένοι ό,τι τιμαλφή είχε ο καθένας, τραβούσαν προς τα νότια χωριά αλλά και τα βόρεια, της Αμανής, για να τα ανταλλάξουν με τρόφιμα. Κυρίως η πείνα, αλλά και οι διώξεις των Γερμανών, ώθησαν πολλούς σε φυγή. Έτσι άρχισε ο διάπλους του στενού και η καταφυγή αρχικά απέναντι, στην Τουρκία. Οι μαρτυρίες του δεύτερου κεφαλαίου κάνουν λόγο για τις νυχτερινές αποδράσεις, τα μπουλούκια, τις σαθρές βάρκες και τη γερμανική περίπολο στο κατόπι τους. Κάποια ταξίδια κατέληγαν αλε ρετούρ, όταν οι Τούρκοι τους έστελναν πίσω. Κάποια, ακόμη πιο δραματικά, συνεχίζονταν εμπρός πίσω, καθώς ούτε οι Γερμανοί ήθελαν να ξαναπαραλάβουν αμάχους. Το ζητούμενο και των δυο πλευρών ήταν οι μάχιμοι. Μπορεί όσοι έφευγαν να αναζητούσαν καλύτερες συνθήκες, κυρίως να μην πεθάνουν από την πείνα, όμως το κλιμάκιο της ελληνικής κυβέρνησης, με τους Άγγλους να έχουν το γενικό πρόσταγμα, ζητούσε στρατεύσιμους. Εκόντες άκοντες οι πρόσφυγες συγκρότησαν, μαζί με τους Έλληνες πάροικους της Αιγύπτου, τις ελληνικές δυνάμεις ξηράς, θαλάσσης και αέρος της Μέσης Ανατολής.
Στο τρίτο κεφάλαιο, οι πρόσφυγες, πολλοί από αυτούς Μικρασιάτες, δηλαδή για δεύτερη φορά πρόσφυγες, έχουν να λένε για την καλή υποδοχή των Τούρκων, που τους προέκυπταν Τουρκοχιώτες και Τουρκοκρητικοί. Στο επόμενο κεφάλαιο, αρχίζει η “προώθηση” προς τη Χάϊφα μέσω Κύπρου. Κι όταν η Κύπρος γέμισε, σιδηροδρομικώς προωθούντο μέσω Σμύρνης για το Χαλέπι της Συρίας. Εκείνος ο πρώτος αφηγητής, ο Λεωνής, θυμάται τη θερμή υποδοχή στην Κύπρο σε συνδυασμό με την αιωνίως υπό αμφισβήτηση ελληνικότητα της Μεγαλονήσου. Τους υποδέχθηκαν σαν αδέλφια και εκείνοι ένιωθαν σαν σε ελληνικό έδαφος. Τους αποκαλούσαν, όμως, και πρόσφυγες. Πάντως, ο Λεωνής ως Έλληνας εξ Ελλάδος είχε την τύχη, όπως ισχυρίζεται, να γνωρίσει τον Μακάριο στη Μονή Κύκκου.
Ακολουθεί το κεφάλαιο “στο στρατό της Μέσης Ανατολής”. Πώς τους ντύσανε στην Παλαιστίνη, πώς, όσοι έφτασαν πρώτοι, κατατάχθηκαν στην 1η Ταξιαρχία και τους έλαχε το Μέτωπο του Ελ Αλαμέιν, ενώ, όσοι άργησαν, έμειναν στη 2η Ταξιαρχία. Ο Μακριδάκης ανασύρει κάποιες εντυπωσιακές φράσεις και τις τοποθετεί ως πλαγιότιτλους. Όπως το «Οι νεκροί φρέσκοι», όταν ένας αφηγητής θυμάται ότι είχαν κατασκηνώσει μέσα σε πρόχειρο, στημένο βιαστικά μετά τη μάχη, νεκροταφείο. Διασώζει εκτενέστερα αποσπάσματα από τις μαρτυρίες του Μετώπου και όσα διαδραματίστηκαν στο Ελ Αλαμέιν.
Στο έκτο κεφάλαιο, “από τα κινήματα στα σύρματα”, αναλαμβάνει ο συγγραφέας, εκ του προχείρου, να παρουσιάσει την Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (Α.Σ.Ο.), που ιδρύθηκε το 1941, τα κινήματα, τα στρατόπεδα και τα σύρματα. Οι μαρτυρίες αυτού του κεφαλαίου, όπως και του επόμενου για τον Ιερό Λόχο, άξιζαν μιας αυτοτελούς παρουσίασης. Μόνο σε τοπικές μονογραφίες αναφέρονται οι επιχειρήσεις στα Δωδεκάνησα, η στάση των Ελλήνων και των Εγγλέζων, καθώς και οι μεταξύ τους προστριβές. Πώς, λ.χ., κατέλαβαν τη Σύμη με τον Τσιγάντες διοικητή, πώς τη χάσανε οι Εγγλέζοι και πώς την ανακατέλαβαν.
Σε αυτά τα δυο κεφάλαια, αλλά και σε ολόκληρο το βιβλίο, ακόμη και στα δυο τελευταία για τους καταυλισμούς των προσφύγων και την επιστροφή στο νησί τους, στις αφηγήσεις αναφέρονται πολλά ονόματα προσώπων και τόπων, ενώ περιγράφονται συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Και τα δυο καθιστούν αναγκαίες τόσο τις υποσελίδιες σημειώσεις όσο και ένα ευρετήριο. Παράδειγμα ο Φώτης Αγγουλές: Οι ιστορίες που τους έλεγε από τη Χίο, το ποίημα που απήγγειλε και έτρεξαν οι Εγγλέζοι να τον συλλάβουν. Ακόμη, το ποίημά του, το «Μπιρ Χακίμ». “Εκεί στο Μπιρ Χακίμ, οι ναζί εσκοτώσανε δεκαπέντε χιλιάδες αντιφασίστες Γάλλους στρατιώτες. Γιατί, όταν έγινε η υποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων, οι Άγγλοι δεν ειδοποιήσανε τους Γάλλους κι αυτοί ήτανε μες στην άμμο μες στα αμπριά κι άξαφνα είδανε από πάνω τους ναζί με τα αυτόματα. Κι άρχισε μάχη στήθος με στήθος. Δεν έμεινε ούτε ένας Γάλλος ζωντανός… Είδα το μέρος που τους είχανε θάψει… Δάσος από σταυρούς…” Ήταν η 1η Ταξιαρχία των Ελεύθερων Γάλλων υπό τη διοίκηση του στρατηγού Μαρί-Πιερ Κενίγκ.
Δεν είναι άγνωστος ο Αγγουλές. Υπάρχει το βιβλίο της Έλλης Παπαδημητρίου πριν 35 χρόνια, αλλά και η ανθολόγηση της ποίησής του από τον Γιώργο Μπλάνα προ τριετίας. Χιώτης, γεννημένος στο Τσεσμέ, εφέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του. Ανυπότακτος μια ζωή, βρέθηκε στρατευμένος στη Μέση Ανατολή, εκεί εξέδιδε το στρατιωτικό περιοδικό «Ελλάς», που τυπωνόταν στο τυπογραφείο του Πατριαρχείου, αργότερα υπηρέτησε ως υφιστάμενος του Σεφέρη στο κυβερνητικό γραφείο Τύπου στο Κάΐρο. Πολλά χρόνια τα πέρασε σε στρατόπεδα, φυλακές και εξορίες. Πέθανε το 1964.
Θα αδικούσαμε το βιβλίο, αν δεν τονίζαμε ότι είναι ένα ενδιαφέρον βιβλίο. Με έμφυτη, όμως, την τάση να βλέπουμε το ποτήρι γεμάτο μόνο μέχρι τη μέση, δεν μπορούμε να μην αναλογιστούμε πόσο ενδιαφέρον θα είχε μια πληρέστερη και υπομνηματισμένη έκδοση των μαρτυριών.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Λεζάντα φωτογραφίας: Χαρακτικό του Α. Τάσσου.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/6/2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου