Επιστημονική Επιμέλεια
Δηώ Καγγελάρη
Μ.Ι.Ε.Τ, 2010
«Κάρολος Κουν. Οι παραστάσεις»
Επιστημονική Επιμέλεια
Πλάτων Μαυρομούστακος
Μουσείο Μπενάκη, 2008
Κατά κανόνα, τα επετειακά έτη έρχονται και παρέρχονται με φανφάρες. Αναρτούμε φωτογραφίες των τιμώμενων, μετά στίχων αν πρόκειται για ποιητές, στις στάσεις και το εσωτερικό των συγκοινωνιακών μέσων. Γίνεται κανένα συνέδριο, συναυλία ή παράσταση αναλόγως του προσώπου. Για τους λογοτέχνες φροντίζει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου να καταρτιστεί ισχνό εικονογραφημένο χρονολόγιο, όταν περισσεύουν χρήματα από την επιχορήγηση. Μετά μερικά χρόνια, στις καλύτερες περιπτώσεις, εκδίδονται και κάποια από τα πρακτικά συνεδρίων. Έργο, ωστόσο, μακρύτερης πνοής, όπως ένα βιβλίο αναφοράς, δεν έχει μέχρι σήμερα φανεί. Τόσων λογοτεχνών εορτάσαμε τα επετειακά έτη και μια βιβλιογραφία δεν καταρτίστηκε. Ούτε καν στις περιπτώσεις, που προβλεπόταν από την επιχορήγηση σχετικό κοντύλι. Με αυτά τα δεδομένα, οι δύο τόμοι, ούτε καν ένας, για τον Κάρολο Κουν αποτελούν μεγάλη έκπληξη. Μη γνωρίζοντας τον χώρο του θεάτρου, δεν μπορούμε να καταλήξουμε, αν πρόκειται για εξαίρεση των εξαιρέσεων ή μήπως οι θεατρολόγοι και λοιποί σχετικοί θεωρητικοί τυγχάνουν περισσότερο εργατικοί των συντέχνων τους σε άλλους χώρους, όπως, για παράδειγμα, σε αυτόν της λογοτεχνίας.
Το επετειακό έτος του Καρόλου Κουν ήταν το 2008, κατά το οποίο συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννησή του. Θυμίζουμε ότι, επισήμως, είχε ανακηρυχθεί έτος Καραγάτση. Για τον Κουν είχε διοργανωθεί έκθεση, για τον Καραγάτση συνέδριο. Η πρώτη συνοδεύτηκε από τον πρώτο τόμο. Παρομοίως, το συνέδριο από τον τόμο των Πρακτικών. Και τα δυο εκδόσεις του Μουσείου Μπενάκη, στο οποίο και φιλοξενήθηκε τόσο η έκθεση όσο και το συνέδριο. Σε μεγάλο βαθμό, φαίνεται να οφείλονται στη νουνέχεια του διευθυντή του Μουσείου Άγγελου Δεληβορριά. Στον πρόλογό του, τονίζει ότι τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Καρόλου Κουν θα είχαν συνεγείρει τις αρχές, τα πνευματικά ιδρύματα και το κοινό οιουδήποτε κράτους τιμά το θέατρο, τον κόσμο του και την προσφορά του, ωστόσο, στην Ελλάδα τα πράγματα είναι πάντοτε πιο δύσκολα απ’ ό,τι αλλού. Γι΄ αυτό και εκείνος φρόντισε να εξασφαλίσει τη χορηγία της Τράπεζας Κύπρου. Ομολογούμε ότι μας είχε ενοχλήσει, όταν προ διετίας λάβαμε τον τόμο για τον Κουν, η πρόταξη των προλόγων – δυο ούτε καν ένας – των χορηγών. Από πού και ως πού ένα πολιτιστικό αγαθό να το προλογίζουν οικονομικοί παράγοντες. Ας είμαστε, όμως, πρακτικοί. Εκείνο που μετράει είναι το αποτέλεσμα. Και ο Κουν απέκτησε παραστασιογραφία, δηλαδή το αντίστοιχο της βιβλιογραφίας, ενώ ο Καραγάτσης απέμεινε με το ισχνό του χρονολόγιο-λεύκωμα. Και πάλι καλά, γιατί το επόμενο έτος, ο τότε τιμώμενος Γιάννης Ρίτσος παρά λίγο να στερηθεί ακόμη και αυτού. Απορεί, βεβαίως, κανείς πώς γίνεται σε μια χώρα, όπου θάλλουν αντίστοιχοι πολιτιστικοί φορείς και οι δυο τόμοι για τον Κουν να εκδίδονται από τα μορφωτικά ιδρύματα τραπεζικών οργανισμών. Αυτό φαίνεται θα εννοεί ο Δεληβορριάς, όταν λέει ότι τα πράγματα στην Ελλάδα είναι δύσκολα. Διπλωματική έκφραση, που πιθανώς να είναι η αρμόζουσα, έναντι της κυριολεκτούσης ότι στην χώρα μας γίνεται κακή διαχείριση κονδυλίων αλλά και ανθρώπινου δυναμικού.
Οι δυο τόμοι του Κουν δεν θα υπήρχαν χωρίς το ανθρώπινο δυναμικό. Ας παραμερίσουμε τα ιδρύματα και τους διευθυντές τους κι ας εστιάσουμε στους πρωτεργάτες. Είναι δυο θεατρολόγοι της νεότερης γενιάς, γεννημένοι κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία και σπουδαγμένοι στο Παρίσι. Κρατώντας τη σειρά εμφάνισης των τόμων, πρόκειται για τον Πλάτωνα Μαυρομούστακο και την Δηώ Καγγελάρη, καθηγητές σήμερα στο Καποδιστριακό και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο αντιστοίχως. Και οι δυο εκδόσεις στηρίχτηκαν εν μέρει στο δυναμικό του Θεάτρου Τέχνης. Για το ευρύτερο κοινό, το Θέατρο Τέχνης μετά τον Κουν στάθηκε συνώνυμο των μαθητών του, σκηνοθετών και ηθοποιών. Χωρίς, ωστόσο, το Αρχείο του Θεάτρου Τέχνης και τους ανθρώπους του δεν καταρτίζεται παραστασιογραφία. Ως υπεύθυνη του Αρχείου φέρεται η Γεωργία Σιδέρη.
Ο πρώτος τόμος ανοίγει με εισαγωγή του Μαυρομούστακου στο σκηνοθετικό έργο του Κουν, τα έργα και τη δραστηριότητα του Θεάτρου Τέχνης. Εκκινεί με την διαπίστωση ότι η παρουσία του Κουν και του Θεάτρου, που εκείνος ίδρυσε, δεν έχουν μελετηθεί σε αντιστοιχία με τη συμβολή τους, που, κατ’ εκείνον, στοιχίζεται δίπλα σε εκείνη του Εθνικού Θεάτρου. Ουσιαστικά, τα δυο Θέατρα υπάρχουν από το 1932. Το Θέατρο Τέχνης ως απότοκο της μοναχικής πορείας του δημιουργού του. Συγκρατούμε την θεμελιώδη παρατήρηση ότι “το Θέατρο Τέχνης σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του ήταν το θέατρο εκείνο που παρουσίαζε τα έργα της ελληνικής και της παγκόσμιας δραματικής γραφής, τα οποία το Εθνικό Θέατρο δεν θα τολμούσε ποτέ να ανεβάσει”. Σε αυτό συνέτεινε το γεγονός ότι ο Κουν είχε συσπειρώσει γύρω του την δημιουργική αφρόκρεμα της μεταπολεμικής Ελλάδος. Ο μελετητής θεωρεί ότι στα 150 χρόνια ιστορίας της νεοελληνικής σκηνής η σαφέστερη μορφή παράδοσης, που διαμορφώθηκε, είναι εκείνη, την οποία καθιέρωσε η αισθητική του Κουν.
Η παραστασιογραφία, συνοδευόμενη από κριτικογραφία, χωρίζεται σε τέσσερις χρονικές περιόδους: Την πρώτη περίοδο, προ του Θεάτρου Τέχνης, από το 1930 μέχρι το 1942, όταν ο Κουν ανεβάζει έργα στο Κολλέγιο Αθηνών και σκηνοθετεί στη Λαϊκή Σκηνή και στους θιάσους Μαρίκας Κοτοπούλη και Κατερίνας Ανδρεάδη. Την δεύτερη περίοδο, που είναι η πρώτη του Θεάτρου Τέχνης, από το 1942 μέχρι το 1950. Το διάλειμμα 1950-1954, με σκηνοθεσίες και στο Εθνικό Θέατρο και την τελευταία περίοδο, που είναι η δεύτερη περίοδος του Θεάτρου Τέχνης, από το 1954 μέχρι το θάνατο του Κουν, στις 14 Φεβρουαρίου 1987. Λόγω του θανάτου του αναβλήθηκε η πρεμιέρα του έργου της Λούλας Αναγνωστάκη, «Ο ήχος του όπλου».
Στον τόμο παρατίθενται χρονολόγιο Καρόλου Κουν και απολογισμός από τον ίδιο. Εκεί, μεταξύ άλλων, εξομολογείται ότι δεν τον πειράζει η κακή κριτική, όταν γίνεται με καλή πρόθεση. Ακόμη, θεωρούσε ότι οι κριτικοί στάθηκαν αρκετά αυστηροί απέναντί του. Κυρίως, δεν τον βοήθησαν, όταν προσπαθούσε να παρουσιάσει νέους ηθοποιούς, τους οποίους αναγνώρισαν, αφού έφυγαν από το Θέατρό του. Για τη Δραματική Σχολή του υπάρχει ιδιαίτερο κεφάλαιο και κατάλογος αποφοίτων.
Ο πρόσφατος, δεύτερος τόμος, έργο της Δηώς Καγγελάρη, είναι κεντρωμένος στο πρόσωπο του Κουν. Όντας ταυτόχρονα ένα λεύκωμα γι’ αυτόν, στηρίζεται, σε μεγάλη έκταση, στα φωτογραφικά τεκμήρια. Ανοίγει, δίνοντας το λόγο στον ίδιο τον Κουν: Δημοσιεύεται ένα κείμενο της Ελένης Βαροπούλου, το οποίο προέκυψε δια της συρραφής των εξομολογήσεών του. Είναι αποτέλεσμα μιας σειράς συζητήσεων, που έγιναν το καλοκαίρι του 1986 στο Υπόγειο και στο Θέατρο της οδού Φρυνίχου. Ακολουθεί μια σύντομη παλαιότερη συνέντευξη του Κουν στον Βάϊο Παγκουρέλλη. Ενώ, παρεμβάλλονται άλλα σχετικά αποσπάσματα και δυο ενδιαφέρουσες μαρτυρίες από τις παραστάσεις στο Κολλέγιο Αθηνών του Σπύρου Καψάλη και του Γιάννη Γρηγοριάδη. Τα κείμενα παρατάσσονται σε χρονολογική σειρά, έχοντας ως κύριο κορμό το λόγο του ίδιου του Κουν, είτε από συνεντεύξεις είτε από ομιλίες. Συμπληρωματικά λειτουργούν τα κείμενα των άλλων: Αιμίλιου Χουρμούζιου, Μάγιας Λυμπεροπούλου, της τριάδας Λαζάνη-Κουγιουμτζή-Αρμένη, καθώς και νεότερων θεατρολόγων και μελετητών. Ο τόμος συμπληρώνεται με παραστασιογραφία, η οποία, ωστόσο, περιορίζεται στα έργα που σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Κουν.
Στον σύντομο πρόλογό της, η Καγγελάρη θυμίζει ότι πέρυσι συμπληρώθηκαν εβδομήντα χρόνια από την πρώτη σκηνοθεσία του Κουν. Ήταν τον Ιανουάριο του 1930 στο Κολλέγιο Αθηνών, με τον Κουν καθηγητή των Αγγλικών να ανεβάζει στο πλαίσιο του μαθήματος της αγγλικής γλώσσας «Το τέλος του ταξιδιού» του Ρόμπερτ Σέρριφ. Να θυμίσουμε ότι ο Κουν γεννήθηκε στην Προύσα της Μικράς Ασίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1908, αλλά έζησε από έξι μηνών μέχρι τα είκοσί του στην Κωνσταντινούπολη. Μεγάλωσε με γερμανίδα γκουβερνάντα και μορφώθηκε, αρχικά, με κατ’ οίκον δασκάλους και μετά, εσώκλειστος στην αμερικάνικη Ροβέρτειο Σχολή της Πόλης. Οι μόνες πανεπιστημιακές σπουδές του ήταν ένας χρόνος, 1927- 1928, στη Σορβόννη, στο τμήμα της Αισθητικής. Στην Ελλάδα ήρθε το 1929 και έμεινε. Τότε, λέει, αυτός και οι μαθητές του (Χορν, Αλέξης Σολωμός, Γιώργος Μυλωνάς…) παίζοντας, έκαναν θέατρο. “Ζούσαμε τη μαγεία του θεάτρου σαν σε όνειρο…”
Το γεγονός ότι η τέχνη των ανθρώπων του θεάτρου δεν αφήνει και σπουδαία απτά ίχνη, εκτός από μερικές φωτογραφίες ή, καμιά φορά, μαγνητοφωνήσεις ή, ακόμη πιο σπάνια, βιντεοσκοπήσεις, καθιστά ακόμη πολυτιμότερους τους δυο τόμους του Καρόλου Κουν.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Λεζάντα 1ης φωτογραφίας: Ο Κουν υπογράφει τον τόμο, «Κάρολος Κουν, 25 χρόνια θέατρο».
Λεζάντα 2ης φωτογραφίας: 1977. Σκηνή από την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη, που ανέβασε το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και σκηνικά-κοστούμια Διονύση Φωτόπουλου, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Ο Γιώργος Αρμένης ως Ερμής, στο κέντρο, ο Γιώργος Λαζάνης ως Τρυγαίος, δεξιά και ο Χορός.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 12/6/2011.
Λεζάντα 2ης φωτογραφίας: 1977. Σκηνή από την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη, που ανέβασε το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και σκηνικά-κοστούμια Διονύση Φωτόπουλου, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Ο Γιώργος Αρμένης ως Ερμής, στο κέντρο, ο Γιώργος Λαζάνης ως Τρυγαίος, δεξιά και ο Χορός.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 12/6/2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου