Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Κάρολος Κουν και Θέατρο Τέχνης

«Κά­ρο­λος Κουν»
Επι­στη­μο­νι­κή Επι­μέ­λεια
Δηώ Καγ­γε­λά­ρη
Μ.Ι.Ε.Τ, 2010

«Κά­ρο­λος Κουν. Οι πα­ρα­στά­σεις»
Επι­στη­μο­νι­κή Επι­μέ­λεια
Πλά­των Μαυ­ρο­μού­στα­κος
Μου­σείο Μπε­νά­κη, 2008

Κα­τά κα­νό­να, τα ε­πε­τεια­κά έ­τη έρ­χο­νται και πα­ρέρ­χο­νται με φαν­φά­ρες. Αναρ­τού­με φω­το­γρα­φίες των τι­μώ­με­νων, με­τά στί­χων αν πρό­κει­ται για ποιη­τές, στις στά­σεις και το ε­σω­τε­ρι­κό των συ­γκοι­νω­νια­κών μέ­σων. Γί­νε­ται κα­νέ­να συ­νέ­δριο, συ­ναυ­λία ή πα­ρά­στα­ση α­να­λό­γως του προ­σώ­που. Για τους λο­γο­τέ­χνες φρο­ντί­ζει το Εθνι­κό Κέ­ντρο Βι­βλίου να κα­ταρ­τι­στεί ι­σχνό ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο χρο­νο­λό­γιο, ό­ταν πε­ρισ­σεύουν χρή­μα­τα α­πό την ε­πι­χο­ρή­γη­ση. Με­τά με­ρι­κά χρό­νια, στις κα­λύ­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, εκ­δί­δο­νται και κά­ποια α­πό τα πρα­κτι­κά συ­νε­δρίων. Έργο, ω­στό­σο, μα­κρύ­τε­ρης πνοής, ό­πως έ­να βι­βλίο α­να­φο­ράς, δεν έ­χει μέ­χρι σή­με­ρα φα­νεί. Τό­σων λο­γο­τε­χνών ε­ορ­τά­σα­με τα ε­πε­τεια­κά έ­τη και μια βι­βλιο­γρα­φία δεν κα­ταρ­τί­στη­κε. Ού­τε καν στις πε­ρι­πτώ­σεις, που προ­βλε­πό­ταν α­πό την ε­πι­χο­ρή­γη­ση σχε­τι­κό κο­ντύ­λι. Με αυ­τά τα δε­δο­μέ­να, οι δύο τό­μοι, ού­τε καν έ­νας, για τον Κά­ρο­λο Κουν α­πο­τε­λούν με­γά­λη έκ­πλη­ξη. Μη γνω­ρί­ζο­ντας τον χώ­ρο του θεά­τρου, δεν μπο­ρού­με να κα­τα­λή­ξου­με, αν πρό­κει­ται για ε­ξαί­ρε­ση των ε­ξαι­ρέ­σεων ή μή­πως οι θε­α­τρο­λό­γοι και λοι­ποί σχε­τι­κοί θεω­ρη­τι­κοί τυγ­χά­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο ερ­γα­τι­κοί των συ­ντέ­χνων τους σε άλ­λους χώ­ρους, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, σε αυ­τόν της λο­γο­τε­χνίας.
Το ε­πε­τεια­κό έ­τος του Κα­ρό­λου Κουν ή­ταν το 2008, κα­τά το ο­ποίο συ­μπλη­ρώ­θη­καν 100 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του. Θυ­μί­ζου­με ό­τι, ε­πι­σή­μως, εί­χε α­να­κη­ρυχ­θεί έ­τος Κα­ρα­γά­τση. Για τον Κουν εί­χε διορ­γα­νω­θεί έκ­θε­ση, για τον Κα­ρα­γά­τση συ­νέ­δριο. Η πρώ­τη συ­νο­δεύ­τη­κε α­πό τον πρώ­το τό­μο. Πα­ρο­μοίως, το συ­νέ­δριο α­πό τον τό­μο των Πρα­κτι­κών. Και τα δυο εκ­δό­σεις του Μου­σείου Μπε­νά­κη, στο ο­ποίο και φι­λο­ξε­νή­θη­κε τό­σο η έκ­θε­ση ό­σο και το συ­νέ­δριο. Σε με­γά­λο βαθ­μό, φαί­νε­ται να ο­φεί­λο­νται στη νου­νέ­χεια του διευ­θυ­ντή του Μου­σείου Άγγε­λου Δε­λη­βορ­ριά. Στον πρό­λο­γό του, το­νί­ζει ό­τι τα ε­κα­τό χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του Κα­ρό­λου Κουν θα εί­χαν συ­νε­γεί­ρει τις αρ­χές, τα πνευ­μα­τι­κά ι­δρύ­μα­τα και το κοι­νό οιου­δή­πο­τε κρά­τους τι­μά το θέ­α­τρο, τον κό­σμο του και την προ­σφο­ρά του, ω­στό­σο, στην Ελλά­δα τα πράγ­μα­τα εί­ναι πά­ντο­τε πιο δύ­σκο­λα α­π’ ό,τι αλ­λού. Γι΄ αυ­τό και ε­κεί­νος φρό­ντι­σε να ε­ξα­σφα­λί­σει τη χο­ρη­γία της Τρά­πε­ζας Κύ­πρου. Ομο­λο­γού­με ό­τι μας εί­χε ε­νο­χλή­σει, ό­ταν προ διε­τίας λά­βα­με τον τό­μο για τον Κουν, η πρό­τα­ξη των προ­λό­γων – δυο ού­τε καν έ­νας – των χο­ρη­γών. Από πού και ως πού έ­να πο­λι­τι­στι­κό α­γα­θό να το προ­λο­γί­ζουν οι­κο­νο­μι­κοί πα­ρά­γο­ντες. Ας εί­μα­στε, ό­μως, πρα­κτι­κοί. Εκεί­νο που με­τρά­ει εί­ναι το α­πο­τέ­λε­σμα. Και ο Κουν α­πέ­κτη­σε πα­ρα­στα­σιο­γρα­φία, δη­λα­δή το α­ντί­στοι­χο της βι­βλιο­γρα­φίας, ε­νώ ο Κα­ρα­γά­τσης α­πέ­μει­νε με το ι­σχνό του χρο­νο­λό­γιο-λεύ­κω­μα. Και πά­λι κα­λά, για­τί το ε­πό­με­νο έ­τος, ο τό­τε τι­μώ­με­νος Γιάν­νης Ρί­τσος πα­ρά λί­γο να στε­ρη­θεί α­κό­μη και αυ­τού. Απο­ρεί, βε­βαίως, κα­νείς πώς γί­νε­ται σε μια χώ­ρα, ό­που θάλ­λουν α­ντί­στοι­χοι πο­λι­τι­στι­κοί φο­ρείς και οι δυο τό­μοι για τον Κουν να εκ­δί­δο­νται α­πό τα μορ­φω­τι­κά ι­δρύ­μα­τα τρα­πε­ζι­κών ορ­γα­νι­σμών. Αυ­τό φαί­νε­ται θα εν­νο­εί ο Δε­λη­βορ­ριάς, ό­ταν λέει ό­τι τα πράγ­μα­τα στην Ελλά­δα εί­ναι δύ­σκο­λα. Δι­πλω­μα­τι­κή έκ­φρα­ση, που πι­θα­νώς να εί­ναι η αρ­μό­ζου­σα, έ­να­ντι της κυ­ριο­λε­κτού­σης ό­τι στην χώ­ρα μας γί­νε­ται κα­κή δια­χεί­ρι­ση κον­δυ­λίων αλ­λά και αν­θρώ­πι­νου δυ­να­μι­κού.
Οι δυο τό­μοι του Κουν δεν θα υ­πήρ­χαν χω­ρίς το αν­θρώ­πι­νο δυ­να­μι­κό. Ας πα­ρα­με­ρί­σου­με τα ι­δρύ­μα­τα και τους διευ­θυ­ντές τους κι ας ε­στιά­σου­με στους πρω­τερ­γά­τες. Εί­ναι δυο θε­α­τρο­λό­γοι της νεό­τε­ρης γε­νιάς, γεν­νη­μέ­νοι κα­τά την πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή δε­κα­ε­τία και σπου­δαγ­μέ­νοι στο Πα­ρί­σι. Κρα­τώ­ντας τη σει­ρά εμ­φά­νι­σης των τό­μων, πρό­κει­ται για τον Πλά­τω­να Μαυ­ρο­μού­στα­κο και την Δηώ Καγ­γε­λά­ρη, κα­θη­γη­τές σή­με­ρα στο Κα­πο­δι­στρια­κό και το Αρι­στο­τέ­λειο Πα­νε­πι­στή­μιο α­ντι­στοί­χως. Και οι δυο εκ­δό­σεις στη­ρί­χτη­καν εν μέ­ρει στο δυ­να­μι­κό του Θεά­τρου Τέ­χνης. Για το ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό, το Θέ­α­τρο Τέ­χνης με­τά τον Κουν στά­θη­κε συ­νώ­νυ­μο των μα­θη­τών του, σκη­νο­θε­τών και η­θο­ποιών. Χω­ρίς, ω­στό­σο, το Αρχείο του Θεά­τρου Τέ­χνης και τους αν­θρώ­πους του δεν κα­ταρ­τί­ζε­ται πα­ρα­στα­σιο­γρα­φία. Ως υ­πεύ­θυ­νη του Αρχείου φέ­ρε­ται η Γεωρ­γία Σι­δέ­ρη.
Ο πρώ­τος τό­μος α­νοί­γει με ει­σα­γω­γή του Μαυ­ρο­μού­στα­κου στο σκη­νο­θε­τι­κό έρ­γο του Κουν, τα έρ­γα και τη δρα­στη­ριό­τη­τα του Θεά­τρου Τέ­χνης. Εκκι­νεί με την δια­πί­στω­ση ό­τι η πα­ρου­σία του Κουν και του Θεά­τρου, που ε­κεί­νος ί­δρυ­σε, δεν έ­χουν με­λε­τη­θεί σε α­ντι­στοι­χία με τη συμ­βο­λή τους, που, κα­τ’ ε­κεί­νον, στοι­χί­ζε­ται δί­πλα σε ε­κεί­νη του Εθνι­κού Θεά­τρου. Ου­σια­στι­κά, τα δυο Θέ­α­τρα υ­πάρ­χουν α­πό το 1932. Το Θέ­α­τρο Τέ­χνης ως α­πό­το­κο της μο­να­χι­κής πο­ρείας του δη­μιουρ­γού του. Συ­γκρα­τού­με την θε­με­λιώ­δη πα­ρα­τή­ρη­ση ό­τι “το Θέ­α­τρο Τέ­χνης σε ό­λη τη διάρ­κεια της ύ­παρ­ξής του ή­ταν το θέ­α­τρο ε­κεί­νο που πα­ρου­σία­ζε τα έρ­γα της ελ­λη­νι­κής και της πα­γκό­σμιας δρα­μα­τι­κής γρα­φής, τα ο­ποία το Εθνι­κό Θέ­α­τρο δεν θα τολ­μού­σε πο­τέ να α­νε­βά­σει”. Σε αυ­τό συ­νέ­τει­νε το γε­γο­νός ό­τι ο Κουν εί­χε συ­σπει­ρώ­σει γύ­ρω του την δη­μιουρ­γι­κή α­φρό­κρε­μα της με­τα­πο­λε­μι­κής Ελλά­δος. Ο με­λε­τη­τής θεω­ρεί ό­τι στα 150 χρό­νια ι­στο­ρίας της νε­ο­ελ­λη­νι­κής σκη­νής η σα­φέ­στε­ρη μορ­φή πα­ρά­δο­σης, που δια­μορ­φώ­θη­κε, εί­ναι ε­κεί­νη, την ο­ποία κα­θιέ­ρω­σε η αι­σθη­τι­κή του Κουν.
Η πα­ρα­στα­σιο­γρα­φία, συ­νο­δευό­με­νη α­πό κρι­τι­κο­γρα­φία, χω­ρί­ζε­ται σε τέσ­σε­ρις χρο­νι­κές πε­ριό­δους: Την πρώ­τη πε­ρίο­δο, προ του Θεά­τρου Τέ­χνης, α­πό το 1930 μέ­χρι το 1942, ό­ταν ο Κουν α­νε­βά­ζει έρ­γα στο Κολ­λέ­γιο Αθη­νών και σκη­νο­θε­τεί στη Λαϊκή Σκη­νή και στους θιά­σους Μα­ρί­κας Κο­το­πού­λη και Κα­τε­ρί­νας Ανδρεά­δη. Την δεύ­τε­ρη πε­ρίο­δο, που εί­ναι η πρώ­τη του Θεά­τρου Τέ­χνης, α­πό το 1942 μέ­χρι το 1950. Το διά­λειμ­μα 1950-1954, με σκη­νο­θε­σίες και στο Εθνι­κό Θέ­α­τρο και την τε­λευ­ταία πε­ρίο­δο, που εί­ναι η δεύ­τε­ρη πε­ρίο­δος του Θεά­τρου Τέ­χνης, α­πό το 1954 μέ­χρι το θά­να­το του Κουν, στις 14 Φε­βρουα­ρίου 1987. Λό­γω του θα­νά­του του α­να­βλή­θη­κε η πρε­μιέ­ρα του έρ­γου της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη, «Ο ή­χος του ό­πλου».
Στον τό­μο πα­ρα­τί­θε­νται χρο­νο­λό­γιο Κα­ρό­λου Κουν και α­πο­λο­γι­σμός α­πό τον ί­διο. Εκεί, με­τα­ξύ άλ­λων, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι δεν τον πει­ρά­ζει η κα­κή κρι­τι­κή, ό­ταν γί­νε­ται με κα­λή πρό­θε­ση. Ακό­μη, θεω­ρού­σε ό­τι οι κρι­τι­κοί στά­θη­καν αρ­κε­τά αυ­στη­ροί α­πέ­να­ντί του. Κυ­ρίως, δεν τον βοή­θη­σαν, ό­ταν προ­σπα­θού­σε να πα­ρου­σιά­σει νέ­ους η­θο­ποιούς, τους ο­ποίους α­να­γνώ­ρι­σαν, α­φού έ­φυ­γαν α­πό το Θέ­α­τρό του. Για τη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του υ­πάρ­χει ι­διαί­τε­ρο κε­φά­λαιο και κα­τά­λο­γος α­πο­φοί­των.
Ο πρό­σφα­τος, δεύ­τε­ρος τό­μος, έρ­γο της Δηώς Καγ­γε­λά­ρη, εί­ναι κε­ντρω­μέ­νος στο πρό­σω­πο του Κουν. Όντας ταυ­τό­χρο­να έ­να λεύ­κω­μα γι’ αυ­τόν, στη­ρί­ζε­ται, σε με­γά­λη έ­κτα­ση, στα φω­το­γρα­φι­κά τεκ­μή­ρια. Ανοί­γει, δί­νο­ντας το λό­γο στον ί­διο τον Κου­ν: Δη­μο­σιεύε­ται έ­να κεί­με­νο της Ελέ­νης Βα­ρο­πού­λου, το ο­ποίο προέ­κυ­ψε δια της συρ­ρα­φής των ε­ξο­μο­λο­γή­σεών του. Εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα μιας σει­ράς συ­ζη­τή­σεων, που έ­γι­ναν το κα­λο­καί­ρι του 1986 στο Υπό­γειο και στο Θέ­α­τρο της ο­δού Φρυ­νί­χου. Ακο­λου­θεί μια σύ­ντο­μη πα­λαιό­τε­ρη συ­νέ­ντευ­ξη του Κουν στον Βάϊο Πα­γκου­ρέλ­λη. Ενώ, πα­ρεμ­βάλ­λο­νται άλ­λα σχε­τι­κά α­πο­σπά­σμα­τα και δυο εν­δια­φέ­ρου­σες μαρ­τυ­ρίες α­πό τις πα­ρα­στά­σεις στο Κολ­λέ­γιο Αθη­νών του Σπύ­ρου Κα­ψά­λη και του Γιάν­νη Γρη­γο­ριά­δη. Τα κεί­με­να πα­ρα­τάσ­σο­νται σε χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά, έ­χο­ντας ως κύ­ριο κορ­μό το λό­γο του ί­διου του Κουν, εί­τε α­πό συ­νε­ντεύ­ξεις εί­τε α­πό ο­μι­λίες. Συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά λει­τουρ­γούν τα κεί­με­να των άλ­λω­ν: Αι­μί­λιου Χουρ­μού­ζιου, Μά­γιας Λυ­μπε­ρο­πού­λου, της τριά­δας Λα­ζά­νη-Κου­γιουμτ­ζή-Αρμέ­νη, κα­θώς και νεό­τε­ρων θε­α­τρο­λό­γων και με­λε­τη­τών. Ο τό­μος συ­μπλη­ρώ­νε­ται με πα­ρα­στα­σιο­γρα­φία, η ο­ποία, ω­στό­σο, πε­ριο­ρί­ζε­ται στα έρ­γα που σκη­νο­θέ­τη­σε ο ί­διος ο Κουν.
Στον σύ­ντο­μο πρό­λο­γό της, η Καγ­γε­λά­ρη θυ­μί­ζει ό­τι πέ­ρυ­σι συ­μπλη­ρώ­θη­καν ε­βδο­μή­ντα χρό­νια α­πό την πρώ­τη σκη­νο­θε­σία του Κουν. Ήταν τον Ια­νουά­ριο του 1930 στο Κολ­λέ­γιο Αθη­νών, με τον Κουν κα­θη­γη­τή των Αγγλι­κών να α­νε­βά­ζει στο πλαί­σιο του μα­θή­μα­τος της αγ­γλι­κής γλώσ­σας «Το τέ­λος του τα­ξι­διού» του Ρό­μπερτ Σέρ­ριφ. Να θυ­μί­σου­με ό­τι ο Κουν γεν­νή­θη­κε στην Πρού­σα της Μι­κράς Ασίας στις 13 Σε­πτεμ­βρίου 1908, αλ­λά έ­ζη­σε α­πό έ­ξι μη­νών μέ­χρι τα εί­κο­σί του στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Με­γά­λω­σε με γερ­μα­νί­δα γκου­βερ­νά­ντα και μορ­φώ­θη­κε, αρ­χι­κά, με κα­τ’ οί­κον δα­σκά­λους και με­τά, ε­σώ­κλει­στος στην α­με­ρι­κά­νι­κη Ρο­βέρ­τειο Σχο­λή της Πό­λης. Οι μό­νες πα­νε­πι­στη­μια­κές σπου­δές του ή­ταν έ­νας χρό­νος, 1927- 1928, στη Σορ­βόν­νη, στο τμή­μα της Αι­σθη­τι­κής. Στην Ελλά­δα ήρ­θε το 1929 και έ­μει­νε. Τό­τε, λέει, αυ­τός και οι μα­θη­τές του (Χορν, Αλέ­ξης Σο­λω­μός, Γιώρ­γος Μυ­λω­νάς…) παί­ζο­ντας, έ­κα­ναν θέ­α­τρο. “Ζού­σα­με τη μα­γεία του θεά­τρου σαν σε ό­νει­ρο…”
Το γε­γο­νός ό­τι η τέ­χνη των αν­θρώ­πων του θεά­τρου δεν α­φή­νει και σπου­δαία α­πτά ί­χνη, ε­κτός α­πό με­ρι­κές φω­το­γρα­φίες ή, κα­μιά φο­ρά, μα­γνη­το­φω­νή­σεις ή, α­κό­μη πιο σπά­νια, βι­ντε­ο­σκο­πή­σεις, κα­θι­στά α­κό­μη πο­λυ­τι­μό­τε­ρους τους δυο τό­μους του Κα­ρό­λου Κουν.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Λεζάντα 1ης φωτογραφίας: Ο Κουν υπογράφει τον τόμο, «Κάρολος Κουν, 25 χρόνια θέατρο».

Λεζάντα 2ης φωτογραφίας: 1977. Σκηνή από την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη, που ανέβασε το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και σκηνικά-κοστούμια Διονύση Φωτόπουλου, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Ο Γιώργος Αρμένης ως Ερμής, στο κέντρο, ο Γιώργος Λαζάνης ως Τρυγαίος, δεξιά και ο Χορός.


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 12/6/2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια: